Με καθυστέρηση τριών ημερών, η οποία υποκρύπτει το λιγότερο δυσαρέσκεια, ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποφάσισε τελικά να στείλει συγχαρητήρια στον Τζο Μπάιντεν για την εκλογή του ως 46ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Υπενθυμίζοντας πως οι σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ είναι στρατηγικής σημασίας και βασίζονται σε γερά θεμέλια ο Ερντογάν δήλωσε στη συγχαρητήρια επιστολή του «την αποφασιστικότητα μας να συνεργαστούμε στενά με την κυβέρνηση των ΗΠΑ».

Ads

Δυσαρέσκεια για τη μη επανεκλογή Τραμπ

Τις προηγούμενες ημέρες τα Μέσα Ενημέρωσης έγραψαν ότι ο Ερντογάν ήταν από τους λίγους πολιτικούς που δεν είχαν συγχαρεί τον Μπάιντεν για τη νίκη του, συμπεριλαμβανομένων των ηγετών της Ρωσίας, της Κίνας και της Βόρειας Κορέας. Η καθυστέρηση αποστολής συγχαρητήριας επιστολής προς τον Τζο Μπάιντεν σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως από τους αναλυτές, αν μη τι άλλο ως μια ακόμη απόδειξη της δυσαρέσκειας του «σουλτάνου» για τη μη εκλογή του φίλου του Ντόναλντ Τραμπ με τον οποίο διατηρούσε πολύ καλή σχέση, η οποία και του έδινε τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στις αποφάσεις του Λευκού Οίκου.

Χάρη σε αυτή τη σχέση είχε το προνόμιο να παίρνει όποτε ήθελε τηλέφωνο στον «φίλο» του Τραμπ, παρακάμπτοντας όλα τα σχετικά πρωτόκολλα, να τον διακόπτει από συσκέψεις, ακόμη και από παιχνίδια γκολφ, και να του ζητά χάρες ή να τον «ξελασπώσει» εάν βρισκόταν σε δύσκολη θέση.

Ads

Από την πλευρά του ο Τραμπ, γνωστός για τον θαυμασμό του προς τους ηγέτες με «σιδηρά πυγμή», θεωρούσε τον Ερντογάν «σκακιστή παγκόσμιας κλάσης» στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα και πάντα φρόντιζε να μην τον αφήνει ακάλυπτο, ακόμη κι όταν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βρισκόταν στο ναδίρ, όπως ήταν έπειτα από την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία τον Ιούλιο του 2016 και την φυλάκιση του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον.

Τα «χατίρια» του Τραμπ προς τον Ερντογάν

Αποτελεί κοινό μυστικό πως ο Τραμπ, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, δεν χαλούσε τα χατίρια στον Ερντογάν, ακόμη και στις περιπτώσεις που διακυβεύονταν τα αμερικανικά συμφέροντα. Από το 2016 και μετά επέτρεψε στην Τουρκία να διεξαγάγει τέσσερις στρατιωτικές επεμβάσεις στη βόρεια Συρία («Ασπίδα του Ευφράτη», «Κλάδος Ελαίας», «Πηγή Ειρήνης» κ.ά.). οι οποίες και στρέφονταν κατά των Κούρδων της Συρίας, που όλα αυτά τα χρόνια ήταν σύμμαχοι της Αμερικής και της Δύσης, ματώνοντας στα πεδία της μάχης, πολεμώντας και νικώντας τους τζιχαντιστές. Ο Τραμπ κυριολεκτικά τους εγκατέλειψε στα νύχια του Ερντογάν, χαρακτηρίζοντας τους πρώην συμμάχους των ΗΠΑ, δηλαδή τις δυνάμεις του YPG, εν μία νυκτί εν δυνάμει «τρομοκράτες» όπως ζητούσε επίμονα ο «σουλτάνος».

Ο Τραμπ έκανε επίσης τα «στραβά μάτια» όταν η Τουρκία άρχισε να αναμειγνύεται στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης, βοηθώντας στρατιωτικά την κυβέρνηση της Τρίπολης ώστε να ανακόψει την επίθεση των δυνάμεων του στρατηγού Χαφτάρ. Ο Ερντογάν τον έπεισε πως αυτό ήταν «προς συμφέρον της Αμερικής», διότι διαφορετικά, μέσω μιας ενδεχόμενης νίκης του Χαφτάρ, θα ενισχυόταν και άλλο η παρουσία της Ρωσίας στη Λιβύη.

Τραμπ και ρωσικοί S-400

Εκεί ωστόσο που η εύνοια του Τραμπ προς τον Ερντογάν ήταν απροσχημάτιστη ήταν στο ζήτημα των ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων S-400. Πέρα από φραστικές αντιδράσεις και απειλές χωρίς αντίκρυσμα, ο πρόεδρος Τραμπ δεν έκανε τίποτε για να εμποδίσει την Τουρκία να παραλάβει τους S-400, να τους εγκαταστήσει ακόμη και να τους θέσει σε επιχειρησιακή δοκιμή, παρότι αυτό θεωρούταν κάτι το «απαράδεκτο» για χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ. Και όχι μόνον αυτό αλλά εμπόδισε με το προεδρικό του «βέτο» το Κογκρέσο να ψηφίσει τις σχετικές κυρώσεις κατά της Άγκυρας. Πέρα από το γεωπολιτικό ρίσκο που θα είχε το ενδεχόμενο μιας απομάκρυνσης της Άγκυρας από το άρμα της Δύσης, οι αναλυτές εκτιμούν πως καθοριστικό ρόλο σε αυτή την αμφιλεγόμενη στάση του Τραμπ διαδραμάτισαν τα προσωπικά οικονομικά συμφέροντα που έχει ο 45ος Αμερικανός πρόεδρος στην Τουρκία, επιτρέποντας έτσι στον Ερντογάν να «τον έχει στο χέρι».

Τραμπ, Ελλάδα και Ελληνοτουρκικά

Σχετικά με την Ελλάδα, και κατ επέκταση με τα ελληνοτουρκικά και την επιθετική στάση της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, ο πρόεδρος Τραμπ ήταν εξαρχής ξεκάθαρος απέναντι στην χώρα μας: «Δεν έχουμε καμία δουλειά εμείς με την Ελλάδα. Ας αφήσουμε την Γερμανία να ασχοληθεί με το θέμα αυτό, που άλλωστε το γνωρίζει καλύτερα. Ή ακόμα και τον Βλάντιμιρ Πούτιν και τη Ρωσία. Αυτοί μπορούν να χειριστούν την κατάσταση», είχε δηλώσει το 2016 ο Ντόναλντ Τραμπ, λίγο πριν αναλάβει την διακυβέρνηση των ΗΠΑ.

Αργότερα κι ο Τραμπ συνειδητοποίησε το πόσο πολύτιμος και σταθερός σύμμαχος ήταν η Ελλάδα σε μια ασταθή περιοχή, σε αντιδιαστολή με την απρόβλεπτη και αποσταθεροποιητική Τουρκία. Ωστόσο, αν και έπλεκε διθυράμβους για τη στρατηγική σημασία της αμερικανικής βάσης στη Σούδα αλλά και τις δυνατότητες του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης για μεταφορά αμερικανικού φυσικού αερίου, δεν έκανε ουσιαστικές κινήσεις για να ενισχύσει το ρόλο της Ελλάδας. Εξαίρεση αποτέλεσε η στήριξη των «τριγωνικών σχέσεων» που ανέπτυσσε η χώρα μας με άλλες χώρες της Ανατολικής Μεσογείου και ειδικά με το Ισραήλ. Απέναντι όμως στην απροκάλυπτη τουρκική επιθετικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, σε βάρος της Ελλάδας και Κύπρου, αντιδρούσε χλιαρά και κατευναστικά, υιοθετώντας μια «ουδέτερη στάση», η οποία εκ των πραγμάτων ευνοούσε την Τουρκία, που καταπατούσε το διεθνές δίκαιο.

Γι’ αυτό και ευχαρίστησε τον Τραμπ για τη «θερμή φιλία» του

Καθόλου περίεργο που Έλληνες και Αμερικάνοι δημοσιογράφοι χαρακτήρισαν τον Τραμπ ως «φιλότουρκο» πρόεδρο, που όμοιος του δεν είχε περάσει ως τότε από τον Λευκό Οίκο. Και ούτε παραξενεύτηκε κανείς που ο Τούρκος πρόεδρος, αφού απέστειλε τα καθυστερημένα συγχαρητήριά του στον Τζο Μπάιντεν έστειλε κι ένα θερμό μήνυμα στον απερχόμενο πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, που αρνείται ακόμη την ήττα, ευχαριστώντας τον  για τη «θερμή φιλία» του. «Σας ευχαριστώ για το ειλικρινές και αποφασιστικό όραμα που προβάλατε προκειμένου οι σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ να αναπτυχθούν στη βάση των αμοιβαίων συμφερόντων και αξιών μας, κατά τη διάρκεια της προεδρίας σας, τα τελευταία 4 χρόνια» τόνισε ο Τούρκος πρόεδρος.

Θα υιοθετήσει ο Μπάιντεν σκληρή στάση έναντι της Τουρκίας;

Με την εκλογή του Τζο Μπάιντεν ο Ερντογάν γνωρίζει πως αρκετά πράγματα θα αλλάξουν στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Όχι μόνον δε θα μπορεί πλέον με ένα απλό τηλεφώνημα να παρεμβαίνει στις αποφάσεις του Λευκού Οίκου και να πιέζει ώστε να περνάει τις τουρκικές θέσεις, αλλά θα πρέπει να αρχίσει να «παίζει με συγκεκριμένους όρους» και να κινείται «εντός πλαισίου», διαφορετικά θα πρέπει να υποστεί τις εύλογες συνέπειες. Μέχρι τώρα όλες οι επιθετικές κινήσεις που έκανε είχαν ελάχιστο έως καθόλου κόστος, που εύκολα αναλάμβανε και για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης. Κινούταν στα όρια μεταξύ Δύσης και Ανατολής, κυριολεκτικά στο «κατώφλι του χάους».

Είχε μεταβληθεί σ’ έναν «τοξικό» γεωπολιτικό παίκτη, που «μόλυνε» μια ολόκληρη περιοχή.  Αυτή η συμπεριφορά δύσκολα θα γίνει ανεκτή από μια διακυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν, που επιθυμεί να αποκαταστήσει την αξιοπιστία των ΗΠΑ διεθνώς μην επιτρέποντας σε αυταρχικούς ηγέτες να κάνουν ότι θέλουν καταπατώντας το διεθνές δίκαιο, ενώ ταυτόχρονα καταπατούν στο εσωτερικό των χωρών τους τα δημοκρατικά και ατομικά δικαιώματα των πολιτών τους. 

Ως γνωστόν, τον περασμένο Αύγουστο, ο Τζο Μπάιντεν σε δημόσια ομιλία του είχε περιγράφει τον πρόεδρο της Τουρκίας ως «αυτοκράτορα» και είχε προτείνει οι ΗΠΑ να «ενισχύσουν» τους αντιπάλους του ώστε να νικήσουν τον Ερντογάν μέσω εκλογών: «Μπορούμε να υποστηρίξουμε εκείνα τα στοιχεία της τουρκικής ηγεσίας που εξακολουθούν να υπάρχουν και να τα ενθαρρύνουμε να προσπαθήσουν να νικήσουν τον Ερντογάν. Όχι με πραξικόπημα». Οι δηλώσεις αυτές εξόργισαν την κυβέρνηση Ερντογάν, που έκανε λόγω για παρέμβαση στα εσωτερικά της Τουρκίας.

Στην ίδια προεκλογική του ομιλία ο Τζο Μπάιντεν υποστήριξε πως ο Ντόναλντ Τραμπ και η κυβέρνησή του «υποτάχθηκαν» στον Ερντογάν στη Συρία, και πρόσθεσε πως «το τελευταίο πράγμα που θα έκανα ήταν να υποχωρήσω στις απαιτήσεις του σε σχέση με τους Κούρδους». Ο Μπάιντεν είπε τότε πως οι ΗΠΑ πρέπει να εργαστούν σκληρότερα με τους συμμάχους τους, «για να απομονώσουν τις ενέργειες του Ερντογάν» στην περιοχή, ειδικά στην Ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένων των ερευνών για πετρέλαιο αλλά και άλλων ζητημάτων, δείχνοντας μια σαφή στάση υπέρ των ελληνικών θέσεων.

Η Άγκυρα ανησυχεί

Φυσικά όλα αυτά δεν άρεσαν στον Ερντογάν και στην κυβέρνησή σου, που προβλέπουν πως οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις υπό τη νέα διακυβέρνηση Μπάιντεν θα ξεκινήσουν αναμφίβολα με ένταση και ανησυχία. Η Άγκυρα ανησυχεί ότι ο Τζο Μπάιντεν θα αναπτύξει ακόμη πιο στενούς δεσμούς με την Ελλάδα και θα υιοθετήσει σκληρή γραμμή απέναντι στην Τουρκία, όχι μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και σε Συρία και Λιβύη. Ο Μπάιντεν πιθανώς να προσπαθήσει να περιορίσει τις παρεμβάσεις της Τουρκίας στην περιφέρεια της από τη Λιβύη μέχρι το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Η Άγκυρα φοβάται επίσης μήπως ο Μπάιντεν ενεργοποιήσει βαριές κυρώσεις από τις ΗΠΑ εξαιτίας της αγοράς του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400, κλυδωνίζοντας ακόμη περισσότερο την τουρκική οικονομία.

Οι δηλώσεις του Μάικλ Κάρπεντερ, εξωτερικού συμβούλου για θέματα εξωτερικής πολιτικής του νεοεκλεγέντος προέδρου Τζο Μπάιντεν, ότι η Τουρκία συμπεριφέρεται ανεύθυνα και επιθετικά και όχι ως σύμμαχος του ΝΑΤΟ και αυτό είναι ένα γεγονός που θα το δει η νέα κυβέρνηση Μπάιντεν, αρχικά με οικονομικές πιέσεις, ανησύχησε ακόμη περισσότερο την Άγκυρα. Αν μάλιστα ο Μπάιντεν θέσει ως προτεραιότητα τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, τότε η πίεση προς την τουρκική κυβέρνηση θα γίνει ασφυκτική.

Γιατί ο Μπάιντεν δε θα ρισκάρει ανοιχτή ρήξη με την Τουρκία

Οι αναλυτές ωστόσο συμφωνούν πως η κυβέρνηση Μπάιντεν τελικά δε θα ρισκάρει να περιθωριοποιήσει και να αποξενώσει την Τουρκία, η οποία παραμένει ένας σημαντικός στρατηγικός εταίρος της Δύσης, και να τη στρέψει έτσι οριστικά προς την Ανατολή. Μπορεί να επιβάλει κάποιες κυρώσεις αλλά θα επιχειρήσει να ανανεώσει τις σχέσεις της με την Τουρκία βάσει νέων, αυστηρότερων κανόνων.

Ο στόχος θα είναι να ελεγχθεί η επιθετική συμπεριφορά της Άγκυρας και ταυτόχρονα να παραμείνει δεμένη στο άρμα της Δύσης μέχρις ότου ωριμάσουν οι πολιτικές συνθήκες στο εσωτερικό της, ώστε να επέλθει πολιτική αλλαγή, με πτώση της κυβέρνησης Ερντογάν και ανάληψη της εξουσίας από κάποια φιλοδυτική κυβέρνηση. Αλλά αυτό δεν εγγυάται νηνεμία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ούτε και αυτόματη εγκατάλειψη της επιθετικής και επεκτατικής πολιτικής της Άγκυρας. Απλά η Τουρκία θα γνωρίζει πλέον πως η αποσταθεροποιητική της πολιτική δεν θα είναι χωρίς κόστος.