Ελλάδα και Τουρκία, δύο γειτονικές χώρες και μέλη του ΝΑΤΟ, έφτασαν την προηγούμενη εβδομάδα, και για μια ακόμη φορά, στα πρόθυρα μιας σύγκρουσης. Οι πολεμικοί στόλοι των δύο χωρών ήρθαν επικίνδυνα κοντά, στη θαλάσσια περιοχή νοτίως του νησιού Καστελόριζο και ανατολικά της Κρήτης, την οποία η Ελλάδα θεωρεί, με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας, ότι ανήκει στη δική της υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (AOZ), ενώ η Τουρκία, που υποστηρίζει αυθαίρετα ότι “τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα”, διεκδικεί ως δική της. Αφορμή ήταν η ανακοίνωση της ερευνητικής αποστολής του τουρκικού ερευνητικού σκάφους Oruc Reis για σεισμικές έρευνες σε θαλάσσιες ζώνες που η Ελλάδα θεωρεί, με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας, δικές της, ενώ η Τουρκία τις διεκδικεί στα πλαίσια του νέου δόγματος της “Γαλάζιας Πατρίδας”, που αποτελεί στην ουσία το θαλάσσιο σκέλος ενός επεκτατικού νέο-οθωμανισμού.
 
Καυτό γεωπολιτικό καλοκαίρι στην Αν. Μεσόγειο

Ads

Στην Ανατολική Μεσόγειο διανύουμε ένα “θερμό γεωπολιτικό καλοκαίρι”, αν και προς το παρόν υπάρχει μία προσωρινή ανάπαυλα. Αν η Τουρκία προχωρήσει σε προκλητικές γεωτρήσεις σε αυτές τις θαλάσσιες περιοχές η Ελλάδα έχει πει πως θα αντιδράσει, ακόμη και με στρατιωτική εμπλοκή, για να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Αιτία της σύγκρουσης είναι από τη μια το γεγονός πως η Ανατολική Μεσόγειος εξελίσσεται σε νέο “Περσικό Κόλπο” στο προαύλιο της Ευρώπης, λόγω των τεράστιων ενεργειακών κοιτασμάτων που διαθέτει, κι από την άλλη εξαιτίας του νέο-οθωμανισμού του Ερντογάν, καθώς και του γεγονότος πως η Τουρκία εξελίσσεται σε περιφερειακή δύναμη, απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη, και απομακρύνεται όλο και περισσότερο από το Δυτικό μπλοκ. Χρειάστηκε η αμερικανική παρέμβαση αλλά κυρίως η διαμεσολάβηση της Μέρκελ για να υπάρξει μορατόριουμ ενός μήνα, ώστε να ξεκινήσει νέος διάλογος μεταξύ των δυο εταίρων του ΝΑΤΟ.

Η Άγκυρα ωστόσο απλώνει μια τεράστια βεντάλια διεκδικήσεων από τον ποταμό Έβρο και το Αιγαίο μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο, που η Αθήνα δεν είναι διατεθειμένη να δεχθεί και να υποχωρήσει υπό την απειλή ακόμη και πολέμου. Στο μεταξύ συζητιέται όλο και περισσότερο το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο με αφορμή “εθνικούς λόγους”. Δημιουργούν όλα αυτά τις συνθήκες για μια επερχόμενη “τέλεια  γεωπολιτική καταιγίδα” στην Ανατολική Μεσόγειο;
 
Εμπλοκή του αμερικανικού παράγοντα και ο “φιλότουρκος” Τραμπ

Η κλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και ο κίνδυνος ενός νέου θερμού επεισοδίου μεταξύ των δύο Νατοϊκών συμμάχων προκάλεσαν την εμπλοκή του αμερικανικού παράγοντα. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ κάλεσε την Τουρκία να απέχει από ενέργειες που αυξάνουν τις εντάσεις στην “διαφιλονικούμενη περιοχή”, όπως τη χαρακτήρισε, ενώ στάλθηκε μάλιστα και το γιγαντιαίο αεροπλανοφόρο “Αϊζενχάουερ” νοτίως της Κρήτης για να επιβλέπει από κοντά την κατάσταση, καθώς και να συμμετάσχει σε κοινές ασκήσεις με την Ελλάδα αλλά και με την Τουρκία.

Ads

image

Η Ουάσιγκτον χαρακτηρίζοντας αυτή τη θαλάσσια περιοχή ως “αμφισβητούμενη” και όχι ως ελληνική, “γκρίζαρε” την περιοχή και προκάλεσε δυσφορία στην Αθήνα. Είναι γεγονός πως οι ΗΠΑ απέναντι στην ελληνοτουρκική διαμάχη τηρούν παραδοσιακά μια ουδέτερη στάση “Ποντίου Πιλάτου”, πράγμα που σε τελική ανάλυση ευνοεί περισσότερο την Τουρκία που είναι και η ισχυρότερη χώρα.
Ειδικά ο Ντόναλντ Τραμπ χαρακτηρίζεται, όχι άδικα, από ελληνικούς δημοσιογραφικούς κύκλους ως “ο πιο φιλότουρκος πρόεδρος που πέρασε τις τελευταίες δεκαετίες από την Ουάσιγκτον”. Δεν τον θεωρούν ικανό να αποσοβήσει μια ελληνοτουρκική κρίση, πριν αυτή εξελιχθεί σε θερμό επεισόδιο ή πόλεμο, όπως κατάφερε να κάνει το 1996, στην κρίση των Ιμίων, ο πρόεδρος Κλίντον. Ο Τραμπ δεν εμπόδισε την Τουρκία να προμηθευτεί τους ρωσικούς πυραύλους S-400, αλλά και να εισβάλει στις περιοχές των Κούρδων της βόρειας Συρίας, που ήταν σύμμαχοι των Αμερικανών. Ως γνωστόν ο Ερντογάν έχει το θάρρος να παίρνει όποτε θέλει τηλέφωνο τον Τραμπ ζητώντας του χάρες, παρακάμπτοντας έτσι όλα τα πρωτόκολλα. Η «ειδική σχέση» με τον Τραμπ έσωσε τον Ερντογάν από πολλές δυσκολίες, παραδέχθηκε και ο Τζον Μπόλτον, πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου και συγγραφέας του βιβλίου The Room Where It Happened. “Πρακτικά στέλνει στον Ερντογάν το μήνυμα ότι μπορεί να πράξει κάτι που είναι ευθέως αντίθετο στα συμφέροντα των ΗΠΑ, αλλά και του ΝΑΤΟ στο σύνολό του, και απλά να τη γλιτώσει!”, επισημαίνει ο Μπόλτον. Πολλοί λένε πως τα προσωπικά οικονομικά συμφέροντα που έχει ο Τράμπ και ο επιχειρηματικός του όμιλος στην Τουρκία, έστω και μέσω του “δίαυλου των γαμπρών” Τζάρεντ Κούσνερ και του Μπεράτ Αλμπαϊράκ, είναι αυτά που τον αποτρέπουν στο να λάβει η Ουάσιγκτον ουσιαστικά μέτρα ώστε να περιορίσει την επιθετικότητα της Τουρκίας και τις ηγεμονικές φιλοδοξίες του Ερντογάν στην περιοχή.
  
Η Δύση δεν θέλει να απολέσει την Τουρκία

Αυτό που είναι σίγουρο όμως είναι πως η Αμερική και κατ’ επέκταση το Δυτικό μπλοκ, δεν θέλουν να ζορίσουν υπερβολικά την Τουρκία, ώστε να φύγει από το ΝΑΤΟ ή να γυρίσει την πλάτη της στη Δύση, στρεφόμενη στον ισλαμικό κόσμο ή σε άλλες δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Ρωσία. Την θεωρούν σημαντική και πολύτιμη, κυρίως λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, ώστε να την χάσουν εντελώς. Ειδικά τώρα που η Δύση δεν είναι τόσο ισχυρή, όσο στο παρελθόν. Και ο Ερντογάν το γνωρίζει καλά αυτό και θεωρεί πως έχει περιθώρια να κινηθεί ανεξάρτητα και επιθετικά στην περιφέρειά του, ισορροπώντας έντεχνα μεταξύ Δύσης και Ανατολής, μεταξύ ΗΠΑ, Ε.Ε., Ρωσίας και Κίνας. Ή έτσι τουλάχιστον αρέσκεται να πιστεύει.

Ωστόσο η “αχίλλειος πτέρνα” του είναι η τουρκική οικονομία, που δεν τα πάει πλέον καλά, αυξάνοντας τη δυσαρέσκεια στο εσωτερικό της Τουρκίας. Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί έγινε γι’ αυτό ακριβώς το λόγο. Για να συσπειρώσει τους απογοητευμένους ισλαμιστές ψηφοφόρους του, να τονωθεί το εθνικό συναίσθημα των Τούρκων με νεο-οθωμανικά οράματα, βάζοντας ταυτόχρονα ένα ακόμη καρφί στο φέρετρο του Κεμάλ Ατατούρκ. Ο Ερντογάν προσπαθεί να κερδίσει χρόνο για να παραμείνει κι άλλο στην εξουσία και γι’ αυτό ποντάρει πλέον ανοικτά στον ισλαμισμό, στον νέο-οθωμανισμό και στον εθνικισμό. Πρόκειται ωστόσο για ένα επικίνδυνο “κοκτέιλ μολότοφ”, που μπορεί να βάλει φωτιά σε ολόκληρη την περιοχή από τα Βαλκάνια μέχρι τον Καύκασο και την Ανατολική Μεσόγειο.
 
Γερμανική διαμεσολάβηση: Γιατί η Μέρκελ;

Τελικά ένα ελληνοτουρκικό θερμό επεισόδιο αποφεύχθηκε, τουλάχιστον για την ώρα, όχι εξαιτίας της παρέμβασης της Ουάσιγκτον και του Τραμπ, αλλά του Βερολίνου και της Μέρκελ. Σε μια εποχή που η Αμερική εμφανίζεται διχασμένη, ο Τραμπ δείχνει αλλοπρόσαλλος και αναξιόπιστος στην εξωτερική του πολιτική, καθώς πασχίζει να επανεκλέγει, η Γερμανία και η Μέρκελ παρουσιάζεται ως η πιο λογική εναλλακτική λύση για διαμεσολάβηση μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Καταρχάς η Γερμανία ασκεί αυτό το εξάμηνο την προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έτσι η διπλωματική της βαρύτητα είναι ακόμη πιο αυξημένη, δίνοντας της τη δυνατότητα να εκπροσωπεί ολόκληρο το μπλοκ της Ένωσης απέναντι στην Άγκυρα. Από την άλλη η Γερμανία είναι ένας σημαντικός εμπορικός και οικονομικός εταίρος και επενδυτής και στις δύο χώρες.

Για την Άγκυρα η Γερμανία θεωρείται μια παραδοσιακά φίλη και σύμμαχος χώρα. Βαραίνει επίσης και το γεγονός πως ζούνε στο έδαφος της περί τα τέσσερα εκατομμύρια μετανάστες από την Τουρκία, οπότε οι απόψεις του Βερολίνου λαμβάνονται σοβαρά υπόψιν στην Άγκυρα και το αντίστροφο. Η Αθήνα, αν και είναι παραδοσιακά επιφυλακτική απέναντι στη γερμανική υπεροχή στις διμερείς σχέσεις, εντούτοις υπολογίζει πολύ σε μια “ευρωπαϊκή Γερμανία”, που ακολουθεί τον “γαλλο-γερμανικό άξονα”, αλλά και στην ίδια την καγκελάριο Μέρκελ, η οποία έχει μεγάλη εμπειρία στη διαχείριση κρίσεων.  Τουρκία και Ελλάδα βλέπουν τη Γερμανία ως πηγή επενδύσεων και πιστώσεων, αγοράζουν όπλα από αυτήν, όπως αγοράζουν ακόμη περισσότερα όπλα από την Αμερική. Ωστόσο η Αμερική βρίσκεται μια θάλασσα κι έναν ωκεανό μακριά, ενώ η Γερμανία βρίσκεται, και για τις δύο χώρες, στο τέλος του αυτοκινητόδρομου…
  
image

Ελληνοτουρκικός διάλογος: οι θέσεις των δύο πλευρών

Η άμεση διαμεσολάβηση λοιπόν της Μέρκελ, με προσωπικά τηλεφωνήματα σε Ερντογάν και Μητσοτάκη, οδήγησε σε αναστολή για ένα μήνα των ερευνητικών δραστηριοτήτων του Oruc Reis στη θαλάσσια περιοχή νοτίως του Καστελόριζου, με την προϋπόθεση ότι στο μεταξύ θα ξεκινήσει σχετικός διάλογος Ελλάδας-Τουρκίας. Οι επαφές και οι διερευνητικός διάλογος των δύο χωρών είχαν σταματήσει τον Φεβρουάριο του 2016 εξαιτίας της τουρκικής επιθετικότητας. Στο ζήτημα αυτό όμως οι δύο χώρες έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις και θέσεις, που μοιάζουν αγεφύρωτες. Για την Ελλάδα τα μόνα ανοικτά ζητήματα που υπάρχουν με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Μια οριοθέτηση που για την Αθήνα θα πρέπει να γίνει με βάση το Διεθνές Δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας, ενώ δεν αποκλείει ακόμη και προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την επίλυση αυτών των διαφορών ως ύστατη λύση.

Η Τουρκία αντίθετα επιδιώκει ένα διάλογο “χωρίς όρους και προϋποθέσεις” και διαπραγματεύσεις εφ’ όλης της ύλης και για μια σειρά από ζητήματα, που η ίδια θεωρεί ανοικτά και αποτελούν στην ουσία τις διεκδικήσεις της. Ο  εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας,  Ιμπραχίμ Καλίν, επανέλαβε πρόσφατα ότι “εμείς είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε όλα τα ζητήματα με την Ελλάδα, το Αιγαίο, την υφαλοκρηπίδα, τα νησιά, τον εναέριο χώρο, τις εργασίες έρευνας, την Ανατολική Μεσόγειο και όλα τα άλλα διμερή ζητήματα. Εμείς είμαστε έτοιμοι να τα συζητήσουμε χωρίς προϋποθέσεις”. Είναι γνωστό πως η Τουρκία διεκδικεί από την Ελλάδα, ανάμεσα στα άλλα, την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου, το καθεστώς 17 μικρών νησιών που θεωρεί “γκρίζο”, το διορισμό Τούρκων μουφτήδων για τη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης, ακόμη και την ανέγερση τζαμιών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη -ζητήματα τα οποία η Αθήνα θεωρεί “ανύπαρκτα” ή εκτός συζήτησης,
 
Αγεφύρωτες διαφορές;

Η Ελλάδα, έχοντας υπογράψει το 1994 τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας που επιτρέπει επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια και μια ΑΟΖ μέχρι και 200 ναυτικά μίλια από τις ηπειρωτικές ακτές και τα νησιά, έχει απέναντι της μια Τουρκία, που δεν υπέγραψε τη συγκεκριμένη σύμβαση, και θεωρεί αυθαίρετα πως τα νησιά δεν έχουν καθόλου ή έχουν ελάχιστη υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Το Νοέμβριο του 2019 η Άγκυρα υπέγραψε με την κυβέρνηση του Σάρατζ της Τρίπολης (δυτική Λιβύη) ένα μνημόνιο, που οριοθετεί τις ΑΟΖ της Τουρκίας και της Λιβύης στην Ανατολική Μεσόγειο, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν τα ελληνικά νησιά της περιοχής, ακόμη και τα πολύ μεγάλα, όπως η Κρήτη, θεωρώντας αυθαίρετα πως δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, και με αυτό την τρόπο οι δύο χώρες υφαρπάζουν τεράστια τμήματα της ελληνικής ΑΟΖ στην εν λόγω περιοχή. Το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, το οποίο Ελλάδα και Ε.Ε. θεωρούν παράνομο, είναι ενδεικτικό των μαξιμαλιστικών και νεο-οθωμανικών θέσεων της ερντογανικής Τουρκίας, η οποία επιθυμεί να ελέγξει αυτή τη θαλάσσια περιοχή και να εκμεταλλευτεί τους ενεργειακούς πόρους της, όχι με βάση το Διεθνές Δίκαιο αλλά με βάση το “δίκαιο του ισχυρού” και τη “διπλωματία των κανονιοφόρων”.

Η Ελλάδα έχει δηλώσει ότι δεν θα διαπραγματευτεί με την Τουρκία “με το πιστόλι στον κρόταφο” ή με την απειλή χρήσης βίας, αλλά με γνώμονα το διεθνές δίκαιο, ωστόσο η κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται πως δεν έχει δική της ατζέντα, πρωτοβουλία κινήσεων και γενικώς “οδικό χάρτη” στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στην εξωτερική πολιτική γενικότερα. Η Τουρκία πιέζει συνεχώς προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί προς όφελός της τις διεθνείς συγκυρίες αλλά και την στρατιωτική εμπλοκή της στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης, στα δυτικά της οποίας σχεδιάζει να εγκαταστήσει μόνιμη ναυτική βάση πλευροκοπώντας την Ελλάδα από την κεντρική Μεσόγειο. Η Τουρκία εκτός από θαλάσσιο χώρο διεκδικεί και σημαντικό μερίδιο από τους τεράστιους ενεργειακούς πόρους, που ανακαλύφθηκαν στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου, γι’ αυτό θέλει να αρπάξει και τμήματα της, πλούσιας σε υδρογονάνθρακες, ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας.
  
Η Γαλλία δεν δέχεται ηγεμονία της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο

Η αλήθεια είναι πως η Τουρκία έχει ισχυροποιηθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια, δημογραφικά (ο πληθυσμός της έφτασε τα 84 εκατομμύρια), οικονομικά και στρατιωτικά, συγκριτικά και με την Ελλάδα, και ασκεί πίεση στην περιφέρειά της, απαιτώντας να την αναγνωρίσουν ως μεγάλη δύναμη, ενώ ταυτόχρονα διεκδικεί ανοικτά περιοχές με την ιδιότητα του “κληρονόμου” της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ωστόσο η Αμερική και η Ευρωπαϊκή Ένωση, και ειδικά ευρωμεσογειακές δυνάμεις, όπως η Γαλλία, δεν αποδέχονται έναν τέτοιο αυξημένο ρόλο στην Τουρκία. Ειδικά στην Ανατολική Μεσόγειο, που εξελίσσεται σταδιακά σε νέο “Περσικό Κόλπο” στο προαύλιο της Ευρώπης, λόγω των τεράστιων ενεργειακών κοιτασμάτων που διαθέτει.
Μάλιστα η Γαλλία, εταιρείες της οποίας έχουν αναλάβει την εξόρυξη υδρογονανθράκων από θαλάσσια οικόπεδα της ελληνικής και κυπριακής ΑΟΖ, κοντράρει στα ίσα την επεκτατική και ηγεμονική πολιτική της Άγκυρας στη Μεσόγειο. Γι’ αυτό και ζήτησε από την Λευκωσία μόνιμη ναυτική βάση στο λιμάνι της Λεμεσού καθώς και χρήση της αεροπορικής βάσης της Πάφου, με αντάλλαγμα να αναλάβει την προστασία και άμυνα της Κυπριακής Δημοκρατίας σε περίπτωση που δεχθεί επίθεση από τρίτο.

Σε κάθε περίπτωση οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις προβλέπονται μακρές και δύσκολες με αμφίβολη έκβαση, ενώ η απειλή ενός νέου θερμού επεισοδίου, ακόμη και στρατιωτικής σύρραξης θα επικρέμαται διαρκώς στον ορίζοντα μας.