Η παρουσίαση του ειρηνευτικού σχεδίου της Ουάσινγκτον για την επίλυση της ισραηλινοπαλαιστινιακής διένεξης ενδέχεται να γίνει τον Νοέμβριο, αφού σχηματιστεί νέα κυβέρνηση στο Ισραήλ, δήλωσε ο σύμβουλος του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για την Εγγύς Ανατολή, ο Τζέισον Γκρίνμπλατ. Η αποκάλυψη του σχεδίου των ΗΠΑ αναμένεται εδώ και μήνες κι έχει αναβληθεί επανειλημμένα. Το σχέδιο αντιμετωπίζεται με έντονο σκεπτικισμό παρά την υπόσχεση του Τραμπ ότι θα φέρει τη «συμφωνία του αιώνα».

Ads

«Συζητάμε αυτή τη στιγμή για μια ενδεχόμενη αναβολή ως την 6η Νοεμβρίου, θα ήταν λογικό να αναμείνουμε να σχηματιστεί νέα ισραηλινή κυβέρνηση», είπε ο Γκρίνμπλατ κατά τη διάρκεια εκδήλωσης που οργάνωσε στη Νέα Υόρκη η ισραηλινή εφημερίδα The Jerusalem Post. «Αλλά θα αποφασίσουμε γι’ αυτό μετά το Μπαχρέιν», πρόσθεσε ο ίδιος.

Η κυβέρνηση του Τραμπ οργανώνει στα τέλη Ιουνίου στη Μανάμα του Μπαχρέιν διεθνή σύνοδο για την οικονομική πτυχή του σχεδίου. «Δεν είναι μυστικό ότι οι εκλογές στο Ισραήλ άλλαξαν τα δεδομένα. Εάν δεν γίνονταν νέες εκλογές, πιθανόν θα το παρουσιάζαμε κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού», ανέφερε ο Γκρίνμπλατ. Ο απεσταλμένος του Λευκού Οίκου υπενθύμισε ότι η κυβέρνηση του Τραμπ ήδη ανέβαλε την παρουσίαση του σχεδίου για το τέλος του ιερού για τους μουσουλμάνους μήνα του Ραμαζανιού [αρχές Ιουνίου] και προηγουμένως ώσπου να σχηματιστεί νέα ισραηλινή κυβέρνηση μετά τις εκλογές της 9ης Απριλίου.

Όμως ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου δεν κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση συμμαχίας αφού η δεξιά κέρδισε οριακά τις πρόωρες εκλογές του Απριλίου. Προτίμησε έτσι να προκαλέσει τη διάλυση της Κνέσετ, της ισραηλινής Βουλής και την προκήρυξη νέων πρόωρων εκλογών. Αυτές θα διεξαχθούν τη 17η Σεπτεμβρίου, ωστόσο αναμένεται να τις ακολουθήσουν διαπραγματεύσεις διάρκειας αρκετών εβδομάδων ωσότου σχηματιστεί νέα κυβέρνηση.

Ads

Ο Γκρίνμπλατ τάχθηκε εξάλλου υπέρ των δηλώσεων του πρεσβευτή των ΗΠΑ στο Ισραήλ, του Ντέιβιντ Φρίντμαν, κατά τον οποίο το Ισραήλ έχει δικαίωμα να προσαρτήσει «μέρος» της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης, σύμφωνα με την Τζερούσαλεμ Πόουστ. «Υπό ορισμένες προϋποθέσεις θεωρώ ότι το Ισραήλ έχει το δικαίωμα να κρατήσει ένα τμήμα της, αλλά όχι ολόκληρη τη Δυτική Όχθη», είπε ο αμερικανός πρεσβευτής κατά τη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε στις αρχές του μήνα στην εφημερίδα The New York Times.

Από την πλευρά τους οι Παλαιστίνιοι, υποστηρίζουν ότι δεν χρειάζεται να περιμένουνε. Όπως γράφει και ο πολιτικός αναλυτής Marwan Bishara στο Al Jazeera, οι Παλαιστίνιοι έχουνε δει την Ουάσινγκτον να εκτοξεύει τη μια εχθρική πολιτική μετά την άλλη τα τελευταία δύο χρόνια, γεγονός  που δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τις προθέσεις της να ταπεινώσει τους Παλαιστινίους και να υποτάξει τους Άραβες.

Από την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, το κλείσιμο του γραφείου της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης στην Ουάσινγκτον, την περικοπή της βοήθειας προς την UNRWA – την υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες – και την επιβολή κυρώσεων εάν εμποδιστεί το Ισραήλ να προσαρτήσει τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, οι ΗΠΑ κάνουν ό, τι μπορούν για να αποδώσουν διεθνή νομιμότητα στην ισραηλινή κατοχή της Παλαιστίνης.

Την ίδια ώρα, οι συνεχόμενες ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές στη Λωρίδα της Γάζας, σε συνδυασμό με τις πιέσεις των ΗΠΑ για τη συμμετοχή περισσότερων αραβικών χωρών στη Σύνοδο στο Μπαχρέιν «για την ευημερία και την ειρήνη» στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, στις 25 και 26 Ιούνη, δυναμώνουν την ένταση στην περιοχή.

Δεν είναι έκπληξη λοιπόν το γεγονός ότι οι Παλαιστίνιοι απέρριψαν αυτό που θεωρούν ως το «χαστούκι του αιώνα» και αρνούνται να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση ή συνάντηση που αποσκοπεί στη διευκόλυνση της εφαρμογής του. Αλλά γιατί τόσες πολλές αραβικές κυβερνήσεις – που έχουν επανειλημμένα εκφράσει την υποστήριξή τους στους Παλαιστίνιους και την αυτοδιάθεσή τους – συμμετέχουν την επόμενη εβδομάδα στο Μπαχρέιν;

Δεκαετίες αραβικής αποτυχίας

Οι αραβικές ηγεσίες, εκ του αποτελέσματος κρινόμενες, έχουν αποτύγχει στην αντιμετώπιση του Ισραήλ από την ίδρυσή του ως «εβραϊκού κράτους», πριν από επτά δεκαετίες, και την επιδίωξή του να προσαρτήσει παλαιστινιακά εδάφη.

Αρχικά προσπάθησαν, αλλά απέτυχαν να επιβάλουν μια λύση με βία, χάνοντας τον έναν πόλεμο μετά τον άλλο. Στη συνέχεια προσπάθησαν να καταλήξουν σε διπλωματική επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος με το Ισραήλ και απέτυχαν ξανά.

Για περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα ανέθεσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον πλησιέστερο σύμμαχο του Ισραήλ, να διαχειριστούν την «ειρηνευτική διαδικασία» και συνέχισαν να στοιχηματίζουν στην καλή θέληση της Ουάσινγκτον παρά την ανέντιμη διαχείριση και την απόλυτη αποτυχία της ειρηνευτικής διαδικασίας.

Και σήμερα, τα αραβικά καθεστώτα ενάντια στις συμβουλές και τα αιτήματα των παλαιστίνιων αδελφών τους σύρονται πίσω από τους φανατικούς φιλοισραηλινούς αμερικανούς αξιωματούχους, οι οποίοι αρνούνται ακόμη και να μοιραστούν τις λεπτομέρειες του σχεδίου τους για τη «συμφωνία του αιώνα».

Με άλλα λόγια, έχοντας αποτύχει στην επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος, πολλά αραβικά καθεστώτα είναι σήμερα πρόθυμα να τελειώνουν με το παλαιστινιακό ζήτημα μια για πάντα. Αλλά γιατί είναι έτοιμοι να προδώσουν το παλαιστινιακό αίτημα για ελευθερία τόσο πρόχειρα και τόσο ταπεινωτικά;

Κάποιοι όπως οι ηγέτες της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, του Μπαχρέιν υποστηρίζουν με ενθουσιασμό τη συμφωνία των ΗΠΑ, προκειμένου να εξαλείψουν όλα τα εμπόδια σε μια τριμερή στρατηγική συμμαχία των χωρών του Κόλπου με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ κατά του Ιράν. Άλλοι, όπως η Ιορδανία και η Αίγυπτος, δεν μπορούν να πουν όχι στον αμερικανό προστάτη τους υπό το φόβο της απομόνωσης ή των οικονομικών κυρώσεων, ειδικά όταν η διοίκηση Τραμπ προσφέρει οικονομικά οφέλη.

Αλλά ως επί το πλείστον, τα κατά κύριο λόγο αντιδημοκρατικά αραβικά καθεστώτα ενεργούν κυρίως με βάση την αυτοσυντήρησή τους, και όχι την εθνική ενότητα, την ασφάλεια και το ενδιαφέρον τους. Η Παλαιστίνη εξάλλου είναι μια συνεχής υπενθύμιση της απόλυτης αποτυχίας τους. Έχοντας χάσει όλη τη λαϊκή νομιμότητα, την εθνική αξιοπιστία και την περιφερειακή επιρροή, τα καθεστώτα αυτά στρέφονται προς τις ΗΠΑ για υποστήριξη και προστασία. Και αυτό έχει βέβαια κάποιο τίμημα.

Η έννοια της Παλαιστίνης

Καθ ‘όλη τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα, όπου συνέβησαν τεκτονικές μετατοπίσεις στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο – από την αποικιοκρατία στον παναραβισμό μέχρι τον ισλαμισμό και από τις εξεγέρσεις μέχρι τις αντεπαναστάσεις – η Παλαιστίνη συνέχισε να είναι ένα σύμβολο αντίστασης ενάντια στην καταπίεση.

Μάλιστα, Άραβες και άλλοι ηγέτες της Μέσης Ανατολής έχουν χρησιμοποιήσει την Παλαιστίνη για τα δικά τους στενά συμφέροντα, λόγω της δημοτικότητάς της παγκοσμίως. Πράγματι, η υπεράσπιση της Παλαιστίνης και της Ιερουσαλήμ, έστω και ρητορικά, έχει από καιρό δώσει ένα βαθμό εσωτερικής και περιφερειακής νομιμότητας κατά την κυριαρχία τους.

Για παράδειγμα, οι κυβερνήτες στην Τεχεράνη και στο Ριάντ μπορεί να διαφωνούν για τα πάντα, εκτός από την υποστήριξη της Παλαιστίνης και της Ιερουσαλήμ. Μετά την Ιρανική Επανάσταση το 1979, ο Αγιατολάχ Χομεϊνί «αγκάλιασε» την Παλαιστίνη και αφιέρωσε μια ιδιαίτερη μέρα στο ιρανικό ημερολόγιο για τον εορτασμό του Αλ-Κουντ, δηλαδή της Ιερουσαλήμ.

Ομοίως, οι Σαουδάραβες κυβερνήτες έχουν υποστηρίξει τις τελευταίες πέντε δεκαετίες διάφορες πρωτοβουλίες για την Παλαιστίνη, συμπεριλαμβανομένης και της συνάντησης του Αραβικού Συνδέσμου στο Ριάντ το 2018 που ονομάστηκε σύνοδο κορυφής al-Quds – λίγους μήνες μετά την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ.

Ταυτόχρονα, όσοι τολμούσαν δημόσια να ταχθούν εναντίον της παλαιστινιακής υπόθεσης, πλήρωσαν το τίμημα με τη ζωή τους, όπως ο βασιλιάς Αμπντούλα Ι της Ιορδανίας (1951), ο πρόεδρος Anwar el-Sadat της Αιγύπτου (1981), ο Bachir Gemayel του Λιβάνου (1982).

Σύμβολο της ελευθερίας

Αντίθετα από τους ηγέτες, οι αραβικές μάζες είναι ξεκάθαρα και άνευ όρων στο πλευρό των Παλαιστινίων και ενάντια στην ισραηλινή κατοχή.

Για τους περισσότερους Άραβες, συμπεριλαμβανομένων των Παλαιστινίων, η Παλαιστίνη και η Ιερουσαλήμ ξεπερνά τη γεωγραφία και τη γεωπολιτική. υπερβαίνει τους Παλαιστινίους ως λαό και την Παλαιστίνη ως πατρίδα. Για δεκαετίες, η Παλαιστίνη είναι το σύμβολο αντίστασης ενάντια στην ξένη ηγεμονία και κυριαρχία, είτε είναι Βρετανοί, Γάλλοι είτε Αμερικανοί.

Είτε πρόκειται για Σαουδάραβες, Ιρανούς, Αφγανούς, Πακιστανούς, είτε για ισλαμιστές, είτε για φιλελεύθερους – ανεξάρτητα από το αν διαφωνούν πολιτικά ή ιδεολογικά, ενώνονται πίσω από την Παλαιστίνη, γεγονός που αποτελεί απειλή εναντίον των αμερικανικών και άλλων δυτικών συμφερόντων στην περιοχή.

Έτσι, όπως και οι προηγούμενες μορφές παλαιστινιακής αντίστασης, οι παλαιστινιακές λαϊκές εξεγέρσεις έχουν εμπνεύσει την αλληλεγγύη αλλά και το αίτημα της ελευθερίας στον αραβικό κόσμο, κατά του εσωτερικού και εξωτερικού δυνάστη, όπως συνέβη και στις διαδηλώσεις της Αραβικής Άνοιξης.

Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα, που η αραβική ενότητα βρίσκεται σε αταξία και τα αραβικά καθεστώτα είναι άκρως καταπιεστικά, είναι επίσης πολύ πρόθυμα να κατευνάσουν τις ΗΠΑ. Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι εκείνοι που στάθηκαν ενάντια στην Αραβική Άνοιξη σπεύδουν να εξομαλύνουν τις σχέσεις με το Ισραήλ.

Καθώς όμως η κυβέρνηση Τραμπ εκμεταλλεύεται τη γενική κόπωση στις αραβικές πρωτεύουσες για να τελειώνει με το Παλαιστινιακό μια για πάντα, μπορεί να επανασυνδέσει τους Παλαιστίνιους, τους Άραβες και τους Μουσουλμάνους ενάντια στις πολιτικές και τους ηγέτες της Μέσης Ανατολής.

Ίσως είναι μόνο θέμα χρόνου για τους ιθύνοντες των ΗΠΑ να εκφράσουν τη λύπη τους για την απερίσκεπτη πολιτική τους προς την Παλαιστίνη, σύμφωνα με τον αναλυτή του
Al Jazeera.