Με τον πρόεδρο Ερντογάν να επικρατεί με ποσοστό 49,5% έναντι 44,9% του αντιπάλου του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο της Τουρκίας ανακοίνωσε επαναληπτικές εκλογές για τις 28 Μαΐου αφού κανένας από τους δύο δεν συγκέντρωσε πάνω από το 50% των ψήφων.

Ads

Οι πιθανότητες του τελευταίου να μειώσει τη διαφορά των 2,5 εκατομμυρίων ψήφων φαίνεται να είναι ελάχιστες. Και παρά την φτώχεια, την ακρίβεια, τη διαφθορά και την οργή που έχει ξεσπάσει με αφορμή τις καταστροφικές συνέπειες των σεισμών του Φεβρουαρίου  θεωρείται σχεδόν σίγουρο ότι  ο Τούρκος πρόεδρος θα κερδίσει τον δεύτερο γύρο  και θα παρατείνει την εικοσαετή παραμονή του στην εξουσία για άλλα πέντε χρόνια.

Προεκλογικά οι περισσότεροι αναλυτές, παρατηρητές και εταιρείες δημοσκοπήσεων προέβλεπαν ότι είχε έρθει η ώρα της ανατροπής τον Ερντογάν, του ανθρώπου που κατέστρεψε την οικονομία και τη δημοκρατία της χώρας από τον  επονομαζόμενο «Γκάντι της Τουρκίας» Κιλιτσντάρογλου, ηγέτη ενός ανομοιογενούς συνασπισμού σοσιαλδημοκρατών, εθνικιστών, τεχνοκρατών και ισλαμιστών. Όμως, έπεσαν έξω. Βεβαίως, κάποιες μοναχικές φωνές προειδοποιούσαν  κατά της υπερβολής, όμως έπεσαν στο κενό, ακόμη και μετά την αποχώρηση της Μεράλ Ακσενέρ του κόμματος Iyi και  ηγετικού στελέχους του  συνασπισμού του Κιλιτσντάρογλου, επειδή πίστευε ότι δεν θα μπορούσε να κερδίσει.

Οι Sinan Ciddi και Steven Cook σε άρθρο τους το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Foreign Policy δράττονται της ευκαιρίας να κάνουν έναν απολογισμό και να εντοπίσουν τα λάθη των αναλυτών που δημιούργησαν την προσδοκία ότι ο Κιλιτσντάρογλου θα μπορούσε να νικήσει τον Ερντογάν. Ας δούμε, λοιπόν, τι έγινε.

Ads

Σύμφωνα με το δημοσίευμα δόθηκε υπερβολική σημασία στα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, υπήρξε υπερβολική ομφαλοσκόπηση στο Twitter και υπερβολικοί πανηγυρισμοί. Αντίθετα εστίασαν ελάχιστα  στα πλεονεκτήματα που είχε Ερντογάν και στις αδυναμίες του Κιλιτσντάρογλου. Μετά από δύο δεκαετίες στην εξουσία, ο πρόεδρος ήταν σε θέση να εργαλειοποιήσει τον κρατικό μηχανισμό, να αξιοποιήσει τη φιλική στάση των μέσων ενημέρωσης και να σπείρει τη διχόνοια με ισχυρά πολιτικά μηνύματα για την εθνική ταυτότητα. Πράγματι, σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες ο Κιλιτσντάρογλου τα πήγε όσο καλύτερα μπορούσε, όμως αντί να σταθούν σε αυτό, οι αναλυτές προτίμησαν να τονίζουν ότι ήταν σε θέση να κερδίσει τις εκλογές.

Η στάση αυτή ήταν εμφανής στις διάφορες αναλύσεις, τα άρθρα, τα podcasts και τις τηλεοπτικές εμφανίσεις έμπειρων πολιτικών αναλυτών που υποστήριζαν ότι η νίκη του Κιλιτσντάρογλου δεν ήταν απλώς πιθανή, αλλά σχεδόν βέβαιη.  Για παράδειγμα, το Medyascope ένα τουρκικό διαδικτυακό κανάλι, γνωστό για τη δημοσιογραφική του ανεξαρτησία έβγαλε στον αέρα σειρά εκπομπών όπου καταξιωμένοι Τούρκοι αναλυτές έλεγαν ότι ο επόμενος πρόεδρος θα ήταν ο  Κιλιτσντάρογλου.

Τα λάθη είναι ανθρώπινα, αναφέρει το δημοσίευμα του Foreign Policy, όμως πέρα από τις υπεραισιόδοξες αναλύσεις  για νίκη του Κιλιτσντάρογλου, αυτό που προκαλεί ανησυχία είναι η απόρριψη της άποψης των πιο συγκρατημένων  παρατηρητών ως πεσιμιστική. Όσοι αναλυτές και ειδικά οι Τούρκοι ή οι τουρκικής καταγωγής,  δεν είχαν πειστεί  για τη νίκη του Κιλιτσντάρογλου κατηγορήθηκαν είτε ως ανενημέρωτοι, είτε ως φίλοι του Ερντογάν. Ωστόσο οι πιο επιφυλακτικοί σχετικά με τα αποτελέσματα των εκλογών στην Τουρκία, δεν το έκαναν από κακή πίστη, αλλά μάλλον επειδή γνωρίζουν ότι οι αυταρχικοί ηγέτες είναι συχνά και ανθεκτικοί. Ο Ερντογάν έχει αποδείξει ότι είναι ικανός να κάνει σχεδόν τα πάντα προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία και η αντιπολίτευση είχε να αντιμετωπίσει πολλά και σημαντικά εμπόδια στον δρόμο για τη νίκη.

Οι Sinan Ciddi και Steven Cook επισημαίνουν κάποιους βασικούς κανόνες που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι πολιτικοί αναλυτές στον δεύτερο γύρο των εκλογών στην Τουρκία αλλά και γενικότερα. Πρώτα απ’ όλα θεωρούν ότι οι ελπίδες που μπορεί να έχει κάποιος δεν αποτελούν και ανάλυση. Όπως πολλοί σχολιαστές που είχαν πει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν μπορούσε να κερδίσει στις εκλογές, έτσι και οι αναλυτές που πίστεψαν σε νίκη του Κιλιτσντάρογλου επέτρεψαν στις δικές τους πεποιθήσεις, αντιλήψεις και ιδέες να διαμορφώσουν τις αναλύσεις τους. Το να βλέπουμε τα γεγονότα μέσα από το πρίσμα των δικών μας επιθυμιών είναι μεγάλο λάθος τονίζουν οι δύο αναλυτές. Γι’ αυτό και οι σχολιαστές, πέρα από τον άμεσο κύκλο των συναδέλφων, των φίλων και της οικογένειάς τους, πρέπει να εστιάζουν στις απόψεις του συνόλου της κοινωνίας. Δεύτερον, βρίσκουν τις δημοσκοπήσεις όλο και πιο αναξιόπιστες. Τις εβδομάδες που προηγήθηκαν της ψηφοφορίας, οι περισσότερες δημοσκοπήσεις έδειχναν σημαντικό προβάδισμα στον Κιλιτσντάρογλου. Οι προβλέψεις αυτές αποδείχθηκαν λανθασμένες, ακόμη και στην περίπτωση που η κυβέρνηση και ο Ερντογάν έχουν παίξει βρώμικο παιχνίδι.

Τρίτον, αναφέρει το δημοσίευμα του Foreign Policy, τα οικονομικά θέματα και το πορτοφόλι των νοικοκυριών είναι σημαντικά, αλλά η εθνική ταυτότητα μπορεί να αποδειχτεί σημαντικότερη.  Εδώ, βεβαίως υπάρχει μία αντίφαση αφού συχνά συμβαίνει το βιοτικό επίπεδο να παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των εκλογικών αποτελεσμάτων, πράγμα που  υποδηλώνει ότι οι πολίτες ψηφίζουν με βάση τα οικονομικά τους συμφέροντα. Όμως γνωρίζουμε  αυτό δεν είναι αλήθεια.

Ίσως οι δημοσκόποι θα πρέπει να αλλάξουν τη διατύπωση της ερώτησης ή προσπαθήσουν να κατανοήσουν καλύτερα πώς και γιατί οι άνθρωποι απαντούν στην ερώτηση. Για παράδειγμα, είναι πιθανό κάποιοι ψηφοφόροι να έχουν λιγότερη οικονομική άνεση, αλλά ως ευσεβείς μουσουλμάνοι να αισθάνονται πιο ασφαλείς λόγω της πολιτικής του Ερντογάν. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ότι η ποιότητα της ζωής τους είναι  καλύτερη από ότι ήταν πριν.

Επιπλέον, στο διαδίκτυο, στις πλατφόρμες όπως το Twitter ή τα προσωπικά ιστολόγια δεν αντικατοπτρίζεται το σύνολο της κοινωνίας και δεν υπάρχει η ποικιλομορφία που πολλοί από εμάς νομίζουμε.

Υπάρχουν, επίσης, σοβαρά ερωτηματικά σχετικά με την καταμέτρηση των ψηφοδελτίων και τον τρόπο με τον οποίο ο Ερντογάν χρησιμοποίησε το κράτος προς όφελός του. Ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διεξαγωγή της ψηφοφορίας ήταν «χωρίς διαφάνεια» και επέκρινε τόσο τη στάση των μέσων ενημέρωσης όσο και τους  «περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου» κατά την προεκλογική περίοδο. Όλα αυτά είναι αναμφίβολα αληθινά, αλλά στην Τουρκία υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος.

Παρά τις κακές οικονομικές συγκυρίες, έναν καταστροφικό σεισμό και μια δυναμική αντιπολίτευση, ο Ερντογάν παραμένει δημοφιλής και το μήνυμά του για ευσέβεια, εξουσία και ευημερία συνεχίζει να έχει απήχηση.