Πρόκειται για δύο επιζώντες των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Βρίσκονταν μέσα στο Νότιο Πύργο του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου, στον 84ο και 105ο όροφο, αντίστοιχα, ήτοι πάνω από την πρόσκρουση του αεροσκάφους. Περιγράφουν την κάθοδό τους από την κόλαση.

Ads

Ο Τζόσεφ «Τζο» Ντιτμάρ, 44 ετών, έπρεπε να συμμετάσχει σε αγώνα γκολφ εκείνη την ημέρα. Αλλά όταν, ένα μήνα νωρίτερα, η Μαίρη Λενζ Γουίμαν της ασφαλιστικής εταιρίας «AON» τον προσκάλεσε σε συνεδρίαση ασφαλιστών την 11η Σεπτεμβρίου στις 8:30 π.μ. στα γραφεία της Νέας Υόρκης στο Νότιο Πύργο του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου, η αίσθηση του καθήκοντος επικράτησε. Δεν θα έπαιζε γκολφ και στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001, στις 6 π.μ., βρισκόταν στο τρένο από το Νιου Τζέρσεϋ.

Εκείνο το πρωινό ήταν ηλιόλουστο. Ένας ουρανός καλοκαιριού υποσχόταν μια ανέφελη μέρα. Ο Τζο εμφανίστηκε στο λόμπι του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου 2, στο Νότιο Πύργο. Δελτίο ταυτότητας, έλεγχος αποσκευών, ο ασφαλιστικός πραγματογνώμονας και αφού έλαβε μία κάρτα εισόδου, κατευθύνθηκε με τον «ταχύ ανελκυστήρα» στο «λόμπυ του ουρανού», στον 78ο όροφο. Εκεί, ένας δεύτερος ανελκυστήρας τον περίμενε για το 105ο και τελευταίο επίπεδο (από πάνω βρίσκονται μόνο μηχανήματα, ανεμιστήρες και διάφορα καλώδια). Οι πόρτες του ανελκυστήρα άνοιξαν, η Μαίρη Γουίμαν τον υποδέχτηκε αυτοπροσώπως και τον οδήγησε στην αίθουσα συσκέψεων: μία μεγάλη κεντρική αίθουσα χωρίς παράθυρα, έτοιμη για τους 54 προσκεκλημένους από τις τέσσερις γωνιές των ΗΠΑ.

8:30 π.μ.. Η συνάντηση άργησε να ξεκινήσει. Οι συμμετασχόντες πήραν τον καφέ τους, συνομίλησαν σε μια γωνιά, μίλησαν για το Σαββατοκύριακό τους. Τα λεπτά περνούσαν, όταν ξαφνικά τα φώτα στο δωμάτιο άρχισαν να αναβοσβήνουν. Όλοι κοιτάζονταν έκπληκτοι. Ήταν 8:46 π.μ., ένα Μπόινγκ 767 των αμερικανικών αερογραμμών «American Airlines», που καταλήφθηκε από 5 αεροπειρατές με 92 άτομα επιβαίνοντες, μόλις χτύπησε το γειτονικό πύργο, μεταξύ του 93ου και του 99ου ορόφου. Οι παρόντες ασφαλιστές το αγνόησαν. «Δεν βλέπαμε, δεν αισθανόμασταν, δεν ακούγαμε τίποτα συγκεκριμένα, μόνο τα φώτα αναβόσβηναν», λέει ο Τζο, 20 χρόνια μετά το γεγονός. Ένας υπάλληλος της «AON», υπεύθυνος ασφαλείας για τους τρεις γειτονικούς ορόφους, έλαβε εντολή να εκκενώσει και ενημερώνει τα μέλη της σύσκεψης. «Είμαστε στη Νέα Υόρκη, πάντα το ίδιο συμβαίνει, ας ξεκινήσουμε τη συνεδρίασή μας», απάντησαν ορισμένοι. Αλλά ο υπάλληλος επέμεινε, έπρεπε να υπακούσει στις εντολές ασφαλείας.

Ads

«Ήμασταν ιδιαίτερα εκνευρισμένοι», θυμάται ο Τζο. Στη Νέα Υόρκη, γίνονται πολλές κατασκευές, υπάρχει πολύς θόρυβος, έτσι ήταν κάθε μέρα, γιατί έπρεπε να εκκενώσουμε;». Εργαζόμενοι και επισκέπτες κατευθύνθηκαν  προς την έξοδο κινδύνου και άρχισαν την κάθοδό τους με τα πόδια, με βαρύ βηματισμό. Μερικοί άρπαξαν τα κινητά τους τηλέφωνα, προσπάθησαν να συνδεθούν, για να μάθουν περισσότερα. Αλλά δεν υπήρχε σήμα στην οθόνη τους. «Για έναν πολύ απλό λόγο», εξήγησε ο Τζο, «η κύρια κεραία που κάλυπτε το νότιο Μανχάταν στεγαζόταν στο Βόρειο Πύργο, το πρώτο κτίριο που χτυπήθηκε».

Η μικρή ομάδα έφτασε στον 90ο όροφο, βγήκε στο λόμπι που περιβαλλόταν από μεγάλα παράθυρα με θέα στο εξωτερικό του κτιρίου. Έπεσε σιωπή, τα είχαμε χαμένα. «Ήταν τα πιο φρικτά 30-40 δευτερόλεπτα της ζωής μου. Είχαμε θέα στο κτίριο του Βόρειου Πύργου, αυτή την τεράστια τρύπα, αυτόν τον παχύ, μαύρο καπνό, αυτές τις πιο κόκκινες -που έχω δει ποτέ στη ζωή μου- φλόγες. Μέσα από αυτήν την τρύπα και αυτόν τον καπνό, μπορούσα να δω τμήματα της ατράκτου του αεροσκάφους, βαθιά στο εσωτερικό του κτιρίου. Χαρτιά, έπιπλα, άνθρωποι που έβγαιναν, μέσα από αυτήν τη μαύρη τρύπα, ωθούμενοι από τη δύναμη αυτού του αεροσκάφους …». «Θυμάμαι ότι μονολογούσα: “Να πάρει, πώς ο πιλότος δεν είδε το κτίριο!”. Στην πραγματικότητα, το είχε δει πολύ καλά …». «Δεν ήθελα να βλέπω», συνέχισε. «Είχα αυτό το συναίσθημα, αυτή την απόλυτη ανάγκη να επιστρέψω σπίτι μου. Ήταν το μόνο πράγμα που ήθελα να κάνω…».

«Πήρα την τσάντα μου και έτρεξα»

Πριν από τρεις μόνο εβδομάδες η Βρετανίδα Τζάνις Μπρουκς άρχισε να εργάζεται στη Νέα Υόρκη. Ομογενής στην ηλικία των 41 ετών σε αυτήν την πολυσύχναστη πόλη, για αυτήν ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα! «Ήμουν ευχαριστημένη με τη Νέα Υόρκη, με τη δουλειά μου, με τη ζωή γενικά», λέει σήμερα. Εκείνη την ημέρα, ήθελε να είναι νωρίς στο γραφείο, στον 84ο όροφο του Νότιου Πύργου του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου. Στις 7:30 π.μ. ήταν ήδη εκεί, απολαμβάνοντας το πρωινό της και το τσάι της. Το αφεντικό της, ο Ζιλ, βρισκόταν σε ταξίδι στο Λονδίνο, το τοπικό υποκατάστημα της χρηματιστηριακής εταιρίας της, όπου είχε εργαστεί για 10 χρόνια. Από το γραφείο της, μπορούσε κανείς να θαυμάσει το Άγαλμα της Ελευθερίας, με το γαλαζοπράσινο ουρανό. Κάλεσε το Ζιλ και άλλους από το υποκατάστημα του Λονδίνου, για να συζητήσουν διάφορα σημεία της ατζέντας, έστειλε, επίσης, κάποια φαξ. Εν ολίγοις, ξεκίνησε τη μέρα της.

Ήταν 8:46 π.μ., όταν και αυτή άκουσε ένα βαρύ χτύπημα. «Τίποτα περίεργο», μονολόγησε η Τζάνις, «βρισκόμαστε έτσι κι αλλιώς στη Νέα Υόρκη». Αυτοί οι θόρυβοι αντηχούν συχνά στην πόλη. Αυτή ήταν και η άποψη των συναδέλφων της, στους οποίους έθεσε την ερώτηση. Επιστρέφοντας στο γραφείο της, άκουσε μία δυνατή φωνή να φωνάζει: «Όλοι έξω, εκκενώνουμε!». «Δεν υπάρχει λόγος αναταραχής, είναι απλώς ένα προληπτικό μέτρο», μονολόγησε.

Σήκωσε το τηλέφωνο, για να καλέσει το Λονδίνο και να τους πει τι συνέβαινε. Μετά από αρκετές προσπάθειες, έπεσε πάνω στον Ρόμπιν Κλαρκ, διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρίας, με τον οποίο είχε συνεργαστεί εκτενώς στο παρελθόν. «Γεια σου Ρομπ. Κάτι συμβαίνει δίπλα, είμαι έτοιμη να φύγω. Ο Ρόμπιν τη διέκοψε απότομα: «Συμβαίνει κάτι; Ένα αεροσκάφος συνετρίβη στο κτίριο! Φύγε αμέσως από εκεί!». Η Τζάνις πάγωσε, κάτι έβραζε μέσα της. «Υπήρχε τρόμος, έκπληξη, αγωνία στη φωνή της», θυμάται σήμερα. «Ήταν 5.000 χιλιόμετρα από εκεί, όπου βρισκόμουν, και είχε δει τα πάντα. Και εγώ, επιτόπου, δεν είχα ιδέα τι συνέβαινε. Δεν θυμάμαι να κλείνω το τηλέφωνο, να τον χαιρετώ, θυμάμαι ένα μόνο πράγμα: έτρεξα. Πήρα την τσάντα μου και έτρεξα».

Οι συνάδελφοί της δεν το είδαν με αυτόν τον τρόπο. Μπορεί να τους είπε πώς αντέδρασε ο Ρομπ, αλλά αποφάσισαν να μην μετακινηθούν. «Ναι, ξέρουμε, είμαστε ασφαλείς, μένουμε. Αν θέλεις να είσαι κι εσύ, μείνε απλά μακριά από τα παράθυρα. Τι θέλεις να κάνεις;». «Δεν ήξερα», θυμάται η Τζάνις. «Με την άκρη των ματιών μου, είδα δύο παιδιά από την Πυροσβεστική Υπηρεσία να πλησιάζουν και μου είπαν: “Έλα Τζάνις, κατεβαίνεις”. Η απόφασή μου να μείνω ή να φύγω ελήφθη από κάποιον άλλο, ακολούθησα. Με οδήγησαν στην έξοδο κινδύνου».

Η σκάλα ήταν ήδη γεμάτη με υπαλλήλους των άλλων ορόφων. Κατέβηκαν χωρίς πραγματικά να βιάζονται, κουβεντιάζοντας, συζητώντας για το Σαββατοκύριακό τους. Ήξεραν για το αεροπλάνο; Πίστευαν ότι ήταν ασφαλείς; Ακόμη και σήμερα, η Τζάνις αναρωτιέται. «Είχα δει πιο μακριά ένα συνάδελφο της εταιρίας μου που ίσα που τον γνώριζα. Οι δύο γυναίκες ανάμεσά μας με άφησαν να περάσω, για να είμαι δίπλα του. Φορούσα ψηλοτάκουνες γόβες. Μου είπε: “πρέπει να βγάλεις τα παπούτσια σου”. Τα έβγαλα, τα έβαλα στην τσάντα μου και συνέχισα ξυπόλητη».

Στη συνέχεια, ακούστηκε μία φωνή στους διαδρόμους, στις σκάλες, σε όλο το κτίριο. «Σας ζητούμε να μην εκκενώσετε τον Πύργο 2 του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου. Ο χώρος στο επίπεδο της πλατείας χρησιμοποιήθηκε για την εκκένωση των ανθρώπων του Πύργου 1. Επιστρέψτε στα γραφεία σας». Ανακοινώθηκε, επίσης, ότι οι μπλοκαρισμένοι -από τη διαδικασία εκκένωσης- ανελκυστήρες θα ξανάρχιζαν. «Ήμασταν στον 72ο όροφο, η πλησιέστερη αίθουσα με τους ανελκυστήρες ήταν αυτή της “Morgan Stanley” στον 70ό. Πήγαμε εκεί, όπου υπήρχαν έξι υπάλληλοι της εταιρίας “Euro Brokers”. Χάρηκα που τους είδα. Γνώριζα, κυρίως, τον Πολ και τον Μπόμπι. Περιμέναμε, αλλά οι ανελκυστήρες ακόμη δεν λειτουργούσαν. Ο Πολ και ο Μπόμπι δεν ήθελαν να περιμένουν και έφυγαν. Ήθελα να πάω μαζί τους. Ήξερα καλά τον Πολ, ήταν από το Λονδίνο, είχε έρθει να με παραλάβει από το αεροδρόμιο, πραγματικά τον εμπιστευόμουν. Φώναξα: “Περίμενέ με!”. Τον άκουσα να μου απαντά γελώντας: “Έλα, βιάσου, κοπέλα μου!”. Προφανώς αστειευόταν, ήταν κατά 2 μήνες μεγαλύτερος από μένα. Χρησιμοποίησαν τις σκάλες, για να ανέβουν…». «Δεν τους ξαναείδα ποτέ…».

«Οι σκάλες ήταν σαν κύματα στον ωκεανό»

Ο Τζο, από την πλευρά του, άκουσε και αυτός την ανακοίνωση. «Σήμερα μπορεί να φαίνεται τρελό να το ακούμε αυτό», μας λέει, «αλλά εκείνη τη στιγμή έβγαζε νόημα. Κάτω, στο λόμπι, οι αστυνομικοί και οι πυροσβέστες πίεζαν την ασφάλεια να κρατήσει τους ανθρώπους στον Πύργο. Υπήρχαν περισσότεροι από 20.000 άνθρωποι εκείνη τη στιγμή, δεν ήθελαν να δουν αυτούς τους ανθρώπους να βγαίνουν, έβρεχε τσιμεντένια συντρίμμια, χάλυβα και πτώματα. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι λίγα λεπτά αργότερα θα συνέβαινε το ίδιο πράγμα στο κτίριό μας; Κανείς».

Ωστόσο, η απόφασή του είχε ληφθεί. «Για μένα -ήταν η τύχη, το ένστικτο, το χέρι του Θεού- αποφάσισα να συνεχίσω να κατεβαίνω», συνέχισε. Ο Τζο έφτασε στον 78ο όροφο. «Ήταν ο όροφος του “Λόμπυ του Ουρανού”, εκεί όπου έφτανε ο “ταχύς ανελκυστήρας” και όπου έπρεπε να πάρουμε έναν άλλο ανελκυστήρα, για να ανέβουμε πάνω». Έπεσε στη Μαίρη, της εταιρίας «AON» που οργάνωσε τη συνεδρίαση. Περίμενε τον ανελκυστήρα. Δεν υπήρχε περίπτωση να κατέβει όλα αυτά τα σκαλοπάτια με τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της. «Έλα μαζί μου», του είπε. «Δεν απάντησα, τη χαιρέτησα και επέστρεψα στην έξοδο κινδύνου. Σίγουρα η καλύτερη απόφαση που έχω λάβει στη ζωή μου». Η Μαίρη, είχε μόνο λίγα λεπτά ζωής.

Ο Τζο έφτασε τέσσερις ή πέντε ορόφους πιο κάτω, όταν άκουσε έναν εκκωφαντικό θόρυβο. «Δεν έχω αισθανθεί ποτέ κάτι τέτοιο και ποτέ δεν θα ήθελα να το αισθανθώ ξανά. Το κλιμακοστάσιο άρχισε να χορεύει βίαια, προς τα εμπρός, προς τα πίσω, οι τοίχοι έσπαγαν, ο γύψος έσκασε, το κιγκλίδωμα αποκολλήθηκε και οι σκάλες ήταν σαν κύματα στον ωκεανό. Υπήρχε μία μυρωδιά κηροζίνης, υπήρχε, επίσης, ένα κύμα υψηλής θερμοκρασίας».

Ήταν 9:03 π.μ.. Ένα δεύτερο αεροσκάφος με αεροπειρατές, η πτήση 175 της «United Airlines», μόλις είχε χτυπήσει το Νότιο Πύργο του Εμπορικού Κέντρου, μεταξύ του 77ου και του 85ου ορόφου, εκεί, δηλαδή, όπου ο Τζο βρισκόταν μερικά δευτερόλεπτα νωρίτερα, εκεί όπου είδε για τελευταία φορά τη Μαίρη. «Διερωτηθήκαμε: Τι μας συμβαίνει; Δεν ξέραμε τίποτα. Ίσως ήταν η μυρωδιά του καυσίμου από το αεροπλάνο δίπλα, από μία έκρηξη που ερχόταν από εκεί. Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε ότι ένα δεύτερο αεροσκάφος είχε μόλις χτυπήσει το κτίριο λίγους ορόφους πάνω από μας».

«Εκείνη τη στιγμή, ήταν σαφές σε όλους μας», συνέχισε ο Τζο, «έπρεπε να βγούμε με κάθε κόστος».

Μόνο μαύρο καπνό και φλόγες βλέπαμε

Η Τζάνις είχε μόλις ανέβει τέσσερις ή πέντε ορόφους, όταν ένιωσε το σοκ. Στο επίπεδό της (γύρω από τον 74ο όροφο), οι επιπτώσεις, για αυτήν, ήταν άμεσες. «Είχα χάσει την ισορροπία μου, έπεσα πάνω στον τοίχο, τα φώτα ανοιγόσβησαν, η οροφή κατέρρευσε πίσω μου, υπήρχε σκόνη παντού, προς κάθε κατεύθυνση, όλοι έβηχαν. Θυμάμαι αυτήν την τρομοκρατημένη κραυγή, που πάγωνε το αίμα, μιας γυναίκας, μία από αυτές τις κραυγές που θα ακούγαμε στις χειρότερες ταινίες τρόμου, μία συνεχή κραυγή, μπορώ ακόμη να την ακούσω σήμερα».

Υπήρχαν, επίσης, αυτοί οι άνθρωποι πίσω από μία πόρτα. Χτυπούσαν, ούρλιαζαν, ζητούσαν βοήθεια. Η οροφή είχε καταρρεύσει, η πόρτα είχε μπλοκαριστεί. Ένας συνάδελφος της Τζάνις -«με ένα λευκό πουκάμισο», θυμάται- μάζευε τα συντρίμμια. Μία γυναίκα εμφανίστηκε, αιμορραγώντας, από τα γυαλιά στα μαλλιά της. Το χέρι της ήταν κομμένο από τον ώμο έως τον αγκώνα. «το αίμα κυλούσε προς κάθε κατεύθυνση. Και μέσα από την πληγή, βλέπαμε το οστό. Το πόδι της αιμορραγούσε, επίσης».

Ένας άλλος άνδρας έφτασε μετά από αυτήν, με γυαλιά πάνω του, έπειτα ένας άλλος με αίματα στην πλάτη του. Ο ένας εξ αυτών έβγαλε ένα μπλουζάκι και κάλυψε το χέρι της γυναίκας. «Όλο αυτό το διάστημα, η κραυγή συνεχιζόταν. Ήταν μία γυναίκα, βγήκε τελευταία. Είχε κοπεί σε όλο το πρόσωπό της και ούρλιαζε: “Δεν μπορώ να δω τίποτα! Δεν βλέπω πλέον τίποτα! Το ένα μάτι της ήταν ματωμένο”».

Οι συνάδελφοι της Τζάνις μάζευαν συντρίμμια της άλλης εξόδου κινδύνου, αυτής που μόλις πέρασαν πριν από την πρόσκρουση. Χαμένος κόπος: η σκάλα δεν φαινόταν. Βλέπαμε μόνο καπνό, μελάνι μαύρο και φλόγες να επιτίθενται άγρια στο χώρο. Δύο αδιάβατες έξοδοι κινδύνου: η ομάδα αποκλείστηκε. Όχι! Εμφανίστηκε ένα άνοιγμα, ένα θαύμα! «Δεν μπορούσαμε να το δούμε, είχε το ίδιο χρώμα με τον τοίχο και δεν είχε πόμολο. Αρκούσε να πατήσουμε ένα κουμπί». Και πάλι, οι άνδρες καθάριζαν τα συντρίμμια, αλλά συνέχεια κάτι τους εμπόδιζε. Εκατοστό εκατοστό, κατάφεραν να το ανοίξουν αρκετά, για να περάσουν, ένας μετά τον άλλο, και να ξεκινήσουν ξανά την κάθοδό τους.

«Ξυπόλητη, ένιωθα το πάτωμα, βρώμικο με κολλώδες υγρό, διότι ένας σωλήνας νερού έτρεχε στις σκάλες. Η γυναίκα με το κομμένο της χέρι ήταν ακριβώς μπροστά μου. Πίσω, υπήρχε η άλλη γυναίκα που ούρλιαζε, είχε άσθμα και έπρεπε να σταματά συχνά. Εκτός από τα κλάματα και το βήχα ορισμένων, υπήρχε σιωπή.

Ο τύπος από την εταιρία “Euro Brokers”, με το λευκό πουκάμισό του, μας ενθάρρυνε πότε-πότε. Η γυναίκα μπροστά μου, σε κάθε βήμα της, άφηνε αποτύπωμα αίματος στα σκαλιά. Τότε, παρατήρησα ότι υπήρχε αίμα και στα δάχτυλα των ποδιών μου. Είχα, επίσης, αίμα σε όλο το πουκάμισό μου. Άρχισα να ουρλιάζω. Ξέρω ότι δεν αιμορραγούσα εγώ, αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω. Ήταν τόσο κόκκινο το αίμα, με έκανε να αρρωστήσω, με φόβισε, με έκανε να θέλω απλά να καθίσω και να κλάψω. Ο τύπος από τη “Euro Brokers” ήρθε κοντά μου, για να με καθησυχάσει. Αλλά ήταν αρκετά επίμονος, ήθελε να ηρεμήσω και να συνεχίσω να κατεβαίνω».

«Ήξεραν ότι δεν θα επέστρεφαν»

Ο Τζο είχε ένα μόνο στόχο: να περάσει τις σκάλες, στη συνέχεια να συνεχίσει να κατεβαίνει ξανά και ξανά. Φτάνοντας στον 35ο όροφο, η ομάδα του συνάντησε πυροσβέστες, αστυνομικούς, πρώτες βοήθειες της Νέας Υόρκης και του Λιμεναρχείου. «Είναι μία στιγμή που θα μείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μου. Μόνο το βλέμμα τους. Μας τα έλεγε όλα. Ήξεραν … ήξεραν. Ανέβαιναν τις σκάλες, για να καταπολεμήσουν μια φωτιά που δεν θα μπορούσαν να σβήσουν, να προσπαθήσουν να σώσουν ζωές που δεν θα μπορούσαν να σώσουν, να κάνουν ό,τι είχαν υποσχεθεί να κάνουν: να υπηρετούν, να προστατεύουν ζωές με όλη τους την ενέργεια. Ήξεραν ότι ανέβαιναν, αλλά ότι δεν θα επέστρεφαν. Ήξεραν …». «Δεν ξέρω πώς μπορείς να είσαι τόσο γενναίος. Η θυσία αυτών των ζωών. Τους χρωστάμε τα πάντα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτούς τους ανθρώπους. Δεν θα αφήσω ποτέ κανέναν να τους ξεχάσει. Για αυτό, σας μιλώ σήμερα. Για να έχουν φωνή». Συνολικά 344 πυροσβέστες και διασώστες έχασαν τη ζωή τους.

Φτάνοντας στο λόμπι του ισογείου, ο Τζο ανακάλυψε το θέαμα μέσα από τα τεράστια παράθυρα. Μία πολεμική σκηνή. Συντρίμμια από σκυρόδεμα, στριμμένες ράβδοι χάλυβα, σκελετοί στη σκόνη «και αυτές οι κόκκινες κηλίδες, και ξέρατε τι ήταν αυτές οι κόκκινες κηλίδες».

Δεν τους επετράπη να βγουν στο δρόμο. Πολύ επικίνδυνο. Οδηγήθηκαν στο συγκρότημα του υπογείου. Εκεί, ο Τζο ακολούθησε μία ομάδα που περπατούσε στη βορειοανατολική γωνία του συγκροτήματος. «Ήταν το πιο απομακρυσμένο μέρος των Πύργων. Η κυλιόμενη σκάλα δεν λειτουργούσε πλέον, οπότε ανεβήκαμε με τα πόδια έως το επίπεδο του δρόμου. Και εκεί, ήταν η πρώτη φορά που μπόρεσα να σηκώσω το κεφάλι μου και να δω τη συνολική σκηνή: αυτές τις στήλες μαύρου καπνού, πυρκαγιών που έβγαιναν εκεί ψηλά από τα δύο κτίρια, αυτές τις τεράστιες τρύπες, σκυροδέματος, χάλυβα. Και επίσης εκείνους τους ανθρώπους που έπαιρναν αυτήν τη φρικτή απόφαση: να πηδούν ή να πεθάνουν στη φωτιά. Δεν ξέρω τι θα είχα αποφασίσει: να πεθάνω καμμένος ή να πηδήξω. Όταν βλέπετε αυτούς τους ανθρώπους να πηδούν στο κενό, θέλετε να κοιτάξετε μακριά, να μην δείτε τίποτα, και, όμως, πρέπει, είστε αναγκασμένοι να κοιτάξετε, για να τιμήσετε την απόφασή τους και να τιμήσετε τα τελευταία δευτερόλεπτα της ζωής τους. Είναι ένα φρικτό θέαμα».

Οι διασώστες τους φώναζαν: «Μην σταματάτε, συνεχίστε, τρέξτε!». «Ήμουν με μία γνωστή από τη δουλειά μου, την Ντέιβις, όταν βγήκαμε από το κτίριο. Μου είπε: έλα στο σπίτι μου -ήταν στη γειτονική περιοχή Τριμπέκα- για να δούμε τι θα κάνουμε. Ήμασταν οκτώ τετράγωνα μακριά. Στο δρόμο, υπήρχαν καταστήματα με τις πόρτες τους ορθάνοιχτες, μπορούσαμε να ακούσουμε την επικαιρότητα. Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα ότι επρόκειτο για τρομοκρατική επίθεση σε εξέλιξη! Η αντίδρασή μου ήταν: όχι, όχι εδώ, είναι αδύνατο, δεν μπορεί να συμβαίνει εδώ».

Οι σκέψεις του διακόπτονται από έναν τεράστιο θόρυβο. Ο Νότιος Πύργος, το κτίριο που είχε μόλις αφήσει ο Τζο, λίγα λεπτά νωρίτερα, κατέρρευσε, 55 λεπτά μετά την πρόσκρουση του αεροσκάφους. Ήταν το πρώτο που κατέρρευσε. «Υπάρχει, επίσης, αυτή η γιγαντιαία κραυγή. Όλοι, χιλιάδες άνθρωποι, ούρλιαζαν ταυτόχρονα».

Από τους 54 συμμετασχόντες στη συνεδρίαση στα γραφεία της Νέας Υόρκης της εταιρίας «AON» εκείνο το πρωί, επέζησαν μόνο επτά, εκ των οποίων ο Τζο, ο οποίος χρειάστηκε 50 λεπτά, για να βγει από το κτίριο. Όσον αφορά στη Τζάνις, έχασε 61 συναδέλφους της. Ο Τζο και η Τζάνις δεν γνωρίζονται. Ωστόσο, μπορεί να έχουν διασταυρωθεί στους ορόφους του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου 2, εκεί ψηλά, στην καρδιά της κόλασης.

Πηγή: Le Monde