Το σκάνδαλο με τα βασανιστήρια στις φυλακές του Αμπού Γκράιμπ θα επηρεάσει βαθύτερα τις σχέσεις ορισμένων κυρίαρχων αμερικανικών ΜΜΕ με την κυβέρνηση Bush. Οι New York Times (26/05/2004) σε κύριο άρθρο, που υπογράφει η εκδοτική ομάδα της εφημερίδας, το οποίο τιτλοφορείται «Οι Times και το Ιράκ» [«The Times and Iraq»], κάνουν σκληρή αυτοκριτική.

Ads

Αναγνωρίζουν τα λάθη που έκαναν στην κάλυψη του πολέμου και παραδέχονται ότι αποδέχθηκαν συχνά, χωρίς να κάνουν έρευνα, δηλώσεις ιρακινών εξόριστων και «γερακιών του Πενταγώνου», που είχαν δασκαλευτεί από την κυβέρνηση Bush, προκειμένου η κοινή γνώμη να πειστεί για την αναγκαιότητα του πολέμου.

Η αμερικανική δημοσιογραφία κατηγορείται ότι αποδέχθηκε άκριτα την πολιτική Bush για ένα προληπτικό διαρκή πόλεμο. Το γιατί να κηρυχθεί πόλεμος είχε θαφτεί για μια ακόμη φορά κάτω από τόνους προπαγανδιστικού υλικού. Αυτή τη φορά οι New York Times δεν περιορίζονται σε αυτοκριτική, όπως συνέβη σε προηγούμενες ένοπλες συρράξεις (Βιετνάμ, Παναμάς, πόλεμος του Κόλπου).

Η εφημερίδα ξεκινά έναν δικαστικό αγώνα, επικαλούμενη το αμερικανικό Σύνταγμα για τη δυνατότητα πρόσβασης σε πορίσματα δημόσιων υπηρεσιών, ο οποίος έχει ως αποτέλεσμα να διασφαλίσει 8.000 απόρρητα έγγραφα του Πενταγώνου από το 2002 και μετά. Έτσι, το 2008, πέντε χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου στο Ιράκ, η ναυαρχίδα του αμερικανικού Τύπου δημοσιεύει μια αποκαλυπτική έρευνα με την υπογραφή του David Barstow, η οποία αναδημοσιεύεται στον ευρωπαϊκό Τύπο.

Ads

Σύμφωνα με τους New York Times, η αμερικανική κυβέρνηση είχε ενεργοποιήσει μια ομάδα από 75 spin doctors, δηλαδή «αναλυτές» που επεξεργάζονται και παρέχουν εν γνώσει τους στα ΜΜΕ μεροληπτικές ή εσφαλμένες ερμηνείες γεγονότων με σκοπό τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, υπό την εκπρόσωπο Τύπου του Πενταγώνου, Torie Clarke, για να ομογενοποιήσει την εικόνα των πολεμικών γεγονότων και της μετέπειτα κατοχής στο Ιράκ, υπερασπιζόμενη την ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής και υποβαθμίζοντας τις ανθρώπινες απώλειες μεταξύ αμάχων.

Για τον λόγο αυτόν το Πεντάγωνο επιχείρησε πριν από την έναρξη του πολέμου να καλλιεργήσει καλές σχέσεις με δημοσιογράφους, πρόθυμους να εξαγοραστούν, προώθησε την τακτική των ενσωματωμένων πολεμικών ανταποκριτών και το κυριότερο συνήψε συμβόλαια με πρώην στρατιωτικούς, οι οποίοι αμείβονταν για κάθε εμφάνισή τους στα τηλεοπτικά δίκτυα από 500 έως 1.000 δολάρια για να προβάλλουν τις θέσεις του Πενταγώνου.

Ουδείς φυσικά εκ των τηλεθεατών και των αναγνωστών γνώριζε ότι οι δήθεν ανεξάρτητοι αναλυτές, που μιλούσαν στα κυρίαρχα αμερικανικά Μέσα (CNN, FOX News, MSNBC, ABC, New York Times, Washington Post κ.ά.), εκφράζοντας δήθεν αμερόληπτα και αδέσμευτα τη γνώμη τους, ήταν έμμισθοι υπάλληλοι του Πενταγώνου.

Ο Barstow αναφέρει ότι «ο απόστρατος στρατηγός James Marks και αναλυτής του CNN από το 2002 έως το 2007 ήταν κορυφαίο στέλεχος της MacNeil Technologies, που ανέλαβε συμβόλαια στο Ιράκ, όπως και ο στρατηγός Makeynerny, που συμμετέχει στο Δ.Σ. της Nortel Government Solutions, η οποία ανέλαβε τις τηλεπικοινωνιακές υποδομές της χώρας. Ο αναλυτής του FOX News, Timour Ends, ήταν πρώην αξιωματικός και στέλεχος στην Blackbird Technologies, ο ιδιωτικός στρατός της οποίας κατηγορήθηκε το 2007 για δολοφονίες αμάχων».

Οι περισσότεροι αναλυτές που παρουσιάζονταν στα τηλεοπτικά κανάλια και έγραφαν άρθρα σε εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας ήταν ιδεολογικά φίλα προσκείμενοι στην πολιτική Bush και ένθερμοι υποστηρικτές του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Ένας μάλιστα εξ αυτών δήλωνε απροκάλυπτα πως για την ήττα στο Βιετνάμ ευθύνη έφερε ο φιλελεύθερος Τύπος.

Επιπλέον, ως πρώην στρατιωτικοί οι ίδιοι ήταν πρόθυμοι να δουν με «φιλική ματιά» τις όποιες… παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποδομώντας τις εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας και άλλων διεθνών οργανισμών. Επίσης, δεν δεσμεύονταν από τους κανόνες δεοντολογίας των δημοσιογράφων και από τους κανονισμούς των ΜΜΕ για τυχόν «αντικρουόμενα συμφέροντα», εφόσον δεν ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν περαιτέρω πληροφορίες για τις υπόλοιπες δραστηριότητές τους.

Η έρευνα των New York Times δεν ήταν παρά η αρχή μιας σειράς αποκαλύψεων που θα συνεχιστούν τα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με έρευνα του Crofton Black και της Abigail Fielding-Smith, του Γραφείου Ερευνητικής Δημοσιογραφίας [Bureau of Investigative Journalism], το Πεντάγωνο πλήρωσε 500 εκατομμύρια δολάρια στη βρετανική εταιρεία δημοσίων σχέσεων, Bell Pottinger, προκειμένου να παραγάγει οπτικοακουστικό υλικό που θα δημιουργούσε αρνητική εικόνα για την Αλ Κάιντα στο Ιράκ.

Η αποκάλυψη έγινε από τον Martin Wells, πρώην υπάλληλο της βρετανικής εταιρείας, ο οποίος κατασκεύαζε αυτά τα fake news. Πρόκειται για ιστορία που θυμίζει ταινία. Τον Μάιο του 2006 ο Wells κάνει αίτηση για να προσληφθεί σε μια εταιρεία παραγωγής ειδήσεων με έδρα στη Μέση Ανατολή. Αντιλαμβάνεται γρήγορα ότι πρόκειται για μυστική υπηρεσία πληροφοριών, η οποία τον μεταφέρει στη Βαγδάτη, όπου αρχίζει να εργάζεται υπό την αυστηρή επιτήρηση ένοπλων φρουρών.

Εκτός από την παραγωγή τηλεοπτικών σποτ εναντίον της Αλ Κάιντα, στα οποία η πηγή φαινόταν ξεκάθαρα, εξηγεί ο Wells, «κατασκευάζαμε ρεπορτάζ που στέλναμε σε αραβικά τηλεοπτικά δίκτυα και άλλα ρεπορτάζ, στα οποία δεν φαινόταν η προέλευση, τα οποία προπαγάνδιζαν τις θέσεις της Αλ Κάιντα.

Αυτά τα βίντεο, διάρκειας δέκα λεπτών, τα δίναμε στους πεζοναύτες, οι οποίοι τα άφηναν κρυφά σε διάφορα μέρη όπου πήγαιναν, για παράδειγμα σε σπίτια υπόπτων για τρομοκρατία, μακριά από εμπόλεμες ζώνες ώστε να προκαλέσουν δημοσιογραφικό ενδιαφέρον… [όχι μόνο στη Βαγδάτη, αλλά και] στο Ιράν, στη Συρία πριν από τον πόλεμο, ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες».

Μ’ άλλα λόγια προπαγανδιστικά βίντεο της Αλ Κάιντα, τα οποία κυκλοφορούσαν παράνομα σε cd και προβάλλονταν στο διαδίκτυο την περίοδο 2006-2011 και των οποίων την αυθεντικότητα πιστοποιούσαν το Πεντάγωνο και η CIA, στην πραγματικότητα ήταν προϊόντα της αμερικανικής προπαγάνδας.

Σκοπός της όλης επιχείρησης μαύρης προπαγάνδας, εκτός από τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης σε αραβικές χώρες, ήταν η παρακολούθηση όσων είχαν στην κατοχή τους αυτά τα cd ή τα έβλεπαν στο διαδίκτυο.

Ο Wells εξήγησε ακόμη ότι οι μηχανισμοί προπαγάνδας του Πενταγώνου χρησιμοποιούν τεχνικές που πολύ δύσκολα μπορούν να γίνουν αντιληπτές από τα ΜΜΕ και ξεφεύγουν από τυχόν ελέγχους κοινοβουλευτικών επιτροπών στην περίπτωση που αποκαλυφθούν.

Οι αποκαλύψεις του Wells, που δημοσιοποιήθηκαν από το Bureau of Investigative Journalism ‒και οι οποίες αγνοήθηκαν από την πλειοψηφία των κυρίαρχων διεθνών Μέσων‒ θέτουν επί τάπητος ένα ζήτημα. Η προπαγάνδα ανέκαθεν στη διάρκεια πολέμων παρήγαγε ψευδείς ειδήσεις, οι οποίες κυκλοφορούσαν συνήθως σε εμπόλεμες ζώνες και χώρες.

Τα fake news, όμως, που παρήγαγε η βρετανική εταιρεία δημοσίων σχέσεων για λογαριασμό της αμερικανικής κυβέρνησης, κυκλοφόρησαν σ’ όλον τον κόσμο, σε Ευρώπη, Ασία και Αμερική, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ. Εκατομμύρια άνθρωποι, που τα διάβασαν και τα είδαν σε χώρες που δεν εμπλέκονταν στον πόλεμο, παραπλανήθηκαν.

Το ερώτημα, συνεπώς, είναι εάν υπάρχουν όρια στη χρήση τεχνικών του ψυχολογικού πολέμου που αναπτύσσει μια κυβέρνηση με στόχο τη χειραγώγηση των πολιτών. Ο ιδρυτής, πάντως, της Bell Pottinger, λόρδος Timothy Bell, πρώην σύμβουλος επικοινωνίας της Μάργκαρετ Θάτσερ, που συνεργάστηκε στο παρελθόν με δικτατορικά καθεστώτα (Χιλή, Συρία), σε δηλώσεις του στη Sunday Times, τονίζει: «Είμαστε πολύ υπερήφανοι για ό,τι κάναμε προκειμένου να βοηθήσουμε στην επίλυση της κατάστασης στο Ιράκ. Δεν κάναμε, όμως, αρκετά… [Ό,τι πράξαμε] εντασσόταν στις επιχειρήσεις των αμερικανικών μηχανισμών προπαγάνδας».

Αναφερόμενα στην α(να)ξιοπιστία των ΜΜΕ πριν από την έναρξη αλλά και κατά τη διάρκεια της επέμβασης στο Ιράκ, τα επιστημονικά περιοδικά American Journalism Review και το Columbia Journalism Review επισήμαναν ότι τα αμερικανικά Μέσα και κυρίως τα τηλεοπτικά δίκτυα «χάιδευαν» την κυβέρνηση Bush και απέκλεισαν τις φωνές που εναντιώνονταν στον πόλεμο (Russ-Mohl & Hoehne, 21/05/2004).

Ιδιαίτερα το κανάλι FOX και άλλα 175 Μέσα σ’ όλον τον κόσμο, που ανήκουν στον βαρόνο Rupert Murdoch, υποστήριξαν τις επιλογές Bush και Blair. «Η αμερικανική δημοσιογραφία ουσιαστικά υποτάχθηκε στη λογική του FOX», παραδέχθηκε ο τότε διευθυντής του CNN στην Ουάσινγκτον, Frank Sesno.

Το ερώτημα «γιατί ένας ακόμη πόλεμος», που έθεσαν ευρωπαϊκά και αραβικά Μέσα, ήταν προφανώς εκτός των ενδιαφερόντων των Αμερικανών. Από τα 414 ρεπορτάζ που μετέδωσαν τα τηλεοπτικά δίκτυα NBC, ABC και CBS το διάστημα από τον Σεπτέμβριο του 2002 έως τον Φεβρουάριο του 2003, σχεδόν όλα είχαν ως πηγή τον Λευκό Οίκο, σύμφωνα με τον αναλυτή Andrew Tyndall, και μόλις 34 ρεπορτάζ, δηλαδή το 8%, χρησιμοποίησε άλλη πηγή.

«Τα αμερικανικά Μέσα δεν επέδειξαν πατριωτισμό απέναντι στα πράγματα, αλλά εθνικισμό… [Διότι] για εμάς τους δημοσιογράφους πατριωτισμός σημαίνει να είμαστε δύσπιστοι.… Ξεχάσαμε να κάνουμε αυτό που η δημοκρατία απαιτεί από εμάς: να αμφισβητούμε την πολιτική εξουσία» (Overholser, 21/01/2005).

*Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και παραγωγός ντοκιμαντέρ, διδάκτωρ του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ. Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται  από το βιβλίο του «Η αλήθεια βομβαρδίζεται. Τα ΜΜΕ και ο Πόλεμος με το βλέμμα ενός πολεμικού ανταποκριτή», εκδ. Παπαζήση.