Εκτενές ρεπορτάζ του βρετανικού Guardian με τίτλο «Ήταν μια κόλαση, αλλά ο ιδιοκτήτης είπε ότι πρέπει να δουλέψω”: Πεθαίνοντας από τη ζέστη στην Ελλάδα» φιλοξενεί μαρτυρίες εργαζομένων σε τουριστικές περιοχές της χώρας, την περίοδο του ακραίου καύσωνα διαρκείας και των καταστροφικών πυρκαγιών που έκαναν την ατμόσφαιρα ακόμη πιο αποπνικτική.

Ads

«Η Ελλάδα βασίζεται στην τουριστική της βιομηχανία. Ωστόσο, οι έντονοι καύσωνες, οι οποίοι οδήγησαν σε πυρκαγιές σε ολόκληρη τη χώρα, κάνουν τη ζωή δύσκολη για χιλιάδες εργαζόμενους που πρέπει να εργαστούν σε εξωτερικούς χώρους – και σκοτώνουν μερικούς από αυτούς» σημειώνει χαρακτηριστικά η βρετανική ιστοσελίδα.

Το κύμα καύσωνα έχει δημιουργήσει μια νέα ανισότητα, άνθρωποι που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να δουλέψουν σε εξωτερικούς χώρους σε αβάστακτες συνθήκες καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στην εργασία και τη φυσική τους επιβίωση.

Στην κορύφωση του καύσωνα, στις 20 Ιουλίου, ένας 46χρονος που διένειμε τρόφιμα με το ποδήλατό του πέθανε από θερμοπληξία στην Εύβοια. Το περασμένο καλοκαίρι περισσότεροι από 600.000 άνθρωποι πέθαναν εξαιτίας των υψηλών θερμοκρασιών.

Ads

Η Ρούσεβα Ζορμίτσε εργάζεται ως νοσοκόμα στο Κουλούρειο Νοσοκομείο της Ύδρας εδώ και 22 χρόνια.

«Έρχονται με συμπτώματα όπως ζαλάδα, πονοκέφαλος και εμετός. Κυρίως άνθρωποι που ήταν σε βάρκες ή έξω στον ήλιο όλη τη μέρα. Η ζέστη είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για ανθρώπους που λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή που ρίχνει την πίεση τους επειδή αυτά τα φάρμακα είναι διουρητικά. Συνήθως είναι τουρίστες γιατί οι Έλληνες ξέρουν τι να κάνουν. Αλλά εάν εργάζονται στον τουρισμό ακόμη και οι μαθημένοι είναι ευάλωτοι. Ιδιαίτερα οι ψήστες που κάθονται μπροστά στη φωτιά όλη την ημέρα, αλλά και οι εργαζόμενοι σε παραλίες. Τι να κάνουν;» σημειώνει.

Προσθέτει ακόμη ότι «η κυβέρνηση πέρασε νόμο γα να σταματήσει την εργασία σε εξωτερικούς χώρους εν μέσω καύσωνα, όμως όλοι θέλουν λεφτά», υπογραμμίζοντας:

«Εάν εργάζεσαι στον ιδιωτικό τομέα κανένας δεν προστατεύεται, αυτή είναι η αλήθεια»

Όταν τους ρωτούν τη γνώμη τους μέσω των εργοδοτών τους, οι εργαζόμενοι σε beach bar και ξαπλώστρες θα υποστηρίξουν ότι ο καιρός είναι πιο ζεστός, αλλά μπορούν να ανταπεξέλθουν παρότι είναι χωρίς νερό και σκιά.

Σε ένα διάσημο ξενοδοχείο που ξένοι τουρίστες απολαμβάνουν την Πελοπόννησο από τις ξαπλώστρες τους, ένας 43χρονος εργαζόμενος είναι αποκαλυπτικός, μιλώντας, όμως, υπό το καθεστώς της ανωνυμίας:

«Την περασμένη εβδομάδα ήταν κόλαση. Πληρωνόμαστε 5 ευρώ την ώρα και εργαζόμαστε 11 με 12 ώρες την ημέρα χωρίς ρεπό. Πέρυσι αρρώστησα από τον ήλιο, έπαθα ηλίαση, όπως και ο συνάδελφός μου στην άλλη πλευρά της παραλίας. Μετά ήρθε ο ιδιοκτήτης με μερικά Gatorade και μας είπε “δυστυχώς πρέπει να δουλέψετε”» δηλώνει.

«Έχω ακόμη πονοκεφάλους και κράμπες στο στομάχι, αλλά κανένας δεν νοιάζεται. Η κυβέρνηση δεν μας βοηθάει, είναι πολύ ακροδεξιοί. Προσλαμβάνουν μόνο αστυνομικούς, ούτε τους πυροσβέστες που χρειαζόμαστε. Οι πυροσβέστες μας είπαν ότι η χώρα θα καεί και τώρα καίγεται», προσθέτει.

Όπως σημειώνει το βρετανικό μέσο, «φέτος το καλοκαίρι, παρά την μεγάλη κατακραυγή και κριτική για την αποτυχία του να υιοθετήσει πολιτικές που θα αντιμετωπίζουν καταστροφές που σχετίζονται με τις υψηλές θερμοκρασίας, το δεξιό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη κέρδισε με μεγάλη διαφορά τις εκλογές».

«Η Ελλάδα υπό τον Μητσοτάκη, όπως και όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, έχουν κατηγορηθεί ότι καθυστερούν στις προσπάθειες ανάσχεσης των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης και οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι θα εξελιχθεί σε οικονομική και υγειονομική κρίση, ιδιαίτερα για την τουριστική βιομηχανία» αναφέρει το δημοσίευμα.

«Οι τουρίστες που επισκέπτονται την Ελλάδα δεν περιμένουν τέτοια καταστροφή σε Ρόδο, Κρήτη και Κέρκυρα. Ιδιαίτερα στη Ρόδο (σ.σ. η καταστροφή) ήταν κάτι που ο ελληνικός τουρισμός δεν μπορεί να αντέξει να επαναληφθεί. Εάν συμβεί άλλη μια ή δύο φορές αυτό θα είναι το τέλος για τον ελληνικό τουρισμό. Ο πραγματικός κίνδυνος δεν είναι ο καιρός, αλλά η αναποτελεσματικότητα του ελληνικού κράτους και της δημόσιας διοίκησης» σχολιάζει ο Δημήτρης Γιαννόπουλος, οικονομικός συντάκτης και πρώην εκπρόσωπος του Γιάνη Βαρουφάκη όταν ήταν υπουργός Οικονομικών επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Στη Μήλο, ένα δημοφιλές σουβλατζίδικο κοντά στο λιμάνι είναι υποστελεχωμένο και ο 42χρονος ψήστης Ιχάμπ από την Αίγυπτο δουλεύει για έκτη σεζόν στο νησί. Στις 6.30 το απόγευμα, έχει 36 βαθμούς και η ζέστη από την ψησταριά ανεβάζει τη θερμοκρασία κατά δέκα βαθμούς, ενώ δεν υπάρχει κλιματισμός.

«Είμαι εδώ για έξι μήνες και δεν παίρνω ρεπό. Αυτή είναι η τουριστική σεζόν στην Ελλάδα, δεν ξεκουράζεσαι. Δουλεύω 13 ώρες τη μέρα και δεν έχω φάει από το πρωί. Μόνο χυμό, καφέ και νερό. Δεν υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι για να εργαστούν εδώ. Ένα τέτοιο μέρος χρειάζεται τρεις και τέσσερις ανθρώπους και είμαστε μόνο δύο» λέει στον Guardian.

Ο Ιχάμπ δούλευε κάποτε στις χώρες του Κόλπου, όπου οι θερμοκρασίες ξεπερνούν τους 43 βαθμούς και αναφέρει ότι εκεί το σύστημα απαγορεύει σε όλους να εργάζονται σε ανοικτούς χώρους από τις 12.30 έως τις 3 το μεσημέρι.

«Δουλεύει περίφημα, αλλά η Ελλάδα δεν είναι έτοιμη για ένα τέτοιο σύστημα. Δεν είμαι ευχαριστημένος εδώ πια. Την περασμένη εβδομάδα ο φίλος μου έπαθε εγκεφαλικό ενώ δούλευε σε άλλο σουβλατζίδικο» καταγγέλει.

Ο Guardian συνομίλησε και με τον Ανδρέα Μάλλη, 57χρονο επαγγελματία του τουρισμού που έχει τη δική του βάρκα στη Μήλο για να κάνει βαρκάδες σε τουρίστες. Ο κ. Μάλλης εξηγεί:

«Όταν γυρνάω σπίτι, μετά τα μεσάνυχτα, είναι τόσο ζεστά που δεν έχω την ενέργεια ούτε να πλύνω τα πιάτα. Το μόνο που κάνω είναι να πάω στην εκκλησία, να φάω λίγο και να κοιμηθώ, αλλά όχι δεν θα σκεφτόμουν ποτέ να κάτσω σπίτι. Εάν το κάνω αυτό, θα πρέπει να πουλήσω το σκάφος».