Όταν ο Ρομπ Γουέινραϊτ ανέλαβε το 2009 επικεφαλής της Europol αντιμετώπισε ένα μεγάλο πρόβλημα, τις λεγόμενες «μαύρες τρύπες», όπως αποκαλούνται τα μαζικά κενά ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών σε θέματα που εκτείνονται από την τρομοκρατία έως το ξέπλυμα χρήματος.

Ads

Ως απερχόμενος σήμερα και στον απολογισμό της θητείας του στην έδρα της Ευρωπαϊκής Αστυνομίας στη Χάγη, δηλώνει ότι είδε μεγάλη βελτίωση στην ασφάλεια της ΕΕ αλλά όχι και στην αντιμετώπιση του οικονομικού εγκλήματος.

Η πρόοδος στην καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος στην Ε.Ε. είναι πολύ μικρή γιατί τα κράτη-μέλη δεν δείχνουν την ίδια προθυμία στην ανταλλαγή τέτοιων πληροφοριών σε σχέση με εκείνη που δείχνουν για την εσωτερική ασφάλεια και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, επεσήμανε, όπως αναφέρει και το Politico.

Καθώς η Ευρώπη επλήγη από μια σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων – από το Παρίσι έως τις Βρυξέλλες και από τη Νίκαια έως το Βερολίνο – ο όγκος των πληροφοριών σε σχέση με την τρομοκρατία που διοχετεύουν οι αρμόδιες εθνικές Αρχές στις βάσεις δεδομένων αυξήθηκε. Ωστόσο, η ίδια πρόοδος δεν έχει σημειωθεί στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Ads

«Για μένα, η σημαντικότερη πηγή απογοήτευσης είναι το οικονομικό έγκλημα, το καθεστώς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες», τόνισε ο Γουέινραϊτ. Πρόσθεσε ότι υπάρχουν χιλιάδες κανονισμοί, οι τράπεζες δαπανούν 20 δισ. δολάρια τον χρόνο για το καθεστώς συμμόρφωσης, ενώ στην Ευρώπη κατάσχουμε μόλις το 1% των παράνομων περιουσιακών στοιχείων κάθε χρόνο.

image

Σύμφωνα με τον εν λόγω αξιωματούχο, η Ευρώπη χάνει τη μάχη κατά του βρόμικου χρήματος διότι χρησιμοποίησε εθνικές λύσεις για να αντιμετωπίσει ένα διεθνές πρόβλημα. Αυτό καθιστά το σύστημα μη ευέλικτο με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η ελεύθερη διασυνοριακή ανταλλαγή πληροφοριών, είπε, ενώ αποκάλυψε ότι με βάση στοιχεία της Europol, το χρήμα που εμπλέκεται σε ύποπτες οικονομικές δραστηριότητες κυμαίνεται μεταξύ 0,7% και 1,2% του ετήσιου ΑΕΠ της Ε.Ε.

«Οι επαγγελματίες στο ξέπλυμα χρήματος – και έχουμε εντοπίσει 400 στην κορυφή, το ανώτατο επίπεδο στην Ευρώπη – ξεπλένουν δισεκατομμύρια παράνομων και εγκληματικών κερδών μέσω του τραπεζικού συστήματος με 99% ποσοστό επιτυχίας», δήλωσε.

Τα στοιχεία από το 2011 και το 2012, τα τελευταία πλήρη στοιχεία, δείχνουν ότι το συνολικό χρηματικό ποσό που εμπλέκεται σε ύποπτες χρηματοπιστωτικές ροές εγκληματικών πράξεων (γνωστές στο εμπόριο ασφάλειας ως ΠΕ) στην ΕΕ υπερέβησαν τα 29 δισεκατομμύρια ευρώ, μια εκτίμηση που μάλλον απέχει και από την πραγματικότητα, η οποία είναι ακόμη πιο τραγική.

Μάλιστα τρεισήμισι έως τεσσεράμισι δισ. ευρώ «μαύρου» χρήματος από εγκληματικές δραστηριότητες στην Ευρώπη «ξεπλένονται» μέσω κρυπτονομισμάτων,

Όπως πρόσφατα είχε δηλώσει στο BBC o διευθυντής της υπηρεσίας της Europol, «τα κρυπτονoμίσματα αποτελούν το ιδανικό πλυντήριο χρήματος για το οργανωμένο έγκλημα στην Ευρώπη, η τάση αυτή «αυξάνεται αρκετά γρήγορα» και οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει επειγόντως να συνεργαστούν για την αντιμετώπιση του προβλήματος».

«Δεν είναι τράπεζες και δεν ελέγχονται από μια κεντρική αρχή, οπότε η αστυνομία δεν μπορεί να παρακολουθεί αυτές τις συναλλαγές. Και αν ταυτοποιήσουν την εγκληματική δραστηριότητα πίσω από τις συναλλαγές, δεν έχουν τρόπο να “παγώσουν” τους λογαριασμούς, όπως σε ένα κανονικό τραπεζικό σύστημα» εξηγεί ο Γουεϊνράιτ.

Το πρόβλημα όμως δεν περιορίζεται εκεί. Κάθε ευρωπαϊκή χώρα διαθέτει τη δική της Υπηρεσία Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (FIU) – μια ανεξάρτητη υπηρεσία η κύρια αποστολή της οποίας είναι η ταξινόμηση μέσω αναφορών ύποπτων συναλλαγών εκ μέρους των εισαγγελέων, προκειμένου να ανακαλύψουν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Αλλά οι εθνικές αυτές υπηρεσίες δεν συντονίζονται σε τακτική βάση. Δεν υπάρχει πανευρωπαϊκό όργανο συντονισμού και καμία κοινή βάση δεδομένων για την αποθήκευση πληροφοριών.

Προβλήματα Brexit

Το μέλλον της Europol μετά την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ θα είναι ακόμη πιο περίπλοκο για τον Γουέινραϊτ, καθώς όπως τόνισε το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί βασικό κομμάτι της επιτυχίας της Europol και θα πρέπει να παραμείνει έτσι όταν ολοκληρωθεί η συμφωνία.

Ένα πρόβλημα για παράδειγμα είναι το επίπεδο πρόσβασης των Βρετανών στην Europol μετά την έξοδο από την Ένωση. Οι Βρετανοί θα ήθελαν να διατηρήσουν πλήρη πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων του οργανισμού, οι οποίες περιέχουν πληροφορίες που κυμαίνονται από καταχωρήσεις οχημάτων και πυροβόλων όπλων μέχρι ονόματα οργανωμένων εγκληματιών, ξένων μαχητών και υπόπτων τρομοκρατών.

Ωστόσο, ο Γουέινραϊτ δήλωσε ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει και άλλες μη κοινοτικές χώρες όπως οι Η.Π.Α. και η Ρωσία να απαιτούν την ίδια πρόσβαση, κάτι που θα δημιουργούσε προβλήματα όπως η «επιχειρησιακή ασφάλεια και ασφάλεια δεδομένων» αλλά και η «προστασία των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής».

Οι φόβοι για τον κυβερνοχώρο

Ένα ακόμη κενό που πρέπει να καλυφθεί, σύμφωνα με τον Γουέινραϊτ, ο οποίος μετακινείται στην ομάδα του Deloitte που ασχολείται με την προστασία των δεδομένων και των πληροφοριών στον κυβερνοχώρο, είναι η απάντηση της ΕΕ στις κυβερνοεπιθέσεις. Όπως συμβαίνει με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, πρόκειται για ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζεται σε εθνικό επίπεδο και όχι σε διεθνές επίπεδο.

image

«Υπάρχει ένα κενό και η πρόκληση για όλους εμάς στην ευρωπαϊκή κοινότητα είναι να προσπαθήσουμε να μετριάσουμε τις συνέπειες αυτού του χάσματος», είπε. «Πώς δηλαδή μπορούμε ως κοινότητα να διασφαλίσουμε ότι έχουμε τη σωστή συλλογική απάντηση σε αυτήν την απειλή, ενώ παράλληλα τηρούμε τη γραμμή της Συνθήκης που θέλει οι κυβερνοεπιθέσεις να αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών;».

Πρόοδος σύμφωνα με αυτόν σημειώθηκε στα θέματα που σχετίζονται με την τρομοκρατία, όπου οι χώρες αποφάσισαν να μοιραστούν περισσότερα. «Κατά τις επιθέσεις στις Βρυξέλλες [Μάρτιος 2016] … είχαμε 6.000 καταχωρήσεις στο σύστημα πληροφοριών της Europol σχετικά με την τρομοκρατία. Σήμερα, δύο χρόνια αργότερα, είναι μισό εκατομμύριο είπε χαρακτηριστικά.

Το 2016 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε νέες εξουσίες για την υπηρεσία επιβολής του νόμου, πιέζοντας τις χώρες να παράσχουν περισσότερες πληροφορίες και διευκολύνοντας την Europol να δημιουργήσει εξειδικευμένες μονάδες για την τρομοκρατία. Ο Γουέινραϊτ ωστόσο παραδέχτηκε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν «τμήματα της μαύρης τρύπας που δεν γεμίζουν», αλλά «είναι εντελώς διαφορετικό από πριν δύο ή τρία χρόνια».