Η Αράλη, η κάποτε τρίτη μεγαλύτερη λίμνη του κόσμου, μετά την Κασπία και την Σουπίριορ της Αμερικής -τόσο μεγάλη ώστε έμοιαζε με «εσωτερική θάλασσα»- σχεδόν σβήστηκε από τον χάρτη: Μέσα σε 14 χρόνια, μεταξύ 2000 και 2014, η καταστροφή της λίμνης που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960, προκάλεσε τη συρρίκνωση της σε τέτοιο βαθμό ώστε η λίμνη έχασε πάνω από το 90% του αρχικού της μεγέθους. Επιπλέον, το 2004 ο πενταπλασιασμός της αλατότητας της σκότωσε σχεδόν το σύνολο της χλωρίδας και πανίδας που φιλοξενούσε. Το όλο και πιο αλμυρό νερό που είχε απομείνει μολύνθηκε με λιπάσματα και εντομοκτόνα. Η ιστορία της Αράλης θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα οικολογικά εγκλήματα στην ιστορία. Τώρα, η θάλασσα αυτή επανέρχεται στη ζωή -έστω με το 1/10 του αρχικού μεγέθους της- και μαζί της τα ψαροχώρια από την πλευρά του Καζακστάν. Η μοίρα ωστόσο, των γειτόνων τους από την απέναντι ακτή του Ουζμπεκιστάν, παραμένει πολύ διαφορετική.

Ads

Για τον 58χρονο σήμερα, Madi Zhasekenov, τα παιδικά καλοκαίρια στην Αράλη ήταν ειδυλλιακά. Περνούσε τις τρίμηνες θερινές διακοπές στο όμορφο λιμάνι του Aralsk, στο νοτιοδυτικό Καζακστάν, παρέα με τους ψαράδες. «Έπιανα ψάρια και τάιζα τις γάτες» λέει στο BBC, σημειώνοντας ωστόσο, ότι, το καλοκαίρι των 17 του χρόνων, τα πράγματα άλλαξαν: Η στάθμη του νερού άρχισε να πέφτει και η αλατότητα να γίνεται τόσο έντονη ώστε, τα ψάρια του γλυκού νερού ήταν αδύνατο να ζήσουν. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές αναμνήσεις του ήταν ότι, τα ψάρια ξαφνικά έγιναν πολύτιμα -εάν ήθελες ψάρι έπρεπε να το αγοράσεις, δεν μπορούσες απλά να πας να ψαρέψεις.

Τα ίδια συνέβαιναν και στην απέναντι ακτή της Αράλης, στο Moynaq, σημαντικό αλιευτικό κόμβο στο βόρειο Ουζμπεκιστάν που κάποτε απασχολούσε περισσότερους από 30.000 ανθρώπους. «Την τελευταία φορά που είδα σκάφη στη θάλασσα όταν πήγαιναν για κολύμπι ήμουν 5 – 6 χρονών» θυμάται ο 47χρονος Marat Allakuatov, που ζούσε κάποτε στο Moynaq.

Σήμερα, ο βυθός έχει στεγνώσει εντελώς, αφήνοντας στις ρηχές αμμώδεις κοιλότητες με τις καταθέσεις άλατος μόνο τα σκουριασμένα κουφάρια των εγκαταλελειμμένων από χρόνια μηχανότρατων. Η τοπική οικονομία εξανεμίστηκε μαζί με το νερό και τα πλοία βγήκαν στη στεριά.

Ads

«Όταν η θάλασσα χάθηκε, οι άνθρωποι έμειναν χωρίς δουλειά», λέει ο Allakuatov, που τώρα εργάζεται σε ξενοδοχείο στο Nukus, πρωτεύουσα του Καρακαλπακστάν, μια αυτόνομη περιοχή του Ουζμπεκιστάν. «Η προηγούμενη γενιά έχασε κάθε ελπίδα για το μέλλον». Τη δεκαετία του 1990, με την κατάρρευση της αλιείας, οι δύο κοινότητες βρέθηκαν αντιμέτωπες με την ίδια σκοτεινή τύχη, αλλά οι δρόμοι τους χωρίστηκαν, μετά από δύο δεκαετίες. Όταν η θάλασσα επέστρεψε στη Βόρεια Αράλη στο Καζακστάν, επέστρεψε μαζί της και η ζωή. Αλλά στη Νότια Αράλη, που ερημοποιήθηκε, οι κάτοικοι βιώνουν ένα αίσθημα ασφυξίας.

Η καταστροφή της Αράλης ξεκίνησε όταν η Σοβιετική Ένωση έλαβε την απόφαση για εκτροπή των δύο ποταμών που την τροφοδοτούσαν, του Σιρ Ντάρια και του Αμού Ντάρια, για άρδευση των καλλιεργειών βαμβακιού στις στέπες της Κεντρικής Ασίας. Το επίπεδο των υδάτων μειώθηκε και μαζί τα άφθονα ψάρια της Αράλης -όπως οι τσιπούρες και οι κυπρίνοι.

Όμως, η τύχη της Αράλης αναστράφηκε όταν η Παγκόσμια Τράπεζα  ενέκρινε σχέδιο διάσωσης ύψους 87 εκατ. δολαρίων στο Καζακστάν. Αυτό περιελάμβανε την κατασκευή ενός «αναχώματος» 12 χλμ. κατά μήκος του στενού διαύλου που συνδέει τη θάλασσα της βόρειας Αράλης με τη γειτονική της στο νότο, με στόχο τη μείωση της ποσότητας του νερού που διαρρέει στη θάλασσα του Νότιας Αράλης. Οι βελτιώσεις που έγιναν στα υπάρχοντα κανάλια του ποταμού Σιρ Ντάρια, που φτάνουν βόρεια από τα βουνά Tian Shan του Καζακστάν, συνέβαλαν επίσης στην τόνωση της ροής στη βόρεια ακτή της Αράλης.

Το καλοκαίρι του 2005, το φράγμα Kokaral -όπως ονομάστηκε το «ανάχωμα»- ολοκληρώθηκε, οδηγώντας στην άνοδο του επιπέδου των υδάτων κατά 3,3 μέτρα μέσα σε επτά μήνες, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τους υπολογισμούς αυτό θα συνέβαινε σε έναν ορίζοντα δέκα ετών. Το 2006, τα ετήσια αλιεύματα έφτασαν στους 1.360 τόνους. Μέχρι το 2016, η Μονάδα Ελέγχου Αλιευμάτων του Aralsk κατέγραψε 7.106 τόνους ψαριών, συμπεριλαμβανομένου του μπακαλιάρου, που αφήνει και το υψηλότερο κέρδος στους ντόπιους ψαράδες.

Η αναστροφή της καταστροφής

Η αναστροφή σήμανε και αλλαγή πορείας για πολλούς ντόπιους, όπως στην περίπτωση του Aldanbek Kerinov, που ενώ εργαζόταν ως οδηγός ταξί, πριν από επτά χρόνια αποφάσισε μαζί με τα αδέλφια του να στραφεί στην αλιεία. Ο 27χρονος Kerinov είναι πολύ νέος για να έχει μνήμες από την εποχή που τα κύματα έσκαγαν στο λιμάνι του Aralsk. Τώρα, η ακτή απέχει 20 χλμ από την πόλη, που σημαίνει ότι, τους χειμερινούς μήνες με το χιόνι  να σκεπάζει τα πάντα, χρειάζεται δύο ώρες με το αυτοκίνητο για να φτάσει στην Αράλη. «Ονειρευόμαστε ότι, μια μέρα η θάλασσα θα έρθει ξανά στο Aralsk, στις πόρτες των σπιτιών μας», λέει, κάτι που είναι εφικτό, καθώς ο όγκος των υδάτων του ποταμού Σιρ Ντάρια που μέσω του φράγματος περνάει στη νότια Αράλη υπολογίζεται σε 2,7 δισ. κυβικά μέτρα νερού ετησίως.

Στόχος είναι το φράγμα να σηκωθεί ακόμη 4 μέτρα, προκειμένου να αυξηθεί ο όγκος του νερού. Η δεύτερη αυτή φάση του έργου που στηρίζει η Παγκόσμια Τράπεζα δεν έχει ακόμη προχωρήσει.

Αλλά, στο Ουζμπεκιστάν η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Project της Παγκόσμιας Τράπεζας για την αποκατάσταση των λιμνών γύρω από τη Νότια Αράλη, όπως η λίμνη Sudoche, στέφθηκαν με μικρότερη επιτυχία. Σύμφωνα με το BBC, βασικό εμπόδιο φαίνεται να είναι τα θέματα που βάζει στο τραπέζι το Ουζμπεκιστάν, όπως οι ροές του ποταμού Άμου Ντάρια που χρησιμοποιούνται για τις αγροτικές καλλιέργειες, συνεπώς δεν επαρκούν για να γεμίσουν τη λεκάνη της Νότιας Αράλης.

Από το 1930 έως το 1990, τα δύο τρίτα της παραγωγής βάμβακος της Σοβιετικής Ένωσης ήταν από το Ουζμπεκιστάν. Είχε την πέμπτη θέση στη λίστα με τις 90 βαμβακοπαραγωγές χώρες και ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας βαμβακερών ινών στις ΗΠΑ. Σήμερα, το Ουζμπεκιστάν παραμένει ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας βάμβακος στον κόσμο μετά τις ΗΠΑ, την Ινδία, τη Βραζιλία και την Αυστραλία. Το 2015 η ανατολική λεκάνη της Νότιας Αράλης στέγνωσε εντελώς και το νερό δεν επέστρεψε ποτέ.

Καταιγίδες από αλάτι και ιζήματα 

Εντωμεταξύ, το «νέο τοπίο» στο Moynaq προσέλκυσε το ενδιαφέρον των εταιρειών φυσικού αερίου που προσανατολίζονται στην αξιοποίηση των φυσικών πόρων που υπάρχουν κάτω από τον αποξηραμένο πλέον βυθό. Όμως, η νέα αυτή βιομηχανία παρότι συνδέεται όπως είναι αναμενόμενο με νέες θέσεις εργασίας εγκυμονεί κινδύνους. Η εξαφάνιση μίας τόσο μεγάλης λίμνης, εκτός όλων των άλλων, άλλαξε και το μικροκλίμα, επηρεάζοντας τη θερμοκρασία και τις βροχοπτώσεις. Ο αποξηραμένος βυθός που ήρθε στην επιφάνεια έφερε μαζί του μεγάλες ποσότητες άλατος και ιζημάτων, ενώ η παρατεταμένη χρήση λιπασμάτων στις βαμβακοκαλλιέργειες κατά τη διάρκεια δεκαετιών «εμπλούτισε» το έδαφος με επικίνδυνες χημικές ουσίες.

Οι ισχυροί άνεμοι πνίγουν τους κοντινούς οικισμούς σε καταιγίδες «αμμοθύελλας», προκαλώντας στους κατοίκους παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος. Η σκόνη αυτή που προέρχεται από τον πυθμένα της παλιάς Αράλης, γεμάτη άλας και τα ιζήματα, ταξιδεύει σε μία μεγάλη έκταση φτάνοντας μέχρι το βόρειο Τουρκμενιστάν. 

image