Σάλος έχει προκληθεί εξαιτίας των αποκαλύψεων, που προκύπτουν μέσα από τις έρευνες των αμερικάνικων αρχών αναφορικά με τις ευθύνες της Boeing για τις δύο πρόσφατες αεροπορικές τραγωδίες σε Ινδονησία κι Αιθιοπία, οι οποίες άφησαν πίσω τους συνολικά 350  νεκρούς.

Ads

Όπως αναφέρει το Bloomberg, μετά από τις εν λόγω έρευνες οι εμπειρογνώμονες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι υπήρξαν πολλές αστοχίες στη γραμμή παραγωγής του κατασκευαστή. Μάλιστα αυτές, όπως αναφέρεται, συνδέονται με ανάθεση του σχεδιασμού και συναρμολόγησης των ηλεκτρονικών συστημάτων τους από εξωτερικούς συνεργάτες (outsourcing).

Η «απόσυρση» του έμπειρου προσωπικού και η αντικατάσταση από εργαζομένους των 9 δολαρίων

Πιο συγκεκριμένα, η κατασκευή τμήματος του software του 737 Max αλλά και του 787 Dreamliner της Boeing είχαν ανατεθεί σε συνεργαζόμενες εταιρείες πληροφορικής HCL Technologies και Cyient Ltd, οι οποίες έχουν έδρα στην Ινδία. Αυτές απασχολούσαν κατά βάση εργαζόμενους με σχέση ορισμένου χρόνου, οι οποίοι στην πλειονότητά τους μόλις είχαν αποφοιτήσει από τα πανεπιστήμια, ενώ πληρώνονταν με μόλις 9 δολάρια την ώρα, περίπου 4 φορές δηλαδή λιγότερο απ’ ότι  παίρνουν κανονικά οι έμπειροι μηχανικοί.

Ads

Είχαν προηγηθεί κύματα απολύσεων ανώτερων μηχανικών, τους οποίους η εταιρεία έκρινε πως δε χρειαζόταν, θεωρώντας πως τα προϊόντα της ήταν υπερεπαρκή.

«Ένα διευθυντικό στέλεχος της εταιρείας μας είπε σε μια σύσκεψη ότι το εξειδικευμένο και πολύπειρο προσωπικό δεν τους ήταν πλέον απαραίτητο» αναφέρει μιλώντας στο Bloomberg ο Μαρκ Ράμπιν, πρώην μηχανικός πληροφορικής στο τμήμα δοκιμών πτήσεων των αεροσκαφών MAX στην Boeing, ο οποίος απολύθηκε το 2015.  Ο ίδιος προσθέτει πως ο κώδικας του συστήματος δεν ήταν σωστός και συχνά έπρεπε να γίνονται τροποποιήσεις και ρυθμίσεις, για τις οποίες όμως ήταν απαραίτητο έμπειρο προσωπικό.

Σε κάθε περίπτωση, είναι «ηλίου φαεινότερο» πως η Boeing  είναι αντιμέτωπη με κατηγορίες πως «θυσίασε» την ασφάλεια των αεροσκαφών στο βωμό της μείωσης κόστους.

«Ήταν εμφανές πως θέλανε να πετύχουν με κάθε τρόπο τη μείωση του κόστους, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε να μεταφέρουν πλήρως τις εγκαταστάσεις από την περιοχή του Πάτζετ Σάουντ (περιοχή κοντά στο Σιάτλ όπου οι εγκαταστάσεις της εταιρείας) για αυτό τον σκοπό» τονίζει ένας άλλος ανώτερος μηχανικός ο Ρικ Λούντκε, που απολύθηκε από την Boeing το 2017.

Από τη μεριά της, η ίδια η εταιρεία, η οποία βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, καθώς είναι υποχρεωμένη να κρατά καθηλωμένα τα MAX ενώ έχει σταματήσει την παραγωγή τους, επιχειρεί να απορρίψει τις κατηγορίες. «Έχουμε εμπειρία δεκαετιών στη συνεργασία με προμηθευτές και συνεργάτες ανά τον κόσμο. Σε κάθε περίπτωση όμως, η ασφάλεια παραμένει κύριος στόχος της εταιρείας» ανέφερε εκπρόσωπος της Boeing.

Οι «δημόσιες σχέσεις» κι οι «χρυσές δουλειές»

Την ίδια στιγμή πάντως φαίνεται πως υπάρχει κι ένας επιπρόσθετος οικονομικός λόγος, που έχει να κάνει με τις δημόσιες σχέσεις στις πωλήσεις. Για παράδειγμα, το 2005 σε αντάλλαγμα για παραγγελίες ύψους 11 δισ. δολαρίων από την Air India, η Boeing δεσμευόταν για επενδύσεις ύψους 1,57 δισ. δολαρίων σε ινδικές εταιρίες. Από αυτή την εξέλιξη επωφελήθηκαν εταιρίες όπως η HLC και η Cyient, της οποίας οι μηχανικοί χρησιμοποιούνταν ευρέως στις βιομηχανίες ηλεκτρονικών υπολογιστών αλλά δεν είχαν ακόμη κάνει την εμφάνισή του στην αεροδιαστημική.

Πράγματι η Boeing επένδυσε στην Ινδία, ιδρύοντας ακόμη και το λεγόμενο «κέντρο αριστείας» μαζί με την HLC στην πόλη Τσενάι, υποστηρίζοντας πως οι δυο εταιρείες θα συνεργάζονταν «για να δημιουργήσουν ένα λογισμικό κρίσιμο για δοκιμές πτήσεων». Άλλωστε, από οικονομικής άποψης το deal φαινόταν ιδιαίτερα ελκυστικό.

Από τη μεριά του πολλές ινδικές εταιρίες έκαναν «χρυσές» δουλειές, καθώς είδαν και ανταγωνίστριες της Boeing να μεταφέρουν μέρος των εργασιών τους στη χώρα.

Οι ίδιες αναλάμβαναν τη υποχρέωση να αποφεύγουν οποιαδήποτε καθυστέρηση στην παράδοση υλικού, καθώς βάσει των «βαριών» συμβολαίων της Boeing κάθε πισωγύρισμα κόστιζε πολύ ακριβά. Η δε επιλογή για ωρομίσθιο των 9 δολαρίων, σε  μια χώρα όπου το μέσο ωρομίσθιο βρίσκεται στα 5 δολάρια, έμοιαζε αυτονόητη.

Μόνο που σε τελική ανάλυση το πραγματικό κόστος των εν λόγω επιλογών αποδεικνύεται τελικά πραγματικά δυσβάσταχτο.