Την ώρα που οι Αμερικανοί προσπαθούν, με την τακτική του «μαστίγιου και του καρότου», να αποτρέψουν του Ιρακινούς πολιτικούς από μια προσέγγιση με το Ιράν, εντός του Ιράκ το πιο δημοφιλές αστείο είναι ότι το Καλοκαίρι «πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ των αμερικανικών βομβαρδισμών και των ιρανικών κλιματιστικών».
Σύμφωνα με την Le Monde diplomatique, στην πραγματικότητα δεν υφίσταται δίλημμα, δεδομένου ότι ο ISIS δεν συνιστά πλέον υπαρξιακή απειλή για την Βαγδάτη ώστε να απαιτούνται αμερικανικές αεροπορικές επιδρομές, οι οποίες, παρεμπιπτόντως, ματοκυλούν περισσότερο τον άμαχο πληθυσμό αντί τους ένοπλους τζιχαντιστές. Αντίθετα, το δίλημμα αφορά την Ουάσιγκτον, η οποία καλείται εκ των πραγμάτων να αποφασίσει – και μάλιστα σύντομα – μεταξύ του να απαιτήσει από το Ιράκ να λάβει δρακόντειες κυρώσεις εναντίον του Ιράν, αφήνοντας έτσι τον κόσμο από την Βασόρα και προς τον νότο να «βράσει» από την ζέστη το Καλοκαίρι, ή να υιοθετήσει μια στρατηγική που να βασίζεται λιγότερο στη στρατιωτική πυγμή και τις διπλωματικές απαιτήσεις και περισσότερο στην ανθρωπιστική, εμπορική και οικονομική βοήθεια.
Η πρώτη επιλογή – «αφήστε τους να βράσουν» – θα οδηγήσει σε περισσότερες και μεγαλύτερες αναταραχές απαιτώντας εντονότερα την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων. Η δεύτερη θα μπορούσε να αντιστρέψει την πτωτική τάση της αμερικανικής επιρροής στην περιοχή.
Πόλεμος επιρροής
Σε αυτή τη μάχη για επιρροή, οι ΗΠΑ αμφισβητούνται από ένα όλο και πιο φιλόδοξο Ιράν, το οποίο θεωρεί το Ιράκ ως υπό ανάπτυξη χώρα και όχι ως πεδίο μάχης με τις ΗΠΑ. Έχοντας προσφέρει σημαντική στρατιωτική στήριξη στον αγώνα κατά του ISIS, η Τεχεράνη έχει μετατοπίσει πρόσφατα το ενδιαφέρον της στη διεύρυνση των σχέσεών της με τη Βαγδάτη. Η πρώτη επίσκεψη του Ιρανού προέδρου Χάσαν Ρουχανί στη Βαγδάτη στις 12 και 13 Μαρτίου χρεώθηκε από τα κυριότερα δυτικά μέσα ενημέρωσης ως μια προσπάθεια αύξησης της επιρροής του στο Ιράκ και τα τοπικά μέσα ενημέρωσης μίλησαν για τις φιλοδοξίες της Ισλαμικής Δημοκρατίας να «εμβαθύνουν τους οικονομικούς δεσμούς» και «να ενισχύσουν τους αδελφικούς δεσμούς» μεταξύ των δύο κρατών.
Το χειρότερο, για τις ΗΠΑ, ήταν, η εύλογη σύγκριση της επίσκεψης του Ρουχανί, η οποία περιελάμβανε θριαμβευτική περιοδεία σε όλο το Ιράκ και θερμούς χαιρετισμούς με πολιτικούς και θρησκευτικούς παράγοντες μπροστά στις κάμερες, με την τρίωρη, νυχτερινή, «μουλωχτή» επίσκεψη του Τραμπ στην αεροπορική βάση Αλ Ασαντ στη Βαγδάτη τον περασμένο Δεκέμβριο, στο πλαίσιο της οποίας δεν υπήρξε καμία συνάντηση με Ιρακινούς ηγέτες ή αξιωματούχους. Το αποτέλεσμα: Ο Ρουχανί γύρισε με επαίνους από το Ιράκ για την ενίσχυση των επιχειρηματικών και διπλωματικών σχέσεων, ενώ ο Τραμπ «λούστηκε» την απαξιωτική κριτική για παραβίαση της ιρακινής κυριαρχίας και ασέβεια έναντι των ηγετών της χώρας.
Ακόμη χειρότερα, η μεγαλειώδης γκάφα του Τραμπ στις 3 Φεβρουαρίου, ο οποίος είπε ότι τα αμερικανικά στρατεύματα βρίσκονται στο Ιράκ για να «παρακολουθούν το Ιράν», θεωρήθηκε ως ακόμη μία προσβολή της ιρακινής κυριαρχίας και καταδικάστηκε από όλο το ιρακινό πολιτικό φάσμα. Η έκτακτη επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Άμυνας, Πάτρικ Σανάχαν στο Ιράκ, σε μια προφανή προσπάθεια να περιορίσει τη ζημιά, δεν βοήθησε πολύ. Οι φιλότιμες προσπάθειές του να κατευνάσει τους εξοργισμένους Ιρακινούς δεν αρκούσαν στο να αποτρέψουν τους ισχυρούς πολιτικούς συνασπισμούς Σαϊρούν (Sairoon) και Φατάχ (Fatah, σσ: Καμία σχέση με την παλαιστινιακή οργάνωση) από τη σύνταξη ενός νομοσχεδίου που ζητά την αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων από το Ιράκ.
Η αλήθεια είναι, ότι η γκάφα του Τραμπ απλώς επιτάχυνε μια ήδη εξελικτική διαδικασία και επιβεβαίωσε τα αντιαμερικανικά αισθήματα των Ιρακινών. Διότι, σύμφωνα με το Foreign Policy, υπάρχει μια ισχυρή ένωση ιρανικών και ιρανικών στρατιωτικών και πολιτικών δυνάμεων που προσπαθεί ενεργά να πετάξει τις ΗΠΑ έξω από τη χώρα. Για παράδειγμα, ο αρχηγός των ιρανικών Φρουρών της Επανάστασης, Καζίμ Σολεϊμάνι, βρίσκεται κοντά στην ιρακινή Φατάχ.
Οι σιίτες διοικητές των υποστηριζόμενων από το Ιράν ιρακινών πολιτοφυλακών, που είναι γνωστές ως Δυνάμεις Λαϊκής Κινητοποίησης, πιέζουν επίσης για την απόσυρση των ΗΠΑ. Ο Καϊς Καζαλί, ένας κυρίαρχος αντιαμερικανός σιίτης διοικητής, ο οποίος βρίσκεται κοντά στο Σολεϊμάνι, απειλούσε τα αμερικανικά στρατεύματα μέσα από το Twitter. Ο Καζαλί θεωρεί και το λέει, ότι η παρουσία των ΗΠΑ εξυπηρετεί το Ισραήλ και όχι το Ιράκ και ορκίστηκε να μετατρέψει τους Αμερικανούς στρατιώτες σε στόχους εάν δεν εγκαταλείψουν τη χώρα.
Το Foreign Policy εκτιμά ότι οι απειλές του πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Οι Δυνάμεις Λαϊκής Κινητοποίησης είναι σχεδόν εξίσου ισχυρές με τις κανονικές στρατιωτικές δυνάμεις. Παρόλο που πολλοί μαχητές τους βρίσκονται στην κρατική μισθοδοσία του Ιράκ, λειτουργούν εκτός του ελέγχου της Βαγδάτης και διαθέτουν δικό τους οπλισμό.
Τα χρήματα ακούγονται δυνατότερα από τα τελεσίγραφα
Αυτό που φαίνεται να χαθεί και στην Ουάσινγκτον σε σχέση με το Ιράκ είναι ο έλεγχος της λαϊκής δυσαρέσκειας και η πιθανότητα πολιτικής αστάθειας. Από τα μέσα Ιουλίου έως τα τέλη του 2018, βίαιες διαδηλώσεις συντάραξαν τη Βασόρα και τη Βαγδάτη, με τον κόσμο να απαιτεί δουλειές και στοιχειώδεις υπηρεσίες. Με το ISIS ηττημένο, δεν υπήρχε πλέον κανένας διαθέσιμος «βάρβαρος» ώστε να χρησιμοποιηθεί από την Ουάσιγκτον και την Βαγδάτη ως «μπαμπούλας» της λαϊκής οργής. ‘Ετσι, η σκληρή πραγματικότητα της οικονομικής εξαθλίωσης της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού, ξεχείλισε και πλημμύρισε τη χώρα.
Ωστόσο, οι Αμερικανοί, μην έχοντας τίποτε άλλο να επιδείξουν, συνεχίζουν να διαδίδουν και να περιφέρουν τα επιτεύγματά τους στον πόλεμο εναντίον του ISIS και παρόλο που ο πόλεμος έφυγε πλέον από το Ιράκ και αποσύρθηκε στη Συρία – όπου και εκεί ουσιαστικά το ISIS αργοπεθαίνει – εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ο συνασπισμός κατά των τζιχαντιστών διατηρεί ερείσματα στον ιρακινό λαό. Θεωρούν μάλιστα ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτή τη δυναμική, όχι μόνο για να δικαιολογήσουν τη συνέχιση της παρουσίας του αμερικανικού στρατού στη χώρα, αλλά και για πείσουν το Ιράκ να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ… στην «παρακολούθηση» του Ιράν.
Για τους Ιρακινούς, όμως, που πίνουν βρόμικο νερό και ψήνονται στη ζέστη, και για τους ηγέτες τους που προσπαθούν να διαχειριστούν τη λαϊκή οργή, οι αμερικανικές ιδεοληψίες και σχεδιασμοί μακράν δεν είναι σημαντικά και άμεσα προβλήματα γι’ αυτούς. Και όσο οι Αμερικανοί αρνούνται να δουν την πραγματικότητα, το κάνουν οι Ιρανοί, οι Κινέζοι και άλλες χώρες που βλέπουν τη δύναμη της ανθρωπιστικής βοήθειας, της ανοικοδόμησης, της οικονομικής ανάπτυξης και των κρατικών επιχορηγήσεων.
Πράγματι, όπως σημειώνει το δημοσίευμα, για τον μέσο Ιρακινό, η εξίσωση είναι απλή: Η αμερικανική στρατιωτική υποστήριξη δεν κάνει τίποτα για να βελτιώσει τις βασικές συνθήκες διαβίωσης ή να μειώσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Το Ιράκ βασίζεται σε ξένες χώρες για οικονομική βοήθεια και εξαρτάται από το Ιράν για καθημερινές ανάγκες, από φρέσκα προϊόντα έως φυσικό αέριο και αυτοκίνητα. Το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών έχει αυξηθεί στα 12 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Παρά τις προσπάθειες των ΗΠΑ να προωθήσουν τη Σαουδική Αραβία ως αντικαταστάτη του Ιράν στη θέση του προμηθευτή για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών του Ιράκ, η λύση απέχει χρόνια. Η ανάγκη, όμως, είναι άμεση.
«Το τελεσίγραφο των ΗΠΑ δεν πρόκειται να λειτουργήσει επειδή η κατάσταση στο Ιράκ είναι κάτι περισσότερο από ασπρόμαυρη», δήλωσε ο Φαρχάτ Αλααλντίν, πρόεδρος του συμβουλευτικού συμβουλίου του Ιράκ και πρώην σύμβουλος του πρώην προέδρου Φουάντ Μασούμ. «Το Ιράκ χρειάζεται το Ιράν και έχει στρατηγικές σχέσεις με αυτό, μεγάλα σύνορα, κοινό πολιτισμό, κοινή πίστη και κοινό συμφέρον, αλλά και την επιθυμία να είναι ανεξάρτητο, αν το Ιράν μπορεί να το βοηθήσει σε αυτό. Για να σπάσεις τη σχέση του Ιράκ με το Ιράν χρειάζεσαι πολύ περισσότερο από το να κουνάς απειλητικά ένα ραβδί».
Σύμφωνα με τον Αλί Αλλαουί, πρώην υπουργό Εμπορίου και Οικονομικών, η αμερικανική προσέγγιση είναι «μια χαμένη στρατηγική επειδή δεν υπάρχει μακροπρόθεσμη βάση για την υποστήριξη των ΗΠΑ εκτός της κουρδικής περιοχής». Αντίθετα, «το Ιράν διαθέτει μια μεγάλη φυσική εκλογική περιφέρεια υποστήριξης στο εσωτερικό της χώρας και έχει γίνει ο απαραίτητος παίκτης σε όλες τις κοινότητες του Ιράκ. Οι Κινέζοι ασκούν τεράστια οικονομική δύναμη και είναι σε θέση να την επικεντρώσουν σε συγκεκριμένα προγράμματα και έργα που ενδιαφέρουν το Ιράκ».
Για παράδειγμα, τον Μάιο του 2018, το ιρακινό υπουργείο Πετρελαίου και η πετρελαϊκή εταιρεία της Κίνας «Zhen Hua» υπέγραψαν σύμβαση για την ανάπτυξη τμήματος του πετρελαϊκού πεδίου της Ανατολικής Βαγδάτης. Νωρίτερα αυτό το μήνα, σύμφωνα με πληροφορίες, το Ιράκ και η Κίνα αποφάσισαν να ολοκληρώσουν μια σημαντική διμερή συμφωνία που θα έδινε στους επενδυτές πρόσβαση σε χρηματοδότηση περίπου 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Μια εισροή ξένων επενδύσεων αυτού του μεγέθους αναμένεται να συμβάλει στην υποστήριξη της ιρακινής οικονομίας και στη χρηματοδότηση των αναγκών των έργων ανασυγκρότησης στη χώρα και προσθέτει έναν άλλο σημαντικό παράγοντα στη μάχη για επιρροή.
Μέχρι στιγμής οι ΗΠΑ επιδεικνύουν και έναντι του Ιράκ την γνωστή τακτική τους «ό,τι αρπάξουμε και φύγαμε». Ο Αλλαλντίν λέει χαρακτηριστικά, ότι οι Αμερικανοί ουδέποτε ηγήθηκαν μιας πραγματικής οικονομικής αναγέννησης του Ιράκ. «Απλώς έχουμε πετρέλαιο για να πουλήσουμε και αν οι τιμές είναι υψηλές, τότε η οικονομία του Ιράκ είναι εξαιρετική και αν μειωθεί, τότε η οικονομία του Ιράκ έχει πρόβλημα».
Και όσο οι αμερικανικές επενδύσεις στη χώρα είναι σχεδόν μηδενικές, οι Κινέζοι και οι Κορεάτες βρίσκονται ήδη «στην πόρτα».
Στην Ελλάδα τα ΜΜΕ που στηρίζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, χρημαδοτούνται από το ... κράτος. Tο tvxs.gr στηρίζεται στους αναγνώστες του και αποτελεί μια από τις ελάχιστες ανεξάρτητες φωνές στη χώρα. Mε μια συνδρομή, από 2.9 €/μήνα,ενισχύετε την αυτονομία του tvxs.gr και των δημοσιογραφικών του ερευνών. Συγχρόνως αποκτάτε πρόσβαση στα ντοκιμαντέρ και το περιεχόμενο του 24ores.gr.
Δες τα πακέτα συνδρομών >