Τι συμβαίνει όταν μια μουσουλμάνα λέει όχι στο υποχρεωτικό χιτζάμπ, την παραδοσιακή μαντίλα – σύμβολο πίστης αλλά και καταπίεσης; Και αν αυτή η γυναίκα δεν είναι ούτε κοσμική ακτιβίστρια ούτε δυτική δημοσιογράφος, αλλά μια θεολόγος, ποιήτρια και πρώην μέλος του Ιρανικού Ισλαμικού Κοινοβουλίου;
Το άρθρο αυτό παρουσιάζει ένα βιβλίο στα περσικά από τη Sedigheh Vasmaghi — θεολόγο, ποιήτρια και πρώην βουλευτή- η οποία έβγαλε δημόσια το χιτζάμπ της σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Τα απομνημονεύματά της στο βιβλίο με τον τίτλο «Γιατί επαναστάτησα ενάντια στο χιτζάμπ», είναι ένα προσωπικό και πολιτικό κείμενο που μιλά μέσα από την ισλαμική παράδοση — ενάντια στη χρήση της θρησκείας ως εργαλείο αυταρχισμού.
Αλλά δεν πρόκειται απλώς για μια βιβλιοκριτική. Είναι μια πρόσκληση να αναγνωρίσουμε ότι στο Ιράν και σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή υπάρχει ένας ζωντανός, εσωτερικός αγώνας για την αλήθεια, την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Αυτοί οι αγώνες συχνά καταστέλλονται από το κράτος ή παραμορφώνονται από εξωτερικές αφηγήσεις. Δεν προέρχονται από τη Δύση, ούτε είναι σημάδια πολιτισμικής προδοσίας.Είναι έργο ανθρώπων, κυρίως γυναικών, που παλεύουν με κριτικό τρόπο με την ίδια τους την ιστορία, τις πεποιθήσεις και τις κοινότητές τους.
Η Sedigheh Vasmaghi δεν είναι μόνη. Στην Αίγυπτο, η Nawal El Saadawi αμφισβήτησε την πατριαρχία και την κρατική καταπίεση για δεκαετίες μέσα από τη γραφή της. Στον Λίβανο, η Joumana Haddad χρησιμοποίησε την ποίηση και τις εκδόσεις βιβλίων για να θέσει ερωτήματα για το φύλο, τη θρησκεία και τον εθνικισμό. Στις κουρδικές περιοχές του Ιράκ, της Συρίας και της Τουρκίας, γυναίκες όπως η Sakine Cansız συνέβαλαν στη δημιουργία επαναστατικών κινημάτων βασισμένων στην ισότητα των φύλων.
Αυτές οι γυναίκες — και πολλές άλλες — είναι μέρος μιας ιστορικής διαδικασίας: μιας πνευματικής και πολιτισμικής εξέλιξης που, σε κάποιο βαθμό, μπορεί να συγκριθεί με την ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Αλλά αυτή η αναγέννηση δεν συμβαίνει σε καιρούς ειρήνης. Εκτυλίσσεται κάτω από επιτήρηση, πίσω από τοίχους φυλακών, βασανιστήρια και διαρκείς απειλές. Διαμορφώνεται από την εσωτερική κρατική καταστολή, τον αυταρχισμό της περιοχής και τις γεωπολιτικές συγκρούσεις που αντιμετωπίζουν τις ανθρώπινες ζωές ως διαπραγματευτικά χαρτιά.
Το βιβλίο της Vasmaghi είναι τεκμήριο αυτής της εξέλιξης. Δεν είναι κάλεσμα για δυτική παρέμβαση. Είναι απαίτηση να ακούσουμε, ειδικά στην Ευρώπη, χωρίς να προβάλουμε τις δικές μας πολιτισμικές φαντασιώσεις ή διλήμματα Ψυχρού Πολέμου. Οι συζητήσεις μέσα στο Ιράν δεν είναι Ανατολή εναντίον Δύσης. Είναι αγώνες για αξιοπρέπεια, ελευθερία και ηθική ζωή. Έρχονται από τα σπλάχνα της κοινωνίας και αξίζουν να διαβαστούν με σοβαρότητα και σεβασμό.
Τι θα γινόταν αν αντιμετωπίζαμε φωνές όπως της Vasmaghi όχι σαν εξαιρέσεις, αλλά σαν αρχή μιας νέας παράδοσης;
Μια φωνή από το εσωτερικό του συστήματος
Η Sedigheh Vasmaghi δεν είναι ξένη προς τη θρησκεία ή την ιρανική κοινωνία. Σπούδασε ισλαμική θεολογία, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης και υπηρέτησε ως μέλος του Ιρανικού Κοινοβουλίου κατά την περίοδο των μεταρρυθμιστών. Το βιβλίο της «Γιατί επαναστάτησα ενάντια στο χιτζάμπ» δείχνει πως ο αγώνας της ενάντια στο υποχρεωτικό χιτζάμπ δεν προέρχεται από απόρριψη του Ισλάμ, αλλά από βαθιά πίστη στη δικαιοσύνη, την ελευθερία και τη λογική σκέψη μέσα στη θρησκεία.
Στο πρώτο κεφάλαιο, με τίτλο «Ο δρόμος που με οδήγησε να αφαιρέσω το μαντίλι μου», η Vasmaghi περιγράφει τα παιδικά της χρόνια σε μια θρησκευόμενη οικογένεια. Ο πατέρας της, παραδοσιακός αλλά με ανοιχτό μυαλό, της έμαθε να σκέφτεται ανεξάρτητα και να μην αποδέχεται ποτέ τον εξευτελισμό. Μεγάλωσε με αγάπη για τα βιβλία και τις ερωτήσεις. Ακόμα και ως μικρό κορίτσι, αναρωτιόταν γιατί οι γυναίκες πρέπει να καλύπτουν τα μαλλιά τους, εφόσον το Κοράνι δεν το ορίζει ξεκάθαρα.
Η αρχική της απόφαση να μελετήσει το ισλαμικό δίκαιο δεν είχε σκοπό να γίνει ιμάμης, αλλά να βρει απαντήσεις. Γράφει ότι δεν της αρκούσαν οι απλοί κανόνες. Ήθελε να κατανοήσει το νόημα πίσω από αυτούς. Με τον καιρό, αυτή η αναζήτηση την οδήγησε σε ένα επώδυνο αλλά καθαρό συμπέρασμα: η εντολή για το χιτζάμπ δεν είναι θεϊκή διαταγή, αλλά ανθρώπινη ερμηνεία, επηρεασμένη από την πολιτική και την πατριαρχία.
Η Vasmaghi μιλά ειλικρινά για τις εσωτερικές της αντιφάσεις. Για πολλά χρόνια φορούσε το μαντίλι—ακόμα και ενώ αμφέβαλλε για την αναγκαιότητά του. Ελπίζε ότι η αλλαγή θα έρθει χωρίς να ρισκάρει προσωπικά. Τελικά, όμως, κατάλαβε ότι η σιωπή ισοδυναμεί με συνενοχή στην αδικία. Και έτσι, πήρε θέση.
Jina Mahsa Amini και το σημείο καμπής
Η δολοφονία της Jina Mahsa Amini τον Σεπτέμβριο του 2022 άλλαξε τα πάντα για τη Sedigheh Vasmaghi όπως και για εκατομμύρια ανθρώπους στο Ιράν. Η Mahsa, μια 22χρονη Κούρδισσα, συνελήφθη στην Τεχεράνη από την «αστυνομία ηθών» επειδή υποτίθεται πως φορούσε το χιτζάμπ «ακατάλληλα». Λίγες ώρες μετά τη σύλληψή της, βρέθηκε νεκρή. Ο θάνατός της πυροδότησε τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις που είχε δει το Ιράν εδώ και δεκαετίες. Και το γεγονός αυτό για τη Vasmaghi, έσπασε το τελευταίο φράγμα του φόβου.
Στο κεφάλαιο «Ο Θάνατος της Mahsa Amini: Το Τέλος του χιτζάμπ στη Ισλαμική Δημοκρατία», περιγράφει πώς αυτή η τραγωδία της έδωσε την τελική ώθηση για να δράσει. Αφαίρεσε δημόσια το δικό της χιτζάμπ και άρχισε να μιλάει, όχι μόνο ως επιστήμονας αλλά ως αυτόπτης μάρτυρας. Συμμετείχε σε τελετές πένθους, στάθηκε δίπλα στις οικογένειες των θυμάτων όπως της Armita Geravand, και χρησιμοποίησε τη φωνή της για να καταδικάσει τη βία που ασκείται στο όνομα της θρησκείας.
Η αφαίρεση του χιτζάμπ της δεν ήταν απλώς μια συμβολική πράξη—ήταν μια πολιτική δήλωση. Στο κεφάλαιο «Ο δρόμος χωρίς επιστροφή», γράφει: «Δεν μπορείς να ντύσεις μια θρησκευτική εντολή με τα ρούχα του νόμου». Για εκείνη, ο εξαναγκασμός στο χιτζάμπ δεν είναι νόμος, αλλά θρησκευτικός αυταρχισμός που προσποιείται ότι είναι νόμος.
Πριν από τη σύλληψή της, η Sedigheh Vasmaghi είχε ήδη αντιμετωπίσει μια άλλη μορφή σύγκρουσης, μια σύγκρουση που έρχεται από τον βαθύ φόβο της Ισλαμικής Δημοκρατίας απέναντι στις μορφωμένες, ανεξάρτητες γυναίκες και λαμβάνει χώρα στην πανεπιστημιακή αίθουσα.
Σε ένα έντονο επεισόδιο που περιγράφει στο μέσο του βιβλίου, η Vasmaghi αφηγείται πώς ένας ανώτερος κληρικός—χωρίς ακαδημαϊκά προσόντα αλλά με θεσμική εξουσία—μπήκε ξαφνικά στην τάξη όπου δίδασκε και προσπάθησε να καταλάβει τη θέση της. Χωρίς προειδοποίηση ή συζήτηση, κάθισε στην καρέκλα της και είπε στους φοιτητές ότι «παραιτήθηκε» από τη διδασκαλία. Ήταν ψέμα.
Δεν επρόκειτο μόνο για ένα μάθημα. Ήταν ζήτημα ελέγχου. Ο κληρικός πίστευε ότι, ως άνδρας, ως μούλας και ως πιστός στο καθεστώς, είχε περισσότερο από εκείνη το δικαίωμα να διδάξει, παρόλο που η Vasmaghi είχε διδακτορικό στο ισλαμικό δίκαιο και πολυετή εμπειρία. Ήταν μια καθαρή προσπάθεια φίμωσης, διαγραφής της αυθεντίας της, και επιβολής της κυριαρχίας των ανδρών θρησκευτικών αξιωματούχων πάνω στις γυναίκες διανοούμενες.
Αλλά η Vasmaghi δεν το αποδέχτηκε.
Αντιμετώπισε δημόσια τον κληρικό, ενημέρωσε τους φοιτητές της, υπέβαλε επίσημη καταγγελία στο πανεπιστήμιο και αρνήθηκε να απομακρυνθεί. Γράφει ότι κάποιες συναδέλφισσές της φοβήθηκαν να τη στηρίξουν. Όμως εκείνη αντέδρασε μόνη της, γιατί, όπως λέει: «Δεν ήταν μόνο για μένα. Ήταν για το δικαίωμα των γυναικών να υπάρχουν και να μιλούν στους χώρους της εκπαίδευσης και της μόρφωσης».
Οι ανοιχτές επιστολές της προς τον Ανώτατο Ηγέτη του Ιράν και οι ομιλίες της σε τελετές μνήμης την έκαναν στόχο. Συνελήφθη, ανακρίθηκε και φυλακίστηκε στη φυλακή Εβίν. Αλλά ακόμα και στη φυλακή, δεν σταμάτησε. Συνέχισε να γράφει, να επιχειρηματολογεί και να αντιστέκεται.
Αυτό το μέρος του βιβλίου δείχνει τη δύναμη των γυναικών που μετατρέπουν τη θλίψη σε αντίσταση. Η εξέγερση της Vasmaghi δεν είναι ενάντια στην πίστη, είναι ενάντια στον φόβο.
Η φυλακή και το τίμημα της αντίστασης
Στο κεφάλαιο «Στη φυλακή της τυραννίας», η Sedigheh Vasmaghi περιγράφει με λεπτομέρειες τη σύλληψη, την ανάκριση και τους μήνες φυλάκισης στη διαβόητη φυλακή Εβίν της Τεχεράνης. Δεν γράφει για να παραπονεθεί, αλλά για να καταγράψει τι συμβαίνει στις γυναίκες που λένε την αλήθεια στο Ιράν.
Το «έγκλημά» της; Έγραψε για το χιτζάμπ.
Παραβρέθηκε σε μια τελετή μνήμης. Είπε ανοιχτά ότι η θρησκεία δενπρέπει να χρησιμοποιείται για να τιμωρεί. Γι’ αυτό την πήραν από το σπίτι της, της στέρησαν τα νομικά της δικαιώματα και την τοποθέτησαν μαζί με άλλες πολιτικές κρατούμενες. Στη φυλακή γνώρισε γυναίκες από κάθε κοινωνική τάξη: φοιτήτριες, εργάτριες, ακτιβίστριες, μητέρες,όλες φυλακισμένες επειδή τόλμησαν να εκφράσουν άποψη, να διαμαρτυρηθούν, ή απλώς να ντυθούν όπως ήθελαν.
Μια συγκλονιστική στιγμή περιγράφεται όταν θυμάται τα τελευταία λόγια μιας συγκρατούμενής της, λίγο πριν εκείνη αποφυλακιστεί: «Να γίνεις η φωνή μας». Αυτή η φράση διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο. Η Vasmaghi βλέπει τη γραφή της ως μορφή αλληλεγγύης—όχι μόνο προς γυναίκες όπως η Jina Mahsa Amini, αλλά προς όλες τις Ιρανές που τιμωρούνται επειδή σκέφτονται ελεύθερα.
Παράλληλα, δείχνει πώς η θρησκεία χρησιμοποιείται μέσα στη φυλακή για να νομιμοποιήσει τη σκληρότητα. Οι δεσμοφύλακες επικαλούνται θρησκευτικά κείμενα την ώρα που αρνούνται ιατρική φροντίδα ή χωρίζουν μητέρες από τα παιδιά τους. Για τη Vasmaghi, αυτή είναι η βαθύτερη προδοσία της πίστης.
Κι όμως, παρά τα βασανιστήρια, η φωνή της παραμένει ήρεμη, αποφασιστική και γεμάτη σκοπό. Τα κεφάλαια της φυλακής αποκαλύπτουν μια αλήθεια που ξεπερνά τα σύνορα του Ιράν: ότι τα αυταρχικά καθεστώτα συχνά φοβούνται περισσότερο τις γυναίκες—ειδικά όταν αυτές μιλούν μέσα από την ίδια την παράδοση που το καθεστώς προσπαθεί να ελέγξει.
Ένα κάλεσμα για επανεξέταση της πίστης και της ελευθερίας
Στο τελευταίο μέρος του Γιατί Επαναστάτησα Ενάντια στο χιτζάμπ, η Sedigheh Vasmaghi συγκεντρώνει τις σκέψεις της σε μια άμεση έκκληση—όχι μόνο προς το ιρανικό καθεστώς, αλλά προς ολόκληρο τον μουσουλμανικό κόσμο. Θέτει ένα απλό αλλά σοβαρό ερώτημα: Αν ο Θεός δεν διέταξε το χιτζάμπ, ποιος έδωσε στους ανθρώπους το δικαίωμα να το επιβάλουν στις γυναίκες;
Η απάντησή της είναι καθαρή. Το χιτζάμπ, όπως εφαρμόζεται από την Ισλαμική Δημοκρατία, δεν είναι θρησκευτικό καθήκον—είναι πολιτικό όπλο. Χρησιμοποιείται για να ελέγχει τις γυναίκες, να περιορίζει την παρουσία τους στον δημόσιο χώρο και να καταπνίγει τη φωνή τους. Για τη Vasmaghi, το βαθύτερο πρόβλημα είναι ότι πολλές μουσουλμανικές κοινωνίες έχουν επιτρέψει σε εξουσιολάγνους κληρικούς να μιλούν στο όνομα του Θεού.
Δεν ζητά το τέλος της θρησκείας. Το αντίθετο: επιμένει ότι η πίστη μπορεί να επιβιώσει μόνο όταν σέβεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Υποστηρίζει ότι το ισλαμικό δίκαιο (sharia) πρέπει να βασίζεται στην ηθική και τη λογική—όχι στον φόβο και την τιμωρία. Οι γυναίκες πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, και να μην αντιμετωπίζονται ως παθητικά σώματα που πρέπει να καλύπτονται και να ελέγχονται.
Στο κεφάλαιο Γιατί Επαναστάτησα Ενάντια στο χιτζάμπ, γράφει με ειλικρίνεια και θάρρος για το κόστος της αλλαγής. Γνωρίζει ότι πολλές μουσουλμάνες γυναίκες νιώθουν ακόμα πίεση—από την οικογένεια, την κοινωνία ή τον φόβο. Αλλά τους λέει: «Έχετε το δικαίωμα να ρωτάτε. Έχετε το δικαίωμα να επιλέγετε».
Αυτό το βιβλίο δεν απευθύνεται μόνο σε Ιρανούς αναγνώστες. Μιλάει σε κάθε άνθρωπο που θέλει να καταλάβει πώς οι γυναίκες αντιστέκονται—όχι μόνο απέναντι σε δικτατορίες, αλλά και απέναντι στην κακοποίηση της θρησκείας. Η Vasmaghi δείχνει ότι η εξέγερση μπορεί να προέρχεται από μέσα στην παράδοση, και ότι η πραγματική αλλαγή ξεκινά με την αλήθεια.
Η ίδια γράφει: «Επειδή το χιτζάμπ παρουσιάστηκε για πολύ καιρό στην κοινωνία μας ως θρησκευτική και βασισμένη στη sharia υποχρέωση, νομίζω ότι γι’ αυτό πολλοί απέφυγαν να το σχολιάσουν ή ήταν επιφυλακτικοί να το συζητήσουν. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι ο ρόλος των θρησκευτικών μεταρρυθμιστών στο άνοιγμα αυτού του διαλόγου ήταν θεμελιώδης και δομικός. Φυσικά, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επηρέασαν αυτό το ζήτημα, και ένας από τους πιο σημαντικούς ήταν οι ίδιες οι γυναίκες—γυναίκες που πάντα αντιστέκονταν στο υποχρεωτικό χιτζάμπ, δεν το αποδέχτηκαν ποτέ και το αμφισβήτησαν ανοιχτά.
Αλλά επειδή το χιτζάμπ παρουσιάστηκε ως θρησκευτικό θέμα, πολλοί πολιτικοί δεν ένιωθαν ότι έχουν το δικαίωμα να παρέμβουν. Οι θρησκευτικοί μεταρρυθμιστές, όμως, μπήκαν σε αυτόν τον διάλογο ουσιαστικά και έπαιξαν καθοριστικό, δομικό ρόλο. Ακόμα κι όταν άλλοι ανέλαβαν δράση, μπορούμε να πούμε ότι οι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις άνοιξαν τον δρόμο γι’ αυτές τις προσπάθειες».
Εξέγερση από το εσωτερικό
Η Vasmaghi είναι επίσης συγγραφέας ενός νομικο-θρησκευτικού βιβλίου για τα ζητήματα των γυναικών. Το έργο της Γυναίκα, Fiqh, Ισλάμ αποτελεί μια νομική, θεολογική και κοινωνική μελέτη για τα δικαιώματα των γυναικών. Σε αυτό, ασκεί κριτική στις απόψεις ορισμένων ισλαμικών νομικών και στις μεθόδους τους για την εξαγωγή θρησκευτικών κανόνων. Θέματα όπως η πολυγαμία, το δικαίωμα της γυναίκας να βγαίνει από το σπίτι, η σεξουαλική αυτονομία, η ανδρική εξουσία επί των γυναικών, τα μητρικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, η επιμέλεια παιδιών, η μητρική κηδεμονία, το διαζύγιο, η ηλικία ωριμότητας, η δυνατότητα των γυναικών να είναι δικαστίνες, η μαρτυρία, το αίμα ως αποζημίωση και η κληρονομιά αναλύονται διεξοδικά.
Η συγγραφέας αμφισβητεί την απόδοση αυτών των κανόνων στο Ισλάμ, υποστηρίζοντας ότι βασίζονται σε πολιτισμικά έθιμα και όχι σε θεϊκό νόμο. Πιστεύει ότι η νομοθεσία—τόσο αστική όσο και ποινική—δεν πρέπει να θεωρείται θρησκευτική εντολή εκτός αν έρχεται σε άμεση αντίθεση με βασικές ισλαμικές απαγορεύσεις ή υποχρεώσεις.
Το Γιατί Επαναστάτησα Ενάντια στο χιτζάμπ δεν είναι απλώς η βιογραφία της. Είναι μια πολιτική δήλωση αντίστασης, θρησκευτικού θάρρους και πνευματικής εντιμότητας. Η Sedigheh Vasmaghi δεν είναι ξένη προς το Ισλάμ ή την ιρανική κουλτούρα, είναι μια γυναίκα που έζησε μέσα και στα δύο, και τώρα τολμά να αμφισβητήσει τις καταχρήσεις τους από τα μέσα.
Η Vasmaghi διαμορφώνει την κριτική της μέσα από την ίδια την ισλαμική ιστορία και νομική παράδοση—όχι από μια εξωτερική, δυτική οπτική. Η αντίθεσή της στο υποχρεωτικό χιτζάμπ και στη νομική διάκριση βάσει φύλου βασίζεται σε εις βάθος μελέτη κλασικών ισλαμικών κειμένων, νομικών μεθόδων (usul al-fiqh) και στην εμπειρία των πρώτων μουσουλμανικών κοινωνιών.
Για τη Vasmaghi, η έννοια της μουσουλμάνας δεν είναι ένα σταθερό πολιτισμικό στερεότυπο ορισμένο από την κάλυψη ή την υπακοή. Δεν αφορά την εξωτερική εμφάνιση ή τη συμπεριφορά. Τη βλέπει ως ένα υποκείμενο διαμορφωμένο από την ερμηνεία, τον νόμο, την ηθική και την προσωπική δράση. Το έργο της επιμένει, ότι το να είσαι μουσουλμάνα δεν σημαίνει να περιορίζεσαι σε σύμβολα όπως το χιτζάμπ, αλλά να έχεις το δικαίωμα να σκέφτεσαι, να μιλάς, να ερμηνεύεις και να ζεις με αξιοπρέπεια.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, η Vasmaghi ανακτά τόσο τη γνώση του Ισλάμ όσο και τη γυναικεία υποκειμενικότητα από τον έλεγχο της αυταρχικής και πατριαρχικής εξουσίας, αρνούμενη να επιτρέψει στη θεολογία ή στον πολιτισμό να σβήσουν την ελευθερία της συνείδησης των γυναικών.
Το βιβλίο της είναι ένα σπάνιο παράδειγμα για το πώς η προσωπική εμπειρία, η νομική γνώση και η πίστη μπορούν να συνυπάρχουν στον αγώνα για την ελευθερία. Δεν ζητά από τους αναγνώστες να εγκαταλείψουν τη θρησκεία. Τους ζητά να αμφισβητήσουν την εξουσία. Μας υπενθυμίζει ότι ακόμα και στα πιο σκοτεινά μέρη—στις δικαστικές αίθουσες, στα κελιά των φυλακών, στα θρησκευτικά σχολεία—υπάρχουν άνθρωποι που συνεχίζουν να σκέφτονται, να αντιστέκονται, να πιστεύουν στη δικαιοσύνη.
Για το ευρωπαϊκό κοινό —και ιδιαίτερα για την Ελλάδα—αυτό το βιβλίο προσφέρει ένα σημαντικό μάθημα: Οι μουσουλμάνες δεν είναι σιωπηλά θύματα ή απλά σύμβολα. Είναι στοχάστριες, ηγέτιδες και επαναστάτριες με δικό τους λόγο. Ο αγώνας τους για αξιοπρέπεια δεν είναι μόνο τοπικός, είναι μέρος ενός παγκόσμιου διαλόγου για την ελευθερία, την πίστη και το νόημα της ισότητας.
Η Sedigheh Vasmaghi έζησε αρκετά χρόνια στη Γερμανία και τη Σουηδία ως επισκέπτρια καθηγήτρια και ερευνήτρια. Κατά την παραμονή της στο εξωτερικό, δημοσίευσε δύο σημαντικά βιβλία: Πρέπει να Υπάρχει Ένας Δρόμος, στο οποίο μιλά για την πολιτική της εμπειρία, και το Επαναξιολογώντας τη Sharia, το οποίο αμφισβήτησε το παραδοσιακό ισλαμικό δίκαιο και χαρακτηρίστηκε ως πρωτοποριακό. Οι θέσεις της έγιναν πιο ριζοσπαστικές, οδηγώντας σε πενταετή ποινή φυλάκισης ερήμην για «προπαγάνδα κατά του καθεστώτος». Επέστρεψε στο Ιράν το 2017, συνελήφθη προσωρινά και αργότερα πήγε σε αναστολή μετά από έφεση.
Η Vasmaghi συνέχισε να δέχεται πιέσεις από το Υπουργείο Πληροφοριών και της απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα το 2019. Έγραψε δημόσια για τα χρόνια παρακολούθησης και τη σιωπή που της επέβαλαν ακόμα και μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Το 2019, μετά την υπογραφή δήλωσης κατά της βίαιης καταστολής διαδηλωτών από το καθεστώς, καταδικάστηκε ξανά, αυτή τη φορά σε έναν χρόνο φυλάκισης.