Με μια εντυπωσιακή κίνηση που προκάλεσε ήδη σεισμό στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα, άσχετα με την εξέλιξή της,  η Δημοκρατική πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, ανακοίνωσε τη νύχτα της Τρίτης, ότι ξεκινά επίσημη έρευνα επί της «διαδικασίας παραπομπής» του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, 400 μέρες πριν τις εκλογές του  Νοεμβρίου του 2020 και εν μέσω της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Οι Δημοκρατικοί κατηγορούν τον Τραμπ, ότι πίεσε και εκβίασε – με «μοχλό» την οικονομική βοήθεια – τον Ουκρανό πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι να εκκινήσει έρευνα για διαφθορά, σε βάρος του πρώην αντιπροέδρου των ΗΠΑ και φαβορί για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις επερχόμενες εκλογές, Τζο Μπάιντεν, και του δεύτερου γιου του, Χάντερ Μπάιντεν.

Ads

Η κατηγορία βασίζεται σε μια καταγγελία ενός «αξιόπιστου» – όπως χαρακτηρίζεται στα αμερικανικά ΜΜΕ – μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος. Σύμφωνα με δημοσιεύματα των αμερικανικών ΜΜΕ, ο μάρτυρας κάνει συγκεκριμένη αναφορά στο περιεχόμενο μιας τηλεφωνικής συνομιλίας μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Ουκρανού προέδρου, στις 25 Ιουλίου. Στις 9 Σεπτεμβρίου, ο γενικός επιθεωρητής των υπηρεσιών πληροφοριών Μάικλ Άτκινσον αναφέρει πως του κατατέθηκε μια καταγγελία από έναν «αξιόπιστο» μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος (whistleblower), μέλος και ο ίδιος μιας υπηρεσίας πληροφοριών, την οποία ο Άτκινσον έκρινε «αξιόπιστη και ανησυχητική», ώστε να την θεωρήσει «κατεπείγουσα» και να ενημερώσει το Κογκρέσο. Ωστόσο, η κυβέρνηση Τραμπ και ο επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Τζόζεφ Μαγκουάιρ δεν κατέθσαν αντίγραφο της αναφοράς στο Κογκρέσο.

Ο Τραμπ αναγκάστηκε την Κυριακή να παραδεχθεί ότι μίλησε με τον Ζελένσκι για τον Τζο Μπάιντεν, και το γιο του, Χάντερ, ο οποίος διετέλεσε από το 2014 έως το 2019 μέλος του εποπτικού συμβουλίου της ουκρανικής εταιρείας παραγωγής φυσικού αερίου Burisma, όταν ο πατέρας του ήταν αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα. Ομως ο Τραμπ ισχυρίστηκε, ότι η συνομιλία αυτή «δεν είχε κάτι μεμπτό» και δεσμεύτηκε να δώσει στη δημοσιότητα το περιεχόμενο αυτής της τηλεφωνικής συνομιλίας.

Ωστόσο, μερικές μέρες πριν το τηλεφώνημα με τον Ζελένσκι, ο Τραμπ διέταξε το πάγωμα στρατιωτικής βοήθειας ύψους σχεδόν 400 εκατομμυρίων δολαρίων προς την Ουκρανία, η οποία τελικά αποδεσμεύτηκε, χωρίς εξήγηση, τόσο για το «πάγωμα» όσο και για το «ξεπάγωμα», στις 12 Σεπτεμβρίου. Αυτή η ακολουθία των γεγονότων οδήγησε τους Δημοκρατικούς να υποπτευθούν, ότι ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος χρησιμοποίησε τα χρήματα της στρατιωτικής βοήθειας για να πιέσει τον Ζελένσκι να ξεκινήσει την έρευνα κατά της οικογένειας Μπάιντεν.

Ads

«Παρτίδα» τακτικής για γερά νεύρα

Το θέμα είναι – και εδώ, ακόμη και φιλικά προς τους Δημοκρατικούς ΜΜΕ, εφιστούν την προσοχή – πως η ουκρανική εταιρεία στην οποία δούλευε ο υιός Μπάιντεν, όντως είχε τεθεί στο στόχαστρο των ουκρανικών αρχών για διαφθορά, αλλά ο Χάντερ Μπάιντεν δεν κατηγορήθηκε ποτέ δημόσια.

Επιπλέον, ως αντιπρόεδρος, ο Τζο Μπάιντεν ζήτησε το 2015 την απόλυση του Ουκρανού γενικού εισαγγελέα Βίκτορ Σόκιν και χρησιμοποίησε οικονομικές απειλές για την αποπομπή του. Ο Τραμπ, μάλιστα, περνώντας στην αντεπίθεση, υποστήριξε ότι ο Μπάιντεν το έκανε αυτό για να «προστατεύσει» τον γιο του.

Ο Μπάιντεν απάντησε ότι όντως έκανε «έκκληση» για απόλυση του εισαγγελέα ως μέρος, όμως, μιας συντονισμένης προσπάθειας, με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ, εναντίον του εισαγγελέα, ο οποίος αντιμετώπιζε κατηγορίες για υπόθαλψη διαφθοράς στη χώρα του και για «υπονόμευση» της κυβέρνησης που προέκυψε μετά τα γεγονότα του Μαϊντάν στο Κίεβο το 2014. Ο Τζο Μπάιντεν διαβεβαίωσε επίσης, ότι δεν έχει ενημερωθεί ποτέ για τις οικονομικές υποθέσεις του γιου του στο εξωτερικό και ο Τραμπ «έκανε κατάχρηση της εξουσίας του επειδή «αισθάνεται ότι απειλείται».

Τα ουκρανικά ΜΜΕ ασχολήθηκαν με την υπόθεση Μπάιντεν – Σόκιν ήδη από τον περασμένο Μάιο, αναφέροντας ότι ο Τζο Μπάιντεν φερόταν να κάνει «λόμπινγκ» υπέρ των συμφερόντων του μεγαλοεπιχειρηματία και πρώην υπουργού Περιβάλλοντος, Νικολάι Ζλοτσέβσκι. Σύμφωνα με τα ουκρανικά ΜΜΕ, το ενδιαφέρον του Μπάιντεν για τον Ζλοτσέβσκι δεν ήταν τυχαίο, αφού, στον ενεργειακό όμιλο, «Burisma», ιδιοκτησίας Ζλοτσέφσκι, ήταν, όπως προαναφέρθηκε, μέλος του εποπτικού συμβούλιου, ο υιός Μπάιντεν. Για την ιστορία, μέλος του ίδιου συμβουλίου έγινε, μετά το Μαϊντάν, και ο, επίσης Δημοκρατικός, πρώην υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Τζον Κέρι.

Ίσως τα παραπάνω οδηγούν και τους – καθόλου φιλικούς προς τον Τραμπ – «New York Times» να εμφανίζονται επιφυλακτικοί ως προς την αποτελεσματικότητα της κίνησης των Δημοκρατικών. Σχολιάζουν, ειδικότερα, ότι η απόφαση της Πελόζι να προχωρήσει στην πιο σκληρή ενέργεια που μπορεί να πάρει το Κογκρέσο εναντίον ενός εν ενέργεια προέδρου «θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα αξιοσημείωτο νέο κεφάλαιο στην αμερικανική ζωή» επιδεικνύοντας «μια συνταγματική και πολιτική επίδειξη δύναμης» που μπορεί να διασπάσει περαιτέρω μια ήδη διχασμένη χώρα και να επιφέρει «μεγάλους κινδύνους» τόσο για τον Τραμπ, όσο όμως και για τους Δημοκρατικούς που αποφάσισαν να ξεκινήσουν τέτοιους είδους διαδικασία για την απομάκρυνσή του.

Η εφημερίδα σημειώνει επίσης, πως η ανακοίνωση της Πελόζι, αποτελεί μία «εκπληκτική στροφή» στην τακτική των Δημοκρατικών, μετά από μήνες «σιωπής» λόγω του «φόβου» για τις πολιτικές συνέπειες μιας επίθεσης εναντίον του Τραμπ, κυρίως λόγω του ότι η υπόθεση με την φερόμενη ρωσική «εμπλοκή» στις αμερικανικές εκλογές του 2016 «σέρνεται» από δύο χρόνια χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Είναι χαρακτηριστικό, όπως αναφέρει το δημοσίευμα, ότι η Επιτροπή Δικαιοσύνης της Βουλής των Αντιπροσώπων διεξάγει τη δική της έρευνα στα στοιχεία που κατέθεσε στο Σώμα ο πρώην διευθυντής του FBI, Ρόμπερτ Μιούλερ, επί της υπόθεσης της ρωσικής «ανάμιξης» στις εκλογές του 2016, αλλά αυτή η έρευνα δεν έχει λάβει έγκριση από το Σώμα, καθώς οι Δημοκρατικοί παραμένουν διχασμένοι για τις πολιτικές συνέπειες της δίωξης ενός εν ενεργεία προέδρου χωρίς ευρύτερη δημόσια υποστήριξη.

Αυτή τη φορά, σημειώνει η εφημερίδα, η Πελόζι φέρεται να είναι αποφασισμένη να εξαντλήσει κάθε περιθώριο που μπορεί να της αφήνει η «ουκρανική υπόθεση». «Τώρα πρέπει να χτυπήσουμε, όσο το σίδερο είναι ζεστό» φέρεται να είπε σε Δημοκρατικούς βουλευτές, σε μια σύσκεψη κεκλεισμένων των θυρών στα υπόγεια του Καπιτωλίου.

Αν και η δημόσια ανακοίνωση της Πελόζι εναντίον του Τραμπ αποτέλεσε μια «κρίσιμη καμπή», «άφησε πολλά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με το πότε και πώς οι Δημοκρατικοί σχεδίαζαν να προωθήσουν τη μομφή» σημειώνει η εφημερίδα. Φέρνει σαν παράδειγμα Δημοκρατικούς βουλευτές, οι οποίοι, ενώ δημόσια στήριξαν τη μομφή, ιδιωτικά δήλωσαν  ότι απογοητεύτηκαν από το ότι δεν διευκρινίζεται η διαδικασία, με τον κίνδυνο να χαθεί η πολιτική δυναμική της κίνησης, στον γραφειοκρατικό λαβύρινθο της λειτουργίας του Σώματος. Η εφημερίδα επικαλείται πηγές από κλειστή σύσκεψη των Δημοκρατικών, σύμφωνα με τις οποίες, κάποιοι από αυτούς προειδοποίησαν ότι μια διαδικασία αμφισβήτησης που δεν θα μπορούσε να κερδίσει ευρύτερη υποστήριξη, θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.

Έτσι κι αλλιώς, επισημαίνει το δημοσίευμα, μια απόφαση να ξεκινήσει επίσημη έρευνα παραπομπής ή καθαίρεσης του προέδρου, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η, ελεγχόμενη από τους Δημοκρατικούς, Βουλή των Αντιπροσώπων τελικά θα ψηφίσει εναντίον του Τραμπ και πολύ λιγότερο η ελεγχόμενη από τους Ρεπουμπλικανούς Γερουσία. Ωστόσο, υπογραμμίζει η εφημερίδα, η Πελόζι δεν θα ξεκινούσε τη διαδικασία αν δεν ήταν διατεθειμένη να καταλήξει σε αυτό το αποτέλεσμα.

Προς το παρόν, η τακτική των Ρεπουμπλικανών είναι να γυρίσουν «μπούμερανγκ» εναντίον των Δημοκρατικών την υπόθεση Μπάιντεν. Ο επικεφαλής του εκλογικού επιτελείου του Τραμπ, Μπραντ Πάρσκεϊλ θεωρεί ότι επειδή οι Δημοκρατικοί «δεν μπορούν να νικήσουν τον πρόεδρο Τραμπ» στο πεδίο της πολιτικής, «προσπαθούν να μετατρέψουν το σκάνδαλο του Τζο Μπάιντεν σε πρόβλημα του Τραμπ».

Προσθέτει ότι αυτή η τακτική στοχεύει στον «κατευνασμό» της «ακραίας αριστερής πτέρυγας» των Δημοκρατικών, αλλά, συμπεραίνει, το μόνο που θα καταφέρει, είναι να ενεργοποιήσει και να συσπειρώσει τους οπαδούς των Ρεπουμπλικανών γύρο από τον Τραμπ, οδηγώντας τον σε μια «σαρωτική νίκη».

Υπάρχει, πάντως, και ένα μικρός αριθμός Ρεπουμπλικανών στη Βουλή και στη Γερουσία που κρατούν μια πιο επιφυλακτική στάση δηλώνοντας ότι τους ενδιαφέρει να μάθουν περισσότερα γεγονότα «σχετικά με την κατάσταση στην Ουκρανία» προτού καταγγείλουν τους Δημοκρατικούς.

Προς το παρόν, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει την Τετάρτη στην δημοσιοποίηση ενός αντίγραφου του επίμαχου τηλεφωνήματος μεταξύ του Τραμπ και του Ζελένσκι. Την Τετάρτη μάλιστα υπάρχει και προγραμματισμένη συνάντηση μεταξύ των δύο προέδρων, με τον Τραμπ να παραχωρεί αμέσως μετά συνέντευξη Τύπου.

Ο υπηρεσιακός Διευθυντής της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ Τζόζεφ Μαγκουάιρ αναμένεται να καταθέσει την Πέμπτη δημόσια ενώπιον της Επιτροπής για τις Υπηρεσίες Πληροφοριών της Βουλής των Αντιπροσώπων, αλλά και της αντίστοιχης επιτροπής στην Γερουσία.

Η κατάθεσή του στην Γερουσία θα γίνει κεκλεισμένων των θυρών.

Το δημοσίευμα αναφέρει πως «αν και το αποτέλεσμα είναι αβέβαιο», ωστόσο, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ο Τραμπ να γίνει μόλις ο τέταρτος Αμερικανός πρόεδρος που βρέθηκε αντιμέτωπος με τέτοια διαδικασία. Οι πρόεδροι Αντριου Τζόνσον και Μπιλ Κλίντον αμφισβητήθηκαν αλλά αργότερα απαλλάχθηκαν από τη Γερουσία, ενώ ο Νίξον παραιτήθηκε πριν φτάσει το ερώτημα της καθαίρεσης στο Σώμα, δεδομένης της έκτασης και του βάθους του σκανδάλου του Γουότεργκέιτ.