Η Ανατολική Μεσόγειος είναι η μοναδική κλειστή θάλασσα που συνδέεται και με τις τρεις ηπείρους της παγκόσμιας ηπείρου, της Αφροευρασίας. Αποτελεί, εκτός από τον στρατηγικότερο κόμβο μεταφορών και ενέργειας, και χώρο έντονης πολιτισμικής, οικονομικής και γεωπολιτικής αλληλεπίδρασης. Γι’ αυτό θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική, τόσο για τις παγκόσμιες δυνάμεις, όσο και για τις περιφερειακές, που βρέχονται από αυτήν, όπως η Τουρκία. Η Άγκυρα, καθώς επιδιώκει να ισχυροποιήσει τη θέση της ως περιφερειακή δύναμη, φιλοδοξώντας  μάλιστα να μετατραπεί κάποια στιγμή και σε «παγκόσμια δύναμη» θεωρεί ότι, μέσω της Ανατολικής Μεσογείου και της θαλάσσιας στρατηγικής της, πρέπει «να ανοίξει τους ορίζοντες της σε δυναμικού χαρακτήρα, μεγάλης κλίμακας και παγκόσμιας εμβέλειας πολιτικές» (Αχμέτ Νταβούτογλου, Το Στρατηγικό Βάθος, σελ. 237) και όχι απλά εκμεταλλευόμενη τα όποια ενεργειακά κοιτάσματα, σε θαλάσσιες περιοχές που η ίδια θεωρεί ότι της ανήκουν.
 
Το «δίκαιο του ισχυρού» και οι «αδύναμοι κρίκοι»

Ads

Το πρόσφατο Μνημόνιο το οποίο υπέγραψε η Τουρκία με την κυβέρνηση της Τρίπολης, που αν και διεθνώς αναγνωρισμένη εκπροσωπεί ένα μονάχα τμήμα της Λιβύης, δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία στους γνώστες της θαλάσσιας στρατηγικής της Άγκυρας. Αποτελεί μια εξέλιξη της γεωστρατηγικής αντίληψης της  Άγκυρας περί «ζωτικών συμφερόντων» στην Ανατολική Μεσόγειο, χρησιμοποιώντας την αναχρονιστική αντίληψη για το «δίκαιο της ισχύος» ή θεωρώντας πως «η ισχύς παράγει δίκαιο», όπως έκαναν άλλωστε και όλες οι Δυτικές δυνάμεις μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Καταστρατηγώντας κάθε έννοια Διεθνούς Δικαίου ή χρησιμοποιώντας το κατά το δοκούν, επιχειρεί να χαράξει ΑΟΖ στην Αν. Μεσόγειο και στο Αιγαίο με βάση το «δίκαιο του ισχυρού», θεωρώντας την Ελλάδα και την Κύπρο ως «αδύνατους κρίκους» και, ειδικά την Κύπρο, «κράτος περιορισμένης ισχύος».

image

image

Ads

Χάρτης τουρκικών διεκδικήσεων

Για την Τουρκία αυτό δεν είναι μόνον ζήτημα «ζωτικού χώρου», εκμετάλλευσης φυσικών και ενεργειακών πόρων, αλλά και γενικότερο ζήτημα «γεωπολιτικής αναβάθμισης», και γενικότερα γοήτρου σχετικά με την αυτοεικόνα που έχει για τη δυνατότητα προβολής της ισχύος της, τόσο περιφερειακά, όσο και παγκόσμια. Διότι τις εντάσεις της με την Ελλάδα, αλλά και τη Συρία, η Τουρκία τις θεωρεί κάτι σαν προθέρμανση, «σα να προπονείται ο παλαιστής βαρέων βαρών να αντιμετωπίσει κατηγορίες μεσαίων βαρών» (Αχμέτ Νταβούτογλου, Το Στρατηγικό Βάθος, σελ. 235). Και η Τουρκία έχει μάθει να θεωρεί τον εαυτό της ως κατηγορία «βαρέων βαρών» κι εν δυνάμει παγκόσμιο πρωταθλητή.

«Πρώτος σας στόχος η Μεσόγειος…»

Έχοντας κατεξοχήν ηπειρωτικό υπόβαθρο η σημερινή γεωπολιτική της Τουρκίας έχει την τάση ν’ αποσυνδέει τη θάλασσα και τη ναυτική ισχύ, από το ευρύτερο γεωφιλοσοφικό της πλαίσιο και να την αντιμετωπίζει μηχανιστικά. Αυτό φαίνεται κι απ’ τον τρόπο με τον οποίο η γεωπολιτική της Τουρκίας αντιλαμβάνεται την Αν. Μεσόγειο και το Αιγαίο: τα θεωρεί «ζωτικό χώρο» (Lebensraum) προβολής κι επέκτασης της ισχύος της. Σύμφωνα μ’ αυτήν τη γεωπολιτική θεώρηση η δυτική Ανατολία και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου είναι αδιάσπαστα. Οι Τούρκοι θεωρούν τα ανατολικά νησιά του αρχιπελάγους «γεωλογική προέκταση» της Ανατολίας, διάσπαρτα χερσαία κομμάτια της, καθώς επίσης «οχυρά» και «πύργους», που την προστατεύουν από θαλάσσιους εισβολείς. Θεωρούν ότι ο κύριος όγκος των τουρκικών εδαφών της Ανατολίας εκτείνεται και στον υποθαλάσσιο χώρο φτάνοντας ως το δυτικό Αιγαίο. Γι’ αυτούς η Μικρά Ασία έχει ενιαία γεωπολιτική ταυτότητα, που εισχωρεί εντελώς «φυσικά» στο άναρχο αρχιπέλαγος σαν να σκοπεύει να το τιθασεύσει.

Από την εποχή που ο Κεμάλ έβαλε την ταφόπλακα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και θεμελίωσε την Τουρκική Δημοκρατία πάνω σε Δυτικά κρατικιστικά κι εθνικιστικά πρότυπα, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας επιχειρεί να συνδυάσει ηπειρωτικές και ναυτικές γεωπολιτικές θεωρήσεις, με βάση το μοντέλο της Γερμανίας του Κάιζερ στα τέλη του 19ου αιώνα. Η Γερμανία του Κάιζερ είχε αντιληφθεί ότι μόνο μ’ ένα ισχυρό πολεμικό ναυτικό και με πρόσβαση στις ανοικτές θάλασσες είχε ελπίδες να διεκδικήσει ρόλο μεγάλης δύναμης. Το ίδιο και ο γερμανοτραφής Ατατούρκ, που συμβούλευσε τους συμπατριώτες του: «Πρώτος σας στόχος η Μεσόγειος…»
 
«Το μέλλον της Τουρκίας έγκειται στη θάλασσα. Η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να γίνει μεσογειακό έθνος»

Ο θεμελιωτής της σύγχρονης Τουρκίας θεωρούσε ζωτικής σημασίας την απρόσκοπτη πρόσβαση της χώρας του στις ανοικτές θάλασσες, επειδή μέσω αυτών πίστευε ότι θα συνδεόταν ταχύτερα με τα συμφέροντα των ναυτικών δυνάμεων της Δύσης κι έτσι η εισαγωγή του Δυτικού εκσυγχρονιστικού μοντέλου, άρα και του ορθολογισμού, θα γινόταν ταχύτερα στον τουρκικό λαό, που παράμενε ακόμη δέσμιος μιας θρησκείας που εφηύρε ένας «αμαθέστατος νομάδας» (Μωάμεθ).

Μετά τον Κεμάλ η θάλασσα και ιδιαίτερα το Αιγαίο απέκτησε άλλη αξία για την Τουρκία. Δε θεωρούνταν πλέον τμήμα του Dar al Islam, όπως την περίοδο ακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά ένας φυσικός χώρος σύνδεσης της ηπειρωτικής Τουρκίας με τις, σύμμαχες πλέον, ναυτικές δυνάμεις της Δύσης και συνεπώς με το Δυτικό γεωπολιτισμικό οικοδόμημα. Για να γίνει εφικτή αυτή η σύνδεση θα έπρεπε η Τουρκία να αποκτήσει ναυτική ισχύ και οι Τούρκοι να γίνουν «μεσογειακό» έθνος: «Το μέλλον της Τουρκίας έγκειται στη θάλασσα. Η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να γίνει μεσογειακό έθνος» (Ιλχαμί Σανκάκ, τέως Υπουργός Εξωτερικών, 1974). Όμως αυτοί οι στόχοι της Τουρκίας προσέκρουαν στην αυξανόμενη κυριαρχία της Ελλάδας στο Αιγαίο.

Μ’ αυτήν την οπτική η ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου (1947), η προσπάθεια για Ένωση της Κύπρου (1955) και το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, ερμηνεύονται ως απόπειρα γεωπολιτικού «στραγγαλισμού» της Τουρκίας. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Χασάμ Ισίκ, πρώην Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας: «Όλο το έθνος εξαρτάται από την ελληνική πίεση, που προσπαθεί να στραγγαλίσει τη χώρα, περικυκλώνοντας την Τουρκία από τα δυτικά κι εμποδίζοντας την πρόσβασή της προς τη Μεσόγειο…» Αυτό βέβαια είναι υπερβολικό, εφόσον η Τουρκία έχει σήμερα 7.200 χλμ. ακτών και μόλις το 1/5 από αυτές βρίσκονται στο Αιγαίο. Άρα δεν τίθεται θέμα «αποπνιγμού», αλλά εξασφάλισης επιπλέον «ζωτικού χώρου» για μια χώρα, όπου οι ρυθμοί πληθυσμιακής αύξησης παραμένουν ακόμη σε υψηλά επίπεδα.
 
Η τουρκική «οικοπεδοφαγική» αντίληψη

Αρχικά η Τουρκία κινούνταν στα πλαίσια μιας «οικοπεδοφαγικής» αντίληψης, που έβλεπε τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου ως φυσική προέκταση της ηπειρωτικής ενδοχώρας, ως ένα ημιβυθισμένο τμήμα της Ανατολίας, που βρισκόταν πάντα σε στενή εξάρτηση με τη χερσαία μάζα της. Πιστή ακόμη στο χερσαίο γεωπολιτικό προσανατολισμό η Τουρκία αδυνατούσε ν’ αντιληφθεί τη ναυτική ισχύ και γενικότερα τη «θαλάσσια ισχύ» ως βασικό παράγοντα διασύνδεσης με το ευρύτερο Δυτικό γεωπολιτισμικό σύστημα. Από την άλλη θεωρούσε ότι η Ελλάδα, ως ναυτική δύναμη, εμφορείται από άκρατες ιμπεριαλιστικές διαθέσεις και διεκδικούσε μονοπωλιακή διαχείριση του θαλάσσιου χώρου. Για την ηπειρωτική Τουρκία, επειδή οι Έλληνες μπορούν και ατενίζουν από την Πελοπόννησο τρεις θάλασσες (Αιγαίο, Ιόνιο και Μεσόγειο) θεωρούν ότι δεν υπάρχουν σύνορα στη θάλασσα και συνεπώς όρια στην επέκτασή τους!
 
Το Αιγαίο είναι η «γεωπολιτική καρδιά» της Ελλάδας

Το παράδοξο όμως είναι ότι, ενώ οι Τούρκοι αντιλαμβάνονται το τεράστιο ειδικό βάρος της ελληνικής «θαλάσσιας ισχύος», εντούτοις συνεχίζουν να ερμηνεύουν τη γεωστρατηγική της Μεγάλης Ιδέας με βάση το χερσαίο επεκτατικό μοντέλο. Στα πλαίσια αυτής της ηπειρωτικής οπτικής Τούρκοι ιστορικοί επιχείρησαν να ερμηνεύσουν αναδρομικά τη Μεγάλη Ιδέα ως στρατηγική προσπάθεια μιας μικρής ναυτικής κατά τα άλλα δύναμης (Ελλάδα του 19ου αιώνα) να κατακτήσει σε πρώτη φάση ένα συμπαγή ηπειρωτικό κορμό (από την Πελοπόννησο μέχρι και τη Μακεδονία), ο οποίος θα λειτουργούσε ως «Heartland», και στη συνέχεια να προσπαθήσει να ελέγξει τον «περιμετρικό δακτύλιο» των νησιωτικών συμπλεγμάτων…

Η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική. Η γεωστρατηγική της Μεγάλης Ιδέας λάμβανε ως δεδομένο ότι το Αιγαίο αποτελεί τη διαχρονική γεωπολιτική «καρδιά» του Ελληνισμού. Στόχος άμεσης προτεραιότητας θεωρούνταν η απελευθέρωση της Κρήτης, που αποτελεί όχι μόνο το κλειδί για τον έλεγχο του Αιγαίου, αλλά και των θαλάσσιων μεταφορών στην ανατολική Μεσόγειο, σε μια εποχή που η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ αναβάθμιζε γεωστρατηγικά την περιοχή. Η κατάληψη της Κρήτης θεωρούνταν το πρώτο βήμα για στρατηγική και οικονομική κυριαρχία της Ελλάδας στο Αιγαίο, η οποία θα οδηγούσε σταδιακά στην απελευθέρωση όλων των παράκτιων περιοχών όπου κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο. Η ουσία είναι ότι η ελληνική γεωπολιτική θεώρηση αντιλαμβάνεται τη θάλασσα ως κέντρο, ενώ για την Τουρκία το κέντρο βρίσκεται πάντα στην ξηρά.
 
Η απόκτηση ναυτικού «ανοικτής θαλάσσης» από την Τουρκία

Στα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας από τον Τουργκούτ Οζάλ η Τουρκία επιχείρησε ένα είδος υπέρβασης του χερσαίου προσανατολισμού της, προσπαθώντας να συγκροτήσει μια ναυτική στρατηγική που θα της επέφερε μακροπρόθεσμα το γεωστρατηγικό έλεγχο ολόκληρης της ανατολικής Μεσογείου. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής έγινε μια προσπάθεια στρατηγικής διείσδυσης στο Αιγαίο με παράλληλη αμφισβήτηση τω κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, επιχειρήθηκε ο εξοπλισμός του πολεμικού ναυτικού της χώρας με προηγμένα σκάφη, η ανάπτυξη του εμπορικού ναυτικού αλλά και του παραθαλάσσιου τουρισμού. Ταυτόχρονα οι παράλιες περιοχές της Τουρκίας απέκτησαν μεγάλη οικονομική και δημογραφική σημασία, καθώς συγκέντρωσαν σταδιακά το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού της χώρας (υπολογίζεται ότι πάνω από το 60% του συνολικού πληθυσμού της Τουρκίας ζει μέσα σε μια παράλια ζώνη 100 χλμ. από τις ακτές).

Η Τουρκία προσπάθησε να επωφεληθεί «επαρκώς» από τις θάλασσές της. Άρχισε ν’ αντιλαμβάνεται, όντας πλέον σημαντική εξαγωγική και εισαγωγική δύναμη, και την ιδιαίτερη σημασία της διακίνησης των εμπορευμάτων της μέσω της θάλασσας. Ο στόχος της Τουρκίας είναι πλέον η απόκτηση «θαλάσσιας ισχύος», που θεωρείται συνάρτηση της ναυτικής ισχύος, της αύξησης της εμπορικής ναυτιλίας, του ελέγχου γεωστρατηγικών σημείων και με την εξασφάλιση απρόσκοπτης πρόσβασης στις ανοικτές θάλασσες. Βέβαια, πρώην ανώτατοι αξιωματούχοι του πολεμικού ναυτικού της Τουρκίας, όπως ο Στ. Ντερβίσογλου, πηγαίνουν ακόμη μακρύτερα και οραματίζονται ένα πολεμικό ναυτικό «ανοικτής θάλασσας» που θα έχει παγκόσμια εμβέλεια και θα λειτουργεί ως μέσο προβολής της τουρκικής ισχύος σε όλους τους ωκεανούς του πλανήτη!

Επειδή ωστόσο η Τουρκία αδυνατεί να ανταγωνιστεί την Ελλάδα στη «θαλάσσια ισχύ» (στο εμπορικό ναυτικό η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά στην 1η θέση) και αντιλαμβάνεται ότι το κόστος ενός ισχυρού πολεμικού ναυτικού είναι δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με το γόητρο που παρέχει, αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι το Αιγαίο δεν είναι ο κατάλληλος χώρος άμεσης προβολής της ισχύος της, τη στιγμή μάλιστα που η ίδια, όντας στο κέντρο ενός ασταθούς γεωπολιτικού περιβάλλοντος, έχει ανάγκη από ένα σταθερό χώρο σύνδεσης με τις ναυτικές δυνάμεις της Δύσης.
 
Η στρατηγική της «Γαλάζιας Πατρίδας» και Αιγαίο

Έτσι οι Τούρκοι πολιτικοί και στρατιωτικοί μιλούν πλέον ανοικτά για τη «Γαλάζια Πατρίδα» στην Αν. Μεσόγειο, εκτάσεως 145.000 τ,χλμ,, που θεωρούν ότι δικαιωματικά τους ανήκει, ως προέκταση του χερσαίου όγκου της Τουρκίας, ως χώρας με το μεγαλύτερο μήκος ακτογραμμών στη συγκεκριμένη περιοχή.

Επίσης κάνουν λόγο για το Αιγαίο ως «θάλασσα ειρήνης και συνεργασίας», ως «γέφυρα» που ενώνει τους δύο λαούς, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η ακριβής χάραξη των θαλάσσιων συνόρων δεν είναι κάτι που προέχει. Προτείνουν συμφωνίες οικονομικής, ενεργειακής και πολιτιστικής συνεργασίας σε τομείς όπως ο τουρισμός, οι μεταφορές κ.ά. προκειμένου να καταστεί το Αιγαίο ένας χώρος αλληλεξάρτησης των δύο χωρών στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Ανομολόγητος φυσικά στόχος τους είναι η συνεκμετάλλευση και η συνδιαχείριση του αρχιπελάγους, σε αντίθεση με την Αν. Μεσόγειο, την οποία θεωρούν αποκλειστικά δική τους.

Το ζητούμενο για την Τουρκία είναι, εκτός του να λάβει δυσανάλογα μεγάλα ποσοστά από το «πακέτο» εκμετάλλευσης του Αιγαίου, να έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στο αρχιπέλαγος, δηλαδή να μη χρειάζεται «διαβατήριο» για να το διασχίσει, έτσι ώστε να θεωρείται ναυτική δύναμη ανοικτής θάλασσας, όπως και οι περισσότερες δυνάμεις της Δύσης.
 
Η θεωρία της «στρατηγικής περικύκλωσης» της Τουρκίας

Οι Τούρκοι από την άλλη θεωρούν τη Μικρά Ασία «εθνική εστία» τους και διακατέχονται από τη φοβία ότι επειδή μια φορά στο παρελθόν ο ελληνικός «ιμπεριαλισμός» απείλησε την εστία τους, μπορεί σε ενδεχόμενη μελλοντική αδυναμία τους να χρησιμοποιήσει τις «φυσικές προεκτάσεις» της Μικρά Ασίας, δηλαδή τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, ως βατήρες για το πήδημα σ’ αυτήν.

Οι ίδιοι αντιλαμβάνονται τη σημερινή κατάσταση, δηλαδή το γεγονός ότι το νησιωτικό σύμπλεγμα του ανατολικού Αιγαίου ενώ βρίσκεται τόσο κοντά στην Τουρκία ανήκει στην Ελλάδα, ως «γεωγραφική ανωμαλία», σαν ένα είδος «αδικίας», απόρροια της έλλειψης τουρκικού στόλου το 1922 στη διάρκεια του «εθνικοαπελευθερωτικού» τους αγώνα, και ως τέτοια πρέπει να «διορθωθεί». Όπως και να ’χει η σημερινή Τουρκία αισθάνεται ανασφαλής με τόσα ελληνικά νησιά στο προαύλιό της, όχι μόνον επειδή τα νησιά αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάσεις εναντίον της, αλλά κι επειδή δεν αφήνουν την ενδοχώρα ν’ «αναπνεύσει»!

Είναι σαφές ότι η γεωπολιτική θεώρηση της Τουρκίας, που κάνει λόγο για στρατηγική περικύκλωσης και για «στραγγαλισμό» εκ μέρους της Ελλάδας, αντιλαμβάνεται το Αιγαίο ως βατήρα επέκτασης του «απόλυτου στοιχείου» της Ανατολής και όχι ως χώρο με ιδιαίτερη γεωφιλοσοφική ταυτότητα, η οποία βασίζεται στην επίδραση του θαλάσσιου στοιχείου πάνω στο ανθρώπινο πολιτισμικό οικοδόμημα.
 
Το «τόξο» και το… «βέλος»

Μάλιστα, σύμφωνα με τον Αχμέτ Νταβούτογλου «η ιστορική σώρευση των Τούρκων κατά την κατεύθυνση Ανατολής – Δύσης, η σχέση μεταξύ Ασίας και Ευρώπης μοιάζει στη σχέση του τόξου με το βέλος. Όσο περισσότερο τεντωθεί το τόξο, με τόση μεγαλύτερη ταχύτητα θα εκτοξευθεί το βέλος προς τα εμπρός».

Αυτό που θα ήθελε η Ερντογανική Τουρκία είναι να εδραιώσει τη θέση της στην Εγγύς Ανατολή, να απαλλαχθεί αν γίνεται από το «κουρδικό αγκάθι», έτσι να τεντώσει ακόμη μια φορά το «ασιατικό τόξο» ώστε το «βέλος» του να διεισδύσει βαθύτερα στη Μεσόγειο και στη Δύση γενικότερα.

Η σημερινή Τουρκία του «σουλτάνου» Ερντογάν έχει συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί ή δεν θέλει να εισέλθει πλέον στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα μέλη της οποίας είναι στην πλειοψηφία τους ναυτικές δυνάμεις, που αντιλαμβάνονται ωστόσο τη θάλασσα όχι απλά ως χώρο προβολής ισχύος κι εκμετάλλευσης αλλά ως το υπόβαθρο μιας ευρύτερης πολιτισμικής εξέλιξης, που ωθεί προς τη φιλελεύθερη ανθρωποκεντρική δημοκρατία και τον ορθολογισμό. Ωστόσο η ερντογανική Τουρκία έχει απομακρυνθεί έτη φωτός από αυτή την αντίληψη, επιστρέφοντας σε ιμπεριαλιστικές λογικές του 19ου αιώνα.
 
* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος