Σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, η ενέργεια δεν είναι απλώς ένα εσωτερικό ζήτημα κρατών. Οι τιμές του φυσικού αερίου, του πετρελαίου και – ολοένα και περισσότερο – της ηλεκτρικής ενέργειας, καθορίζονται σε σημαντικό βαθμό από τις διεθνείς πολιτικές ισορροπίες, τις γεωστρατηγικές συγκρούσεις και τις οικονομικές ανακατατάξεις. Από τις αποφάσεις του ΟΠΕΚ έως τον πόλεμο στην Ουκρανία και από τη νομισματική πολιτική των ΗΠΑ έως τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια, οι τιμές της ενέργειας βρίσκονται στο έλεος ενός σύνθετου, δυναμικού και συχνά απρόβλεπτου πλέγματος εξωτερικών παραγόντων.
Γεωπολιτική αστάθεια και «ενεργειακοί εκβιασμοί»
Η ενεργειακή αγορά είναι από τις πλέον ευαίσθητες στις γεωπολιτικές εξελίξεις. Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί ίσως την πιο χαρακτηριστική περίπτωση των τελευταίων ετών. Η στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας και η αντίδραση της Δύσης μέσω κυρώσεων προκάλεσαν μια πρωτοφανή αναστάτωση στις ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας, αποκαλύπτοντας την εξάρτηση πολλών χωρών – ιδίως της Γερμανίας – από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Η Ρωσία, ως βασικός εξαγωγέας ενέργειας, αξιοποίησε τη θέση της ως εργαλείο πίεσης, μειώνοντας ή διακόπτοντας τις ροές σε ευρωπαϊκές χώρες, με αποτέλεσμα την εκτίναξη των τιμών και έντονη αβεβαιότητα. Αντιστοίχως, η Ευρώπη αναζήτησε νέους προμηθευτές, όπως οι ΗΠΑ, η Νορβηγία και χώρες της Μέσης Ανατολής, ανατρέποντας το γεωπολιτικό ενεργειακό τοπίο.
Οι τιμές του φυσικού αερίου στο TTF (ολλανδικός κόμβος) και του πετρελαίου Brent έφτασαν σε επίπεδα-ρεκόρ το 2022, προκαλώντας ντόμινο αυξήσεων στις τιμές ρεύματος και γενικευμένο ενεργειακό πληθωρισμό. Παρότι οι τιμές σταδιακά αποκλιμακώθηκαν, η διεθνής εμπειρία κατέδειξε με σαφήνεια ότι η ενέργεια μπορεί να γίνει όπλο, αλλά και ευάλωτο σημείο των οικονομιών.
Οι αποφάσεις του ΟΠΕΚ και το ρίσκο των αγορών
Ένας από τους βασικότερους παράγοντες που επηρεάζει τις διεθνείς τιμές ενέργειας είναι οι αποφάσεις του ΟΠΕΚ (Οργανισμός Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών) και των συμμάχων του, κυρίως της Ρωσίας – γνωστοί και ως ΟΠΕΚ+. Όταν ο ΟΠΕΚ αποφασίζει να περιορίσει ή να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου, αυτό έχει άμεση επίδραση στις διεθνείς τιμές.
Για παράδειγμα, μια μείωση της παραγωγής οδηγεί σε περιορισμό της προσφοράς και άρα σε άνοδο της τιμής, ενώ το αντίθετο προκαλεί αποκλιμάκωση. Τέτοιες αποφάσεις, όμως, δεν λαμβάνονται πάντα με καθαρά οικονομικά κριτήρια – συχνά εντάσσονται σε πολιτικά παιχνίδια επιρροής ή ακόμη και ως αντίδραση στις πολιτικές των ΗΠΑ ή της Ευρώπης.
Επιπλέον, οι αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι έντονα χρηματιστηριακές και επηρεάζονται από τις προσδοκίες των επενδυτών, τις κινήσεις των hedge funds, τις φήμες και τα σενάρια. Ένα ενδεχόμενο χτύπημα σε πετρελαϊκές υποδομές ή μια ναυτική κρίση στα Στενά του Ορμούζ μπορεί να προκαλέσει εκτόξευση των τιμών, ακόμη και αν δεν έχει αλλάξει η πραγματική προσφορά.

Νομισματική πολιτική και παγκόσμια οικονομία
Ένας λιγότερο ορατός αλλά καθοριστικός παράγοντας για τις τιμές της ενέργειας είναι η παγκόσμια οικονομική συγκυρία και ειδικά η νομισματική πολιτική των ισχυρών οικονομιών. Όταν οι ΗΠΑ αυξάνουν τα επιτόκια, το δολάριο ισχυροποιείται – και δεδομένου ότι οι τιμές της ενέργειας διαμορφώνονται κυρίως σε δολάρια, αυτό κάνει την ενέργεια ακριβότερη για τις υπόλοιπες χώρες.
Αντίστοιχα, περίοδοι παγκόσμιας ύφεσης ή επιβράδυνσης (π.χ. λόγω πανδημίας, τραπεζικών κρίσεων ή επιβράδυνσης της Κίνας) οδηγούν σε μειωμένη ζήτηση ενέργειας και, άρα, σε πτώση των τιμών. Στον αντίποδα, όταν οι οικονομίες ανακάμπτουν, αυξάνεται η βιομηχανική και μεταφορική δραστηριότητα – και μαζί η κατανάλωση πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Η μετάβαση σε καθαρές τεχνολογίες, επίσης, δεν είναι άμοιρη συνεπειών: η αυξημένη ζήτηση για σπάνιες γαίες και υλικά για μπαταρίες ή φωτοβολταϊκά (λίθιο, κοβάλτιο, νικέλιο) επηρεάζει μελλοντικά το ενεργειακό κόστος, αναδεικνύοντας έναν νέο ανταγωνισμό πρώτων υλών.
Ενεργειακή μετάβαση και κρατική παρέμβαση
Η πράσινη μετάβαση, αν και αναγκαία, μεταβάλλει δραστικά την ενεργειακή αγορά. Οι μεγάλες επενδύσεις σε ΑΠΕ, δίκτυα, αποθήκευση και ηλεκτροκίνηση απαιτούν τεράστιους πόρους – κάτι που επηρεάζει έμμεσα και τις τελικές τιμές για τον καταναλωτή. Σε αρκετές περιπτώσεις, τα κόστη αυτά μεταφέρονται μέσω ρυθμιζόμενων χρεώσεων στους λογαριασμούς ενέργειας.
Από την άλλη, ολοένα και περισσότερα κράτη προχωρούν σε κρατικές παρεμβάσεις – είτε μέσω επιδοτήσεων λογαριασμών, είτε με πλαφόν τιμών χονδρικής, είτε με φορολόγηση υπερκερδών. Όμως, αυτές οι παρεμβάσεις είναι συχνά προσωρινές, δαπανηρές και εξαρτώμενες από τη δημοσιονομική δυνατότητα κάθε χώρας αλλά και την πολιτική βούληση της εκάστοτε κυβέρνησης. Έτσι, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ανάγκη για μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό.
Μια νέα εποχή αστάθειας
Η εποχή που η ενέργεια ακολουθούσε προβλέψιμα μοτίβα φαίνεται να έχει παρέλθει. Οι τιμές πλέον δεν επηρεάζονται μόνο από τη ζήτηση και την προσφορά, αλλά από ένα πλέγμα παραγόντων που περιλαμβάνει πολέμους, διεθνείς συμμαχίες, παγκόσμιες κρίσεις, ρυθμίσεις και… ψυχολογία των αγορών.
Ο ενεργειακός τομέας δεν είναι απλώς ζήτημα τεχνικό – είναι βαθιά πολιτικός και γεωστρατηγικός. Για τις κοινωνίες και τις κυβερνήσεις, αυτό σημαίνει πως η σταθερότητα των τιμών και η προσιτή ενέργεια δεν είναι πλέον δεδομένες, αλλά ένα διαρκές ζητούμενο που απαιτεί βούληση, ευελιξία, πρόβλεψη και επενδύσεις σε ανθεκτικότητα.
Το μέλλον της ενέργειας δεν θα καθοριστεί μόνο από την τεχνολογία. Θα διαμορφωθεί, επίσης, από τις σχέσεις των κρατών, τις παγκόσμιες ισορροπίες και την ικανότητα να προσαρμοστούμε σε ένα περιβάλλον όπου η μόνη σταθερά είναι η αλλαγή.