Ο θάνατος του Ναέλ, του 17χρονου παιδιού που σκοτώθηκε από σφαίρα αστυνομικού πυροδότησε ένα τεράστιο κύμα οργής, όχι μόνο στα προάστια του Παρισιού, όπου ζούσε, αλλά και σε ολόκληρη τη Γαλλία.

Ads

Το τι ακολούθησε είναι γνωστό.

Πάνω από 2.000 αυτοκίνητα κάηκαν, πάνω από 700 επιχειρήσεις υπέστησαν ζημιά, πάνω από 3.000 άνθρωποι συνελήφθησαν. Μέσος όρος ηλικίας τα 17 χρόνια.

Πέντε μέρες μετά, η χώρα συνεχίζει να είναι ένα καζάνι που βράζει με βίαια επεισόδια που θυμίζουν τις ταραχές του 2005, όταν ο άδικος θάνατος δύο άλλων εφήβων των Zyed Benna και Bouna Traoré προκάλεσε ατέλειωτες νύχτες οργής.

Ads

Πρωταγωνιστές πάντα οι έφηβοι των φτωχογειτονιών και οι αστυνομικοί πολλοί από τους οποίους πλέον προέρχονται από αυτές.

Γιατί όμως εξεγείρονται αυτοί οι νέοι από την μια άκρη της Γαλλίας στην άλλη;

Η απάντηση είναι απλή, λέει ο  Fabien Truong, κοινωνιολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris-VIII, σε συνέντευξη του στην εφημερίδα Le Monde. Τα αγόρια αυτά αντιδρούν με οικείο και βίαιο τρόπο γιατί ο θάνατος του Ναέλ θα μπορούσε να είναι δικός τους. 

«Θα μπορούσα να ήμουν εγώ στη θέση του» λένε.  Σε αυτές τις γειτονιές κάθε έφηβος έχει αρνητικές εμπειρίες με την αστυνομία.  Οι συχνοί και δυσάρεστοι έλεγχοι της αστυνομίας έξω από τα ίδια τους τα σπίτια είναι ταπεινωτικοί, αγχωτικοί και μακροπρόθεσμα γεννούν βαθιά δυσαρέσκεια. Υπονοούν ότι η παρουσία τους εκεί, στη γειτονιά τους, στα σπίτια τους δεν είναι φυσιολογική, ότι πρέπει να δικαιολογηθεί και ότι υπάρχει κάποια παρανομία. Αυτή η καχυποψία είναι σχεδόν μεταφυσική και υπαρξιακή. Οι νέοι αυτοί σκέφτονται ότι ελέγχονται γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που κάνουν. Αυτές οι εμπειρίες αφήνουν μόνιμα σημάδια στη ζωή τους.

Ο Τruong ο οποίος από τις ταραχές του 2005 έως τις επιθέσεις του 2015, παρακολούθησε την πορεία περίπου είκοσι πρώην μαθητών του από το γυμνάσιο του Seine-Saint-Denis έχει διαπιστώσει τα σημάδια που αφήνουν αυτές οι πληγές στη ζωή τους. Ακόμη και μετά τα τριάντα, ο φόβος τους για την αστυνομία παραμένει έντονος. Η σχέση με το κράτος είναι επώδυνη και η δημοκρατική υπόσχεση δεν τηρήθηκε ποτέ. Αυτό εξηγεί εν μέρει την πολιτική απογοήτευση των ανθρώπων που ζουν στα λαϊκά προάστια των γαλλικών πόλεων και τη δυσπιστία τους απέναντι σε όσους ενσαρκώνουν την εξουσία.

Τι  είναι τα λεγόμενα banlieues και γιατί υπάρχει η ανισότητα, η εγκληματικότητα και η βία; 

Ο όρος «banlieue» που κανονικά περιγράφει τα προάστια των γαλλικών πόλεων σήμερα έχει αποκτήσει μια έννοια υποτιμητική.  Αποδίδει τις φτωχογειτονιές όπου ζουν κυρίως μετανάστες. Μέσα στα banlieues βρίσκονται τα cités: κολοσσιαία οικιστικά έργα από μπετόν που χτίστηκαν κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες, στο στυλ του Le Corbusier. Σχεδιασμένα ως πόλεις – ουτοπίες για τους εργάτες, τώρα έχουν μετατραπεί σε θύλακες φτώχειας και κοινωνικής απομόνωσης, όπου κυριαρχούν η ανεργία, τα ναρκωτικά και οι διακρίσεις.  

Σύμφωνα με άρθρο του BBC  τα αποκαλούμενα  “quartiers prioritaires” – στεγάζουν πάνω από πέντε εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι πρόσφατοι μετανάστες ή τρίτης και τέταρτης γενιάς γάλλοι πολίτες.

Σχεδόν το 57% των παιδιών στις γειτονιές αυτές ζουν σε φτώχεια. Το αντίστοιχο ποσοστό για το συνολικό πληθυσμό της Γαλλίας είναι 21%. Οι πιθανότητες να μείνουν άνεργοι οι κάτοικοι των banlieues είναι τρεις φορές περισσότερες σύμφωνα με το Ινστιτούτο  Montaigne. Παρά τις επενδύσεις στον τομέα των μεταφορών και των κατασκευών, οι περικοπές στις δημόσιες και κοινωνικές υπηρεσίες είχαν πολύ αρνητικό αποτέλεσμα.

Οι άνθρωποι που  ζουν εκεί, ιδιαίτερα οι μαύροι, οι βόρειο αφρικανοί, οι άραβες νιώθουν αποκλεισμένοι στην ίδια τους τη χώρα. Αποκλεισμένοι από τις κρατικές υπηρεσίες, αποκλεισμένοι από τις θέσεις εργασίας, «ριγμένοι» από το εκπαιδευτικό σύστημα και αναγκασμένοι να υπόκεινται συνεχώς σε ταπεινωτικούς ελέγχους από την αστυνομία μόνο και μόνο λόγω του χρώματος του δέρματός τους ή της καταγωγής τους.

Οι άνθρωποι αυτοί φέρουν το σημάδι της απελπισίας μιας γενιάς περιθωριοποιημένων και άνεργων που έχει κολλήσει στα θλιβερά αυτά προάστια. 

Το ότι φεύγουν και αρνούνται να υπακούσουν δεν σημαίνει ότι έχουν κάνει κάποια παρανομία επισημαίνει ο Truong. Οι Zyed Benna και Bouna Traoré, που σκοτώθηκαν από ηλεκτροπληξία σε έναν ηλεκτρικό υποσταθμό ενώ προσπαθούσαν να ξεφύγουν από έναν έλεγχο της αστυνομίας στο Clichy-sous-Bois (Seine-Saint-Denis) το 2005, δεν είχαν διαπράξει κανένα αδίκημα. Ο θάνατός τους προκάλεσε ατελείωτες νύχτες οργής.

Σε αυτές τις περιπτώσεις οι αστυνομικοί θα πρέπει να έχουν κατά νου ότι τις περισσότερες φορές πρόκειται για εφήβους, όπως ο Ναέλ που ήταν μόλις 17.  Είναι απαραίτητο σε κάθε παρέμβαση να βλέπουμε τον έφηβο πριν από τον πιθανό δράστη επισημαίνει ο Fabien Truong. Είναι σημαντικό οι άνθρωποι που ασχολούνται με την εφαρμογή του νόμου και ενσαρκώνουν την εξουσία να μπορούν να «διδάξουν» τον σεβασμό στο κράτος δικαίου.

Σε αυτή την  ηλικία προσπαθείς να βρεις τη θέση σου στον κόσμο, «χτίζεις» τον εαυτό σου μέσα από την αντιπαράθεση. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό οι αστυνομικοί να εκπαιδεύονται σε αυτού του είδους τις σχέσεις, για να εκτονώνουν τις παράλογες κλιμακώσεις οι οποίες δεν είναι ανεξήγητες. 

Γιατί αυτός ο θυμός υπάρχει κυρίως στα αγόρια;

Τα κορίτσια καταλαμβάνουν λιγότερο δημόσιο χώρο στις γειτονιές της εργατικής τάξης. Συχνά περιορίζονται στα σπίτια τους ή σε χώρους όπως οι βιβλιοθήκες, τα πολιτιστικά κέντρα ή οι κοινωνικο – πολιτιστικοί σύλλογοι. Επίσης, τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα στο σχολείο και είναι λιγότερο αγανακτισμένα από τα αγόρια, τα οποία βγαίνουν έξω για να εκφράσουν το θυμό τους τη νύχτα.

Το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι ανάμεσα στην  αστυνομία και τους νέους αυτούς είναι κατά βάση ανδρική απασχόληση. Υπάρχουν αρκετά κοινά ανάμεσα στους άνδρες της αστυνομίας και τους νέους στα banlieues. Ίσως, να είναι πιο κοντά απ’ ό,τι νομίζουν σε πράγματα ή δραστηριότητες που τους αρέσουν. Για παράδειγμα κάποιοι αστυνομικοί αγαπούν τα μηχανοκίνητα αθλήματα, και κυκλοφορούν με μεγάλες μοτοσικλέτες όπως και οι νέοι που, πολλές φορές καταδιώκουν επισημαίνει ο Truong.

Τι λένε οι γονείς;

Σε γενικές γραμμές, οι γονείς καταδικάζουν αλλά καταλαβαίνουν γιατί γίνονται όλα αυτά. Λυπούνται για τις ζημιές που τους επηρεάζουν άμεσα, όπως στα σχολεία, στους βρεφονηπιακούς σταθμούς και στα στέγαστρα των λεωφορείων, αλλά επισημαίνουν πως τίποτα δεν έχει αλλάξει εδώ και είκοσι πέντε χρόνια.

Και όλοι γνωρίζουν ότι οι γιοι τους, οι γείτονες και τα ανίψια τους μπορεί να είναι τα θύματα της ανυπακοής σε κάποιον επόμενο έλεγχο. Οι ενήλικες δεν είναι εναντίον της αστυνομίας ή του κράτους, το αντίθετο μάλιστα. Εκφράζουν την έντονη επιθυμία να ζουν με ασφάλεια. Υπάρχει έντονη ζήτηση για το κράτος, αλλά και για ένα διαφορετικό είδος αστυνομίας, μια κοινοτική αστυνομία που θα είναι σε θέση να διακρίνει μεταξύ αυτών που διακινούν ναρκωτικά και των υπολοίπων.  Όπως τονίζει ο Truong αυτό θα σήμαινε να γνωρίσουμε λεπτομερώς τις γειτονιές και να μιλήσουμε με τους εργαζόμενους στη νεολαία σε κλίμα εμπιστοσύνης. Η αστυνομία πρέπει να παραμείνει μια δημόσια υπηρεσία.

Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι οι περισσότεροι από αυτούς που τα καταφέρνουν κοινωνικά εγκαταλείπουν αυτές τις γειτονιές που υφίστανται διακρίσεις. Όλοι τους όμως έχουν δει, βιώσει ή ζήσει σκληρές σχέσεις με την αστυνομία. Για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι η εμπειρία της ανισότητας παραμένει ζωντανή, οξεία και συγκεκριμένη

Σε αυτές τις γειτονιές, η φτώχεια και η ανασφάλεια είναι συγκεκριμένες, απτές, ευαίσθητες πραγματικότητες. Για τον Fabien Truong η οργή αυτή είναι πολιτική, επειδή πηγάζει από μια κοινή εμπειρία στέρησης και αδικίας.

Πώς θα βγούμε από αυτή την κρίση;

Μια αστυνομία που θα είναι πιο κοντά στον λαό, που θα επιβεβαιώνει την εξουσία της μέσω στοχευμένων επιχειρήσεων με κλιμακωτή καταστολή είναι ένα από τα κλειδιά για τον καθηγητή. Πιστεύει ότι για να γίνει αυτό η κοινωνία θα πρέπει να μετασχηματιστεί  σύνολό της!

Οι αστυνομικοί το γνωρίζουν αυτό και συχνά μιλούν για τις συνέπειες της κοινωνικής και ηθικής αθλιότητας που έχουν να αντιμετωπίσουν. Έχουν κι αυτοί έντονη επίγνωση των ανισοτήτων που υπάρχουν, αλλά δεν είναι υπεύθυνοι γι’ αυτές. Γι’ αυτό θα ήταν άδικο να τους βάλουμε όλους στο ίδιο ρατσιστικό καλάθι… ειδικά όταν πολλοί από αυτούς προέρχονται από αυτές τις γειτονιές.