Συνέντευξη στη Le Monde, με τον καθηγητή Πανεπιστημίου στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Μπορντό  και ερευνητής στο Κέντρο Emile-Durkheim, Βανσάν Τιμπερί, ο οποίος ειδικεύεται στην εκλογική κοινωνιολογία. Συνεπιμελήθηκε με τον Τριστάν Οτ το συλλογικό έργο «Εξαφάνιση ψήφου;» (εκδόσεις «PUF»). Είναι ο συγγραφέας του «Οι πολίτες που έρχονται. Πώς η ανανέωση των γενεών μεταμορφώνει την πολιτική στη Γαλλία» (εκδ. «PUF», 2017).

Ads

Πάνω από 40% των ατόμων κάτω των 34 ετών δεν ψήφισαν στον πρώτο γύρο, σύμφωνα με δημοσκόπηση των Ipsos και Sopra Steria. Για όσους επέλεξαν να πάνε στις κάλπες, ήταν περισσότερο από το ένα τρίτο, για να υποστηρίξουν τον Ζαν-Λιουκ Μελανσόν. Σας εκπλήσσουν αυτά τα αποτελέσματα;

Υπάρχει κάτι το προβλέψιμο και κάποιες αλλαγές σε αυτά τα αποτελέσματα. Θα μπορούσαμε πράγματι να αναμένουμε μια ισχυρή αποχή μεταξύ των νέων. Γεγονός παραμένει ότι μία μεγάλη πλειοψηφία πήγε να ψηφίσει ακόμη και αν η πολιτική προσφορά δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες τους. Τα θέματα που τους ενδιαφέρουν -οι κοινωνικές ανισότητες, το περιβάλλον και η εκπαίδευση- δεν συζητήθηκαν αρκετά κατά την προεκλογική εκστρατεία.

Η έκπληξη προέρχεται από το γεγονός ότι η ψήφος μεταφέρθηκε συχνότερα στον Ζαν-Λιουκ Μελανσόν και όχι στον οικολόγο υποψήφιο, Γιανίκ Ζαντό. Οι κινητοποιήσεις των τελευταίων ετών υπέρ του κλίματος θα μπορούσαν να του επιτρέψουν να συγκεντρώσει περισσότερους νέους ψηφοφόρους. Η χρήσιμη ψήφος ευνόησε τον Μελανσόν.

Ads

Αλλά αυτή η στρατηγική επιλογή υπέρ αυτού που έχει καλύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις, για να φτάσει στο δεύτερο γύρο, δεν αποτελεί απλά μία αποδοχή: κάποιοι συμφωνούν με το πρόγραμμά του για το περιβάλλον, τον πολιτισμό, την κοινωνία, άλλοι τον επέλεξαν, για να εξαλείψουν την ακροδεξιά. Αλλά αυτές οι φωνές μπορούν να επιστρέψουν πολύ γρήγορα σε άλλες επιλογές στο μέλλον, όπως το 2017.

Πώς εξηγείται η υψηλή αποχή των νέων;

Η μη συμμετοχή στις εκλογές έχει διάφορες αιτίες, απόδειξη ότι δεν υπάρχει μία νεολαία, αλλά πολλές. Συγκεκριμένα, υπάρχει η φοιτητική, αριστερά και αστική νεολαία που ψηφίζει περιστασιακά, αλλά κατά τα λοιπά συμμετέχει στη δημοκρατική ζωή. Αυτή η νεολαία κινητοποιείται διαδικτυακά, στην τοπική ζωή ή για να διαμαρτυρηθεί στο δρόμο. Επενδύει, επίσης, σε ενώσεις. Επομένως, η χαλαρή σχέση με τις εκλογές αντισταθμίζεται από άλλους τρόπους δράσης.

Στη συνέχεια, υπάρχει μια άλλη νεολαία που είναι και απέχει και απουσιάζει από άλλους τρόπους πολιτικής δράσης, και που βρίσκεται σε πιο επισφαλή κατάσταση. Ζει σε απομακρυσμένες γειτονιές ή περιοχές, δεν σπουδάζει ή εργάζεται, αλλά απασχολείται σε χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας και χαμηλής ειδίκευσης. Βρίσκεται σε μία εκκωφαντική σιωπή. Βιώνει μία μορφή γενικής αποσύνδεσης, διότι αγωνίζεται, επίσης, να εισέλθει στην αγορά εργασίας.

Αυτή η νεολαία είναι εν μέρει παρόμοια με αυτήν που ψηφίζει την Μαρίν Λε Πεν και ενίοτε τον Ερίκ Ζεμούρ. Νιώθει μία κοινωνική και πολιτιστική δυσαρέσκεια που δεν βρίσκει ανταπόκριση στο συμβατικό πολιτικό πεδίο. Στους νέους υπάρχει, επίσης, μια αγωνία ως προς τα κοινωνικά ζητήματα, αλλά αυτό το τμήμα του πληθυσμού εντοπίζεται περισσότερο στον Ζαν-Λιουκ Μελανσόν.

Στο δεύτερο γύρο, για ποιον υποψήφιο θα αντιπροσώπευε η νεολαία μία πραγματική δεξαμενή ψήφων;

Όσο πιο πρόσφατα γεννιέται μια γενιά, τόσο πιο ανεκτική είναι. Η μετανάστευση και η πολυπολιτισμικότητα δεν θα είναι παράγοντες άγχους. Αυτό μας διδάσκουν διάφοροι δείκτες, όπως πχ. το βαρόμετρο ρατσισμού της Εθνικής Συμβουλευτικής Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.

Αυτές οι αριστερές αξίες θα πρέπει, επομένως, να περιορίσουν την ψήφο των νέων υπέρ της Μαρίν Λε Πεν. Αλλά η απόρριψη των θέσεων της «Εθνικής Συσπείρωσης» δεν προκαλεί αυτόματη μεταφορά στον Εμανουέλ Μακρόν. Η νεολαία δεν θα είναι απαραίτητα διατεθειμένη να στηρίξει τον απερχόμενο πρόεδρο, εάν δεν αποδείξει ότι είναι αποφασισμένος να πολεμήσει την ακροδεξιά.

Ο πειρασμός της αποχής υπάρχει, ειδικά εάν σκεφτούμε το ιστορικό της κυβέρνησης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή η νεολαία καλείται να ψηφίσει τον Μακρόν, ενώ έχει βιώσει την εθνική πλατφόρμα προεγγραφής στο Α’ έτος των σπουδών, το «Parcoursup», τις κατηγορίες του Υπουργού Εθνικής Παιδείας, Ζαν-Μισέλ Μπλανκέ, ενάντια στο φαινόμενο του γουοκισμού («ξύπνησε») -που μαστίζει, ως φαίνεται, το πανεπιστήμιο-, τη μείωση της ατομικής στεγαστικής βοήθειας, τη μη συνεκτίμηση της νεολαίας στην κορύφωση του κορωναϊού, την καταδίκη της Πολιτείας για οικολογική αδράνεια.

Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Εμανουέλ Μακρόν μπορεί να δυσκολευτεί να πάρει την ψήφο των νέων. Το 2017, ήταν ευκολότερο να τον υποστηρίξει εναντίον της Λε Πεν, διότι ήταν ακόμα καινούριος, σε μεγάλο βαθμό μια «λευκή σελίδα». Είχε το τεκμήριο της αθωότητας. Σήμερα, είναι πολύ πιο ταυτισμένος πολιτικά, όπερ σημαίνει, επίσης, ότι προκαλεί περισσότερη απόρριψη.

Οι νεότερες γενιές παραμένουν ευαίσθητες στα καλέσματα για αποκλεισμό της ακροδεξιάς;

Αυτή η εντολή αμβλύνεται σταδιακά. Ήδη το 2017, υπήρξε στο δεύτερο γύρο ρεκόρ λευκών και άκυρων ψήφων. Αυτό πιθανότατα θα συνεχίσει να ισχύει το 2022.

Το κάλεσμα για αποκλεισμό της ακροδεξιάς έρχεται από ψηλά και αυτό μπορεί να είναι αντιπαραγωγικό για ένα τμήμα της νεολαίας. Οι θεσμοί της Πέμπτης Δημοκρατίας διοργανώνουν μία αντιπαράθεση μεταξύ των δύο μπλοκ. Ωστόσο, μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα σήμερα ότι υπάρχουν τρία αντίπαλα στρατόπεδα, τα οποία ενσαρκώνουν ο Μακρόν, η Λε Πεν και ο Μελανσόν.

Για τη νεολαία της Αριστεράς, είναι πιο δύσκολο να ενταχθεί στο συνασπισμό υπό την ηγεσία του απερχόμενου προέδρου, διότι θεωρείται ότι προέρχεται από άλλο στρατόπεδο, χωρίς να υπάρχει συνέχεια μεταξύ των ιδεών του και αυτών της νεολαίας που υποστήριξε τον Μελανσόν. Έχει τεθεί ένα ιδεολογικό όριο που καθιστά περιπλοκότερη τη μεταφορά των ψήφων στο δεύτερο γύρο.