Μπορεί ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι, σε έκακτο διάγγελμά του, να υποστήριξε πως τον ενημέρωσαν ότι η Ρωσία σχεδιάζει να εισβάλει στην Ουκρανία την Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου, ωστόσο τα μηνύματα από Μόσχα και Βερολίνο δείχνουν πως αναζητείται ένας συμβιβασμός που θα αποτρέψει την ένοπλη σύγκρουση. 

Ads

Μετά την κλιμάκωση της έντασης που καταγράφηκε τα τελευταία 24ωρα και τα σενάρια πολέμου, που διακινήθηκαν κυρίως από την πλευρά της Ουκρανίας και των ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Ρωσία φαίνεται να κάνουν βήματα προσέγγισης για την εξέρευση μιας διπλωματικής διεξόδου, όπως δείχνουν οι δηλώσεις του Γερμανού καγκελάριου Όλαφ Σολτς, αλλά και του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ. 

Η ενεργειακή εξάρτηση

Εξάλλου οι δύο πλευρές έχουν και μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση και όπως υπογράμμισε αξιωματούχος της ΕΕ, που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του, ενόψει της συνάντησης του Καγκελάριου της Γερμανίας Όλαφ Σολτς με τον Βλαντιμίρ Πούτιν: «Όσο πιο σκληρές είναι ενδεχόμενες κυρώσεις της ΕΕ στη Ρωσία, σε περίπτωση στρατιωτικής εισβολής της στην Ουκρανία, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το πλήγμα για το μπλοκ, εάν ανταπαντήσει η Μόσχα». 

Ads

Είναι αλήθεια ότι κάποιοι στην ΕΕ ήθελαν να επιβάλουν αυστηρές κυρώσεις για να αποθαρρύνουν τη Ρωσία από την όποια επίθεση, αλλά άλλοι είπαν ότι αυτό θα ισοδυναμεί με κλιμάκωση της έντασης και ότι το μπλοκ θα πρέπει να αντιδράσει μόνο αργότερα εάν χρειαστεί, δήλωσε ο εν λόγω αξιωματούχος.

Ο αξιωματούχος δήλωσε ότι το 40% του αερίου της ΕΕ προέρχεται από τη Ρωσία και ότι το μπλοκ είναι σε συνομιλίες με τη Νορβηγία και το Κατάρ, μεταξύ άλλων, για αυξημένες ενεργειακές προμήθειες εάν χρειαστεί. Ο αξιωματούχος ανέφερε επίσης ότι η ΕΕ εξετάζει πόσο γρήγορα η Ρωσία μπορεί να αλλάξει τις ενεργειακές της προμήθειες προς την Κίνα, εάν μειώσει τις πωλήσεις της προς την Ευρώπη.

Την ίδια στιγμή, όπως ανέφερε, οι αμερικανικές συνομιλίες με τη Ρωσία δεν «αποδίδουν πολύ», αλλά πρόσθεσε ότι ο διάλογος με τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν είναι ακόμα ανοικτός μέσω των ηγετών της Γερμανίας και της Γαλλίας. Σχετικά με την Ουκρανία, η πηγή δήλωσε ότι η ΕΕ αναμένεται να αποφασίσει για περαιτέρω μακροοικονομική στήριξη για την Ουκρανία και ότι το Κίεβο επιδιώκει περισσότερη πολιτική στήριξη.

Η παρουσία Γερμανού Καγκελάριου Όλαφ Σολτς στο Κίεβο και επικείμενη επίσκεψή του στη Μόσχα, καταδεικνύουν τις προσπάθειες που γίνονται για την αναζήτηση μιας διπλωματικής διεξόδου, ιδιαίτερα από χώρες όπως η Γερμανία που έχουν μεγάλη εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Το ερώτημα είναι εάν μπορεί να βρεθεί το σημείο ισορροπίας που να επιτρέψει σε όλες τις πλευρές μια αποκλιμάκωση της έντασης. 

Η Μόσχα βλέπει μια «πιθανότητα» διπλωματικής λύσης

Η Ρωσία, από την πλευρά της, δήλωσε τη Δευτέρα πως υφίσταται μια «πιθανότητα» να επιλυθεί δια της διπλωματικής οδού η ουκρανική κρίση, τη στιγμή που στη Δύση εκφράζονται όλο και μεγαλύτεροι φόβοι ότι οι εντάσεις θα μπορούσαν να μετατραπούν σε μια ένοπλη σύγκρουση.

«Οφείλω να πω ότι υπάρχει πάντα μια πιθανότητα» να «επιλυθούν τα προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν», δήλωσε ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας Σεργκέι Λαβρόφ στη διάρκεια συνομιλίας του με τον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, η οποία αναμεταδόθηκε από την τηλεόραση, ενώ πρόσθεσε πως οι ευκαιρίες για διάλογο «δεν έχουν εξαντληθεί». 

Ο Λαβρόφ είπε ακόμη στον Πούτιν πως οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν διατυπώσει συγκεκριμένες προτάσεις για τη μείωση των στρατιωτικών κινδύνων, αλλά πρόσθεσε πως οι απαντήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ δεν ήταν ικανοποιητικές.

Γερμανικό άνοιγμα για συμβιβασμό 

Σχολιάζοντας τις εξελίξεις, ο καγκελάριος της Γερμανίας Όλαφ Σολτς, σε συνέντευξη Τύπου μετά τη συνάντησή του με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ανεφερε ότι αναμένει σαφή βήματα από τη Ρωσία για την αποκλιμάκωση της σύγκρουσης με την Ουκρανία, προσθέτοντας ότι το Βερολίνο και οι δυτικοί σύμμαχοί του είναι έτοιμοι για σοβαρό διάλογο με τη Ρωσία για «θέματα ασφαλείας» στην Ευρώπη. 

Η αναφορά στα «θέματα ασφαλείας» δεν ήταν τυχαία, κάτι που εξηγεί και γιατί την υπογράμμισαν και τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης, όπως το πρακτορείο Tass. Υπενθυμίζουμε ότι η Ρωσία έχει αποστείλει το προηγούμενο διάστημα επιστολές και στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ επιδιώκοντας ένα συνολικό διάλογο πάνω στα θέματα συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων και ζητημάτων όπως η επέκταση του ΝΑΤΟ. Μέχρι τώρα η Μόσχα έχει θεωρήσει μη ικανοποιητικές τις απαντήσεις που έχει λάβει από τις ΗΠΑ, ωστόσο ο διάλογος δεν έχει σταματήσει.

Η τοποθέτηση του Σολτς είναι σαφές ότι στέλνει ένα μήνυμα προς τη Μόσχα ότι μπορεί να υπάρξει συζήτηση πάνω σε αυτά τα θέματα και μάλιστα σε μια μέρα όπου ο Ρώσος ΥΠΕΞ υπογράμμισε ότι υπάρχει δυνατότητα διπλωματικής διεξόδου στην ουκρανική κρίση.

Επιπλέον ο Σολτς, σε μια προσπάθεια αποκλιμάκωσης, υπογράμμισε πως «η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ δεν είναι θέμα που βρίσκεται πρακτικά στην ημερήσια διάταξη». Πρόσθεσε ακόμη πως είναι περίεργο που η Μόσχα παρουσιάζει το θέμα αυτό ως «σοβαρό πρόβλημα εξωτερικής πολιτικής». «Ωστόσο, πρόκειται για μια πρόκληση που αντιμετωπίζουμε. Όταν κάτι που είναι απολύτως εκτός συζήτησης γίνεται πρόβλημα», είπε. Τόνισε ότι η ελευθερία επιλογής συμμαχιών, «οι θεμελιώδεις αρχές του Ελσίνκι» δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης. Παρ’ όλα αυτά, ζήτησε «να αναμετρηθούμε με την πραγματικότητα».

Μηνύματα και από Τζόνσον – Μπάιντεν

Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Μπόρις Τζόνσον και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν είχαν τη Δευτέρα τηλεφωνική επικοινωνία και σύμφωνα με τις πληροφοριές συμφώνησαν πως υπάρχει ακόμη ένα κρίσιμο περιθώριο για τη διπλωματία και «μια πιθανότητα να υποχωρήσει η Ρωσία και να αποφευχθεί μια καταστροφή στην Ουκρανία».

Οι δύο ηγέτες ενημέρωσαν ο ένας τον άλλον για τις πρόσφατες επαφές που είχαν με τους ομολόγους τους άλλων χωρών. Επανέλαβαν επίσης ότι μια εισβολή στην Ουκρανία «θα προκαλούσε μια παρατεταμένη κρίση για τη Ρωσία, με σημαντικές ζημίες τόσο για τη Ρωσία όσο και για τον κόσμο». Μπάιντεν και Τζόνσον υπογράμμισαν ότι είναι αναγκαίο η Δύση να παραμείνει ενωμένη «απέναντι στις ρωσικές απειλές», κυρίως μέσω της επιβολής σημαντικών κυρώσεων «στην περίπτωση κλιμάκωσης της ρωσικής επιθετικότητας».

Είναι εξάλλου αναγκαίο για τις ευρωπαϊκές χώρες, ανέφεραν, «να περιορίσουν την εξάρτησή τους από το ρωσικό φυσικό αέριο, ένα μέτρο που, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, θα έπληττε στην καρδιά τα στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας».