Στη δημοσιότητα ήρθαν απόρρητα έγγραφα με σημειώσεις από συνάντηση της Κοντολίζα Ράις με Γερμανό διπλωμάτη, μερικές εβδομάδες πριν την εισβολή στο Ιράκ. Σύμφωνα με τα έγγραφα, που δημοσιεύει το Spiegel, η γερμανική κυβέρνηση επιχείρησε να αποτρέψει τον πόλεμο, γεγονός που έρχεται σε σύγκρουση με τη βιογραφία του Τζορτζ Μπους, στην οποία ισχυρίζεται ότι ο Γκέρχαρντ Σρέντερ θα υποστήριζε τον πρόεδρο σε περίπτωση που επέλεγε να εισβάλλει στο Ιράκ.

Ads

Ο καγκελάριος Σρέντερ και ο Γιόσκα Φίσερ έκαναν επανειλημμένες προσπάθειες σε δημόσιο και ιδιωτικό επίπεδο, ωστόσο ο Μπους ήταν αμετακίνητος, όπως προκύπτει από τα έγγραφα. Ήταν αποφασισμένος να εξαπολύσει πόλεμο εναντίον του Σαντάμ Χουσεΐν, στο όνομα της «ελευθερίας» της Μέσης Ανατολής. Μία απόφαση που εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη αποτυχία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ, κοστίζοντας τη ζωή περισσότερων από 100.000 Ιρακινών πολιτών και Αμερικανών στρατιωτών και πλήττοντας την αξιοπιστία της Ουάσινγκτον.

Στα απομνημονεύματα του Μπους που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα, ο πρώην πρόεδρος υποστηρίζει ότι ο καγκελάριος Σρέντερ -ο οποίος επανεκλέχθηκε το 2002 κυρίως εξαιτίας της αντιπολεμικής στάσης του ως προς το Ιράκ- του είχε υποσχεθεί τον Ιανουάριο του ίδιου έτους ότι θα υποστήριζε την απόφασή του εάν προχωρούσε σε πόλεμο. Οι ισχυρισμοί αυτοί εξόργισαν πολλούς, ενώ ο ίδιος ο Σρέντερ δήλωσε ότι ο Μπους «δεν λέει την αλήθεια».

Το απόρρητο έγγραφο, που βρέθηκε στην κατοχή του Spiegel, περιέχει σημειώσεις από συνάντηση της τότε συμβούλου εθνικής ασφαλείας του Μπους, Κοντολίζα Ράις, με τον Κλάους Σάριοθ, υφυπουργού του γερμανικού υπουργείου εξωτερικών, ο οποίος είχε πάει στη Ουάσινγκτον για να προσπαθήσει να μεταπείσει τα μέλη της κυβέρνησης από την επίθεση.

Ads

Η συνάντηση διήρκεσε περίπου 90 λεπτά, κατά τα οποία η Rice υπερασπιζόταν «ανυποχώρητα και αυστηρά» την πολιτική των ΗΠΑ, ενώ ο Σάριοθ επέμενε σθεναρά στις προσπάθειές του να τη μεταπείσει. Εκ των υστέρων, οι γερμανικές αντιρρήσεις και προβλέψεις αποδείχθηκαν σωστές. Η Rice υποστήριζε ότι το Ιράκ θα εκμεταλλευόταν τις ευκαιρίες ανοικοδόμησης όπως αυτές που απήλαυσε η Γερμανία μετά το 1945, ενώ ο Σάριοθ προειδοποιούσε ότι δεν θα έπρεπε να περιμένουν μία γρήγορη εδραίωση της δημοκρατίας στη Βαγδάτη και ότι το πολιτικό κόστος θα ήταν υψηλότερο από τις πολιτικές αποδοχές.

Ο Γερμανός προέβλεψε, επίσης, ότι θα επωφελούνταν από τον πόλεμο αυτό κυρίως το Ιράν και ότι θα περιπλέκονταν περαιτέρω οι προσπάθειες βελτίωσης των σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης. Ακόμα μίλησε για πιθανή αύξηση των τρομοκρατικών επιθέσεων ως αντίποινα, για την ανάγκη να κερδηθούν «οι καρδιές και το μυαλό της μουσουλμανικής ελίτ και των νέων» -κάτι που με πόλεμο δε θα μπορούσε να επιτευχθεί- και την πιθανότητα ενίσχυσης του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού και τρομοκρατίας.

Η συζήτηση αυτή συνέβη λίγες μέρες μετά τον περίφημο λόγο του τότε υπουργού των ΗΠΑ Κόλιν Πάουελ, στον οποίο παρουσίασε τις υποτιθέμενες αποδείξεις για την κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής από τον Χουσεΐν. Οι Γερμανοί φαίνεται να είχαν αμφιβολίες για την επάρκεια των στοιχείων. Ο Πάουελ προσπαθούσε να πείσει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να επιτρέψει τον πόλεμο, με επιχείρημα ότι το ίδιο το Συμβούλιο 3 μήνες πριν είχε απειλήσει το Ιράκ με «σοβαρές συνέπειες» σε περίπτωση «ουσιαστικής παράβασης» των κανόνων σχετικά με τα όπλα.

Όσες έρευνες έχουν πραγματοποιηθεί από το 2002 από τον ΟΗΕ και το Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας για όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ ήταν ανεπιτυχείς. Οι Αμερικανοί ωστόσο ήταν την περίοδο εκείνη ανυπόμονοι να εισβάλλουν στο Ιράκ για να αποφύγουν τις αντίξοες συνθήκες των θερινών μηνών. Η Rice στην απόρρητη συζήτηση υποστήριζε ότι «είχαν προσπαθήσει τα πάντα» και τα προηγούμενα 12 χρόνια ο Χουσεΐν «πάντα παραπλανούσε, απέκρυπτε και καθυστερούσε».

Τελικά, παρά τις προσπάθειες του Βερολίνου, που προέτρεπε να ενταθούν και να παραταθούν οι έρευνες για όπλα και συμμάχησε ακόμα και με τον τότε Γάλλο πρόεδρο Ζακ Σιράκ και τον τότε Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, τίποτα δε βοήθησε. Στις 20 Μαρτίου του 2003, οι ΗΠΑ βομβάρδισαν τη Βαγδάτη, ξεκινώντας τον πόλεμο χωρίς καμία υποστήριξη από τον ΟΗΕ.