Δεν παρέστη για άλλη μια φορά στην επανάληψη της δίκης για την υπόθεση φοροδιαφυγής που αφορά την αγοραπωλησία τηλεοπτικών δικαιωμάτων του ομίλου Mediaset, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Σε συνέντευξη Τύπου, ο Μπερλουσκόνι υποστήριξε ότι ο ίδιος θέλει να παραστεί στις δίκες του αλλά του το απαγορεύουν οι δικηγόροι του «διότι πρόκειται για γεγονότα προς κατανάλωση των μέσων ενημέρωσης». Επιπλέον, ο Καβαλιέρε τα «έβαλε» με βουλευτές καθώς και με τον ίδιο τον πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας, Τζόρτζιο Ναπολιτάνο.

Ads

Σήμερα Δευτέρα, επαναλήφθηκε στο Μιλάνο η δίκη για την υπόθεση της Mediaset, η πρώτη από τις συνολικά τέσσερις δικαστικές μάχες που πρέπει να δώσει ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι τις επόμενες εβδομάδες, καθώς δεν καλύπτεται πλέον από το νόμο ασυλίας. Ο Ιταλός πρωθυπουργός δεν πληροφόρησε τους δικαστές για την απουσία του και δεν είχε κάνει καμιά αναφορά σε κυβερνητικές του υποχρεώσεις που δεν θα του επέτρεπαν να παραστεί. Πάντως αναφορικά με το σκάνδαλο «Ρούμπι» ο συνήγορος υπεράσπισης του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, Νικόλο Γκεντίνι, δήλωσε τη Δευτέρα ότι «ο πελάτης του σκοπεύει να υπερασπισθεί τον εαυτό του, μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου».

Σύμφωνα, όμως, με τον ιταλικό τύπο, στην πρώτη δικάσιμο, που έχει ορισθεί για τις 6 Απριλίου, ο Καβαλιέρε και οι δικηγόροι του προσανατολίζονται να ζητήσουν από τους δικαστές να λάβουν υπόψη τους το λεγόμενο «εύλογο κώλυμα», την «υπερπλήρη κυβερνητική ατζέντα» δηλαδή του Ιταλού πρωθυπουργού. Ο νόμος δίνει στον Μπερλουσκόνι το δικαίωμα να επικαλεστεί υποθέσεις του κράτους για να μην παραστεί, οδηγώντας την δίκη σε αναβολή. Η νέα ημερομηνία που ορίστηκε για τη δίκη της Mediaset είναι η 11η Απριλίου.

Μιλώντας σε δημοσιογράφους, ο Μπερλουσκόνι υποστήριξε ότι εξαιτίας των συνεχών τηλεφωνικών παρακολουθήσεων που διατάσσουν οι εισαγγελείς, έχει αναγκαστεί να μη χρησιμοποιεί πλέον το κινητό του.

Ads

Επιπλέον, ο Ιταλός πρωθυπουργός, επιτέθηκε στον πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας, Τζόρτζιο Ναπολιτάνο δηλώνοντας ότι «όταν ένας νόμος δεν αρέσει στον πρόεδρο της Δημοκρατίας και στους συμβούλους του, στέλνεται πίσω στην γερουσία και στη Βουλή, όταν δεν αρέσει στο Συνταγματικό Δικαστήριο, τον απορρίπτει». Κατέκρινε και Ιταλούς βουλευτές επισημαίνοντας ότι «αυτοί που εργάζονται είναι το πολύ 50 ενώ οι υπόλοιποι κουτσομπολεύουν και κάνουν ότι τους λένε οι κοινοβουλευτικοί τους εκπρόσωποι».

Υποστήριξε δε, ότι «δεν βλέπει την ώρα να ξαναγίνει ένας απλός πολίτης», αναφερόμενος στις δικαστικές υποθέσεις που εκκρεμούν και στα πρόσφατα σκάνδαλα. Τόνισε, ωστόσο, ότι «εγκαταλείψει το 51% των Ιταλών που τον εκτιμά θα σκεφτεί ότι λιποτάκτησε».