Στις 20 Ιανουαρίου 2009, πραγματοποιήθηκε η ορκωμοσία του πρώτου Αφροαμερικανού προέδρου στην ιστορία των ΗΠΑ, στο πρόσωπο του οποίου χιλιάδες Αμερικανοί έβλεπαν την αλλαγή που προσδοκούσαν. Ένα χρόνο μετά, με τη δημοτικότητα του να έχει πέσει 17 ποσοστιαίες μονάδες στο 53% και την κοινή γνώμη διχασμένη αναφορικά με την τήρηση των προεκλογικών του υποσχέσεων, η «αλλαγή» του Ομπάμα αποδεικνύεται μια δύσκολη αποστολή.

Ads

Πολλοί ψηφοφόροι υποστηρίζουν πως όχι μόνο η «αλλαγή» δεν είναι τόσο δραστική όσο υποσχέθηκε αλλά και σε ορισμένα σημεία –ειδικά στην εξωτερική πολιτική– ακολουθεί τα βήματα του προκατόχου του Τζορτζ Μπους. Άλλοι πάλι επιμένουν πως έχουν γίνει κάποια βήματα προς μια θετική κατεύθυνση και ότι είναι ακόμη νωρίς για να γίνει αξιολόγηση ειδικά λαβαίνοντας υπόψη τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης.

Ανθρώπινα δικαιώματα

Κατά την ορκομωσία του, ο Μπάρακ Ομπάμα δεσμεύτηκε ρητά για το κλείσιμο του Γκουαντάναμο. Στα μέσα Νοεμβρίου του 2009, όμως, σε συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο NBC, παραδέχτηκε ότι κάτι τέτοιο δε θα καταστεί άμεσα εφικτό για διαδικαστικούς λόγους και ότι το κέντρο κράτησης θα κλείσει στο «προσεχές μέλλον». Η προοπτική να μεταφερθούν 75 κρατούμενοι στο σωφρονιστικό κέντρο Τόμσον της πολιτείας του Ιλινόις, μια φυλακή υψίστης ασφαλείας, έχει ήδη δρομολογηθεί μέσα στο πλαίσιο της προσπάθειας των Δημοκρατικών να καταργηθεί ο νόμος ο οποίος απαγορεύει τη μεταφορά κρατουμένων του Γκουαντάναμο σε αμερικανικό έδαφος παρά μόνο εάν αυτοί επρόκειτο να δικαστούν.

Ads

Ωστόσο, οι ενέργειες αυτές επιβάλλεται να συνοδεύονται από μέτρα τα οποία θα έχουν αντίκτυπο στις συνθήκες κράτησης των φυλακισμένων, εφόσον αυτές ήταν άλλωστε που προκάλεσαν την κατακραυγή της κοινής γνώμης για το Γκουαντάναμο και όχι τόσο η γεωγραφική του τοποθεσία. Ο Ομπάμα προωθεί την απαγόρευση να χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά στοιχεία δηλώσεις κρατουμένων μετά από σκληρές και πιθανόν εξευτελιστικές ανακρίσεις, καθώς και τη μεγαλύτερη ευελιξία κατά την επιλογή των δικηγόρων τους.

Το σημαντικότερο όμως είναι πως στο προεκλογικό του πρόγραμμα δήλωσε ότι θα απέσυρε το νόμο για τις Στρατιωτικές Επιτροπές που είχε θεσπίσει ο Τζορτζ Μπους, γιατί ήταν αντίθετος με τις συμβάσεις της Γενεύης για δίκαιο χειρισμό των κρατουμένων. Ο Ομπάμα (ο οποίος επικροτήθηκε από τους υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που θεωρούσαν τις Επιτροπές αντισυνταγματικές) θα προωθούσε την ανάπτυξη μιας δίκαιης διαδικασίας, βασιζόμενης στον Ενιαίο Κώδικα Στρατιωτικής Δικαιοσύνης, ώστε να γίνεται σωστά η διάκριση ανάμεσα στους κρατουμένους στους οποίους πρέπει να ασκηθούν ποινικές διώξεις, στους κρατούμενους που δεν πρέπει να διωχθούν αλλά ο χειρισμός της περίπτωση τους οφείλει να γίνει σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και σε εκείνους που μπορούν να αφεθούν ελεύθεροι ή να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Παρόλα αυτά, στις 15 Μαΐου 2009 ανακοίνωσε ότι τελικά θα διατηρήσει τις Στρατιωτικές Επιτροπές και θα προχωρήσει μόνο στις αλλαγές που απαιτούνται ώστε να αποτελούν νόμιμο βήμα για την άσκηση διώξεων. Η κίνηση αυτή εξέπληξε δυσάρεστα τους υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εφόσον δεν απέρριπτε κάθετα τις αμφιλεγόμενες πολιτικές του Μπους –πράγμα που είχε υποσχεθεί προεκλογικά ο Αμερικανός πρόεδρος.

Σύστημα υγείας

Ενθαρρυντικά είναι τα βήματα που έχει πραγματοποιήσει ο Ομπάμα για τη μεταρρύθμιση στο σύστημα δημόσιας υγείας, στο πλαίσιο των ισχυρών αντιδράσεων που αντιμετώπιζαν πάντα οι Δημοκρατικοί από το πολιτικό και επιχειρηματικό κατεστημένο. Είναι εμφανές, όμως, πως δε διαθέτει την προαπαιτούμενη αποφασιστικότητα να πάρει το πολιτικό ρίσκο που θα οδηγήσει σε ριζοσπαστικές αλλαγές. Οι ασφαλιστικές εταιρείες εξακολουθούν να απαιτούν από εκατομμύρια ανθρώπους να αγοράζουν τα προϊόντα τους σε οποιαδήποτε τιμή τις χρεώσουν και η κυβέρνηση υποστήριξε την απαγόρευση αγοράς φαρμάκων από Καναδά και Ευρώπη σε χαμηλότερες τιμές. Εάν το πρόγραμμα του Ομπάμα εφαρμοστεί πλήρως (γεγονός δύσκολο, πρακτικά) θα μπορέσει να περιορίσει το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης αλλά και τον πληθωρισμό. Αυτό που ενδιαφέρει τον Ομπάμα περισσότερο είναι μάλλον η πολιτική νίκη επί του θέματος και λιγότερο η ριζοσπαστικοποίηση των μεταρρυθμίσεων του.

Εξωτερική πολιτική

Διάχυτη ήταν η αισιοδοξία και οι προσδοκίες για πιο μετριοπαθή εξωτερική πολιτική εκ μέρους των ΗΠΑ, όταν ο Ομπάμα ανέλαβε τα καθήκοντά του στο Λευκό Οίκο. Εντούτοις σύντομα διαψεύστηκαν, αφού ζήτησε από τον Ρόμπερτ Γκέιτς να παραμείνει στη θέση του υπουργού Άμυνας, θέση την οποία του είχε δώσει ο Μπους. Η απόσυρση των στρατευμάτων από το Ιράκ μέσα σε 16 μήνες υπήρξε προεκλογική δέσμευση του νέου προέδρου, η οποία μπήκε στη διαδικασία πραγματοποίησης αφού ανέλαβε τα καθήκοντα του στο Λευκό Οίκο. Η επιχείρηση αυτή, όμως, ήταν υπό συζήτηση ήδη επί κυβέρνηση Μπους το 2008, διότι η αυξημένη δραστηριότητα των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν προκάλεσε αυξανόμενο αριθμό Αφγανών και Αμερικανών θυμάτων με αποτέλεσμα να θεωρηθεί σκόπιμο ότι η προσοχή πλέον στρατιωτικά θα πρέπει να επικεντρωθεί εκεί.

Η τακτική λοιπόν του Ομπάμα στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής δε διαφέρει πολύ από εκείνη του προκατόχου του. Άλλωστε όπως δήλωσε και ο ίδιος στην απονομή του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης που του δόθηκε στο Όσλο το Δεκέμβριο «θα υπάρχουν στιγμές που τα έθνη –μεμονωμένα ή από κοινού– θα βρίσκουν ότι η χρήση βίας δεν είναι μόνο αναγκαία αλλά και ηθικά δίκαιη». Η ρητορική του «φιλανθρωπικού ιμπεριαλισμού», σύμφωνα με την οποία ο πόλεμος στο Αφγανιστάν αποσκοπεί και προωθεί τον εκσυγχρονισμό μιας οπισθοδρομικής χώρας, έχει απλώς χαμηλώσει τους τόνους και, επισήμως, ο στόχος της Αμερικής είναι πλέον η διάλυση της Αλ Κάιντα στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν ώστε «να περιοριστεί η απειλή εναντίον της Αμερικής και των συμμάχων της». Η αποστολή 30.000 επιπλέον στρατευμάτων στο Αφγανιστάν τα οποία προσθέτουν 30 δις δολάρια στον ήδη εκτός ελέγχου πολεμικό προϋπολογισμό, υποδεικνύει πως οι άνεργοι Αμερικανοί πιθανότατα θα βρίσκουν θέση εργασίας ως επί το πλείστον στο στρατό.

Η παράδοση των ΗΠΑ να στηρίζουν πραξικοπήματα σε χώρες της Λατινικής Αμερικής ουσιαστικά δεν σταμάτησε επί κυβέρνησης Ομπάμα. Τον Ιούνιο του 2009 στην Ονδούρα μια ομάδα περίπου 60 ένοπλων στρατιωτών εισήλθαν στην προεδρική κατοικία και ανέτρεψαν το νόμιμα εκλεγμένο πρόεδρο της χώρας, Μανουέλ Σελάγια. Αν και ο Ομπάμα επισήμως κατέκρινε το πραξικόπημα, η συνέχισή του δεν θα ήταν εφικτή χωρίς την ανοχή της Ουάσινγκτον, εφόσον η οικονομία της Ονδούρας ουσιαστικά εξαρτάται από τις ΗΠΑ.

Στο Μεσανατολικό, τέλος, ο Ομπάμα είχε δεσμευτεί κατά την προεκλογική του εκστρατεία πως θα τηρήσει τη συμφωνία που έγινε το 2007 επί προεδρίας Μπους και η οποία αφορούσε την παροχή $30 δις στο Ισραήλ, ως στήριξη της ασφάλειάς του. Το 2009 δόθηκαν $2,55 δις, όπως προβλεπόταν, στην ισραηλινή κυβέρνηση, ενώ ο Ομπάμα συμπεριέλαβε $2,78 δις στον οικονομικό προϋπολογισμό του 2010 για τον ίδιο σκοπό –τη στιγμή που ζητούσε από την κυβέρνηση του Ισραήλ να παγώσει την επέκταση των οικισμών στη δυτική Όχθη και στην Ανατολική Ιερουσαλήμ σε βάρος των Παλαιστινίων ως προϋπόθεση για ειρηνευτικές συνομιλίες.

Οικονομία

Όταν ο Ομπάμα ανέλαβε τη διακυβέρνηση των ΗΠΑ ήταν αναμφισβήτητα μια από τις χειρότερες εποχές στην αμερικανική ιστορία: 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια έλλειμμα, δύο πόλεμοι, άνοδος της ανεργίας και πρωτοφανής κρίση στο τραπεζικό σύστημα. Για την τόνωση της οικονομίας, η κυβέρνηση προέβη το Φεβρουάριο 2009 στη χορήγηση πακέτου ενίσχυσης των $787 δις. Μέχρι το καλοκαίρι, τα 10 μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ήταν πλέον σε θέση να συνεχίσουν να πληρώνουν τα υπέρογκα μπόνους που πλήρωναν στα υψηλόβαθμα στελέχη τους. Ωστόσο η κρίση ήταν ακόμα αισθητή στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα $75 δις που δόθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος στήριξης των κατόχων στεγαστικών δανείων ώστε να μπορέσουν να αναδιαμορφώσουν τις συμφωνίες τους με τις τράπεζες, αποδείχθηκε ανεπαρκές, αφού μόνο το 4,13% μπόρεσε να επωφεληθεί.

Κλιματική αλλαγή

Παρόλο που ο πρόεδρος των ΗΠΑ δήλωνε κατηγορηματικά πως η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής θα είναι μια από τις προτεραιότητές του και δεσμεύτηκε για χρήση περισσότερη καθαρής ενέργειας, στη συνδιάσκεψη της Κοπεγχάγης παρουσίασε απογοητευτικά χαμηλούς στόχους για τον περιορισμό της εκπομπής αερίων. Η παταγώδης αποτυχία της συνόδου ήταν προδιαγεγραμμένη. Οι ανεπτυγμένες χώρες, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, επιδόθηκαν σε ένα πρωτόγνωρο γύρο εκβιασμών. Είναι χαρακτηριστικό πως, μόλις η Αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον επισκέφτηκε τις Φιλιππίνες, πριν από τη συνδιάσκεψη, η πρόεδρος Γκλόρια Αρόγιο άλλαξε την ομάδα διαπραγματευτών της, οι οποίοι ζητούσαν από τη Δύση αυστηρότερες δεσμεύσεις.

της Ιωάννας Παναγιωτοπούλου