Στην κορυφή ενός εξαώροφου κτιρίου, στην καρδιά της γαλλικής πρωτεύουσας, το μεγαλύτερο αγρόκτημα στον κόσμο που ευδοκιμεί στο κέντρο ενός αστικού ιστού, έχει αρχίσει να αποδίδει καρπούς και ταυτόχρονα να αποτελεί ένα σημαντικότατο παράδειγμα για το μέλλον της καλλιέργειας και των τροφίμων. Ένα εναλλακτικό σχέδιο για επάρκεια σε τρόφιμα, εν μέσω πανδημίας, κλιματικής αλλαγής και αύξησης του πληθυσμού.

Ads

Τώρα μαζεύουνε φράουλες, μικρές, έντονα αρωματισμένες και κατακόκκινες. Δίπλα στις φράουλες, αρωματικός βασιλικός, φασκόμηλο και μέντα. Απέναντι, μαρούλια, ντοματίνια, μελιτζάνες και σέσκουλο.

Η αστική αυτή όαση είναι περίπου 14.000 τετραγωνικά μέτρα, καθιστώντας την και το μεγαλύτερο αστικό αγρόκτημα στην Ευρώπη. Με το σχέδιο ανάπτυξης να περιλαμβάνει περισσότερα από 30 είδη διαφορετικών φυτών, η περιοχή μπορεί να παράγει περίπου 1.000 κιλά φρούτων και λαχανικών κάθε μέρα στην υψηλή περίοδο. Το «αγρόκτημα» φέρει το όνομα «Agripolis», και σε αυτό δουλεύουν περίπου 20 κηπουροί, οι οποίοι χρησιμοποιούν εξ ολοκλήρου οργανικές μεθόδους.

«Προφανώς δεν πρόκειται να ταΐσουμε ολόκληρη την πόλη με αυτόν τον τρόπο», προειδοποιεί ο Hardy. «Στο αστικό περιβάλλον εργάζεσαι με πολύ σημαντικούς πρακτικούς περιορισμούς. Αλλά αν μπορεί να αξιοποιηθεί αρκετός αχρησιμοποίητος χώρος – στέγες, εγκαταλελειμμένες επιφάνειες, μικρά κομμάτια γης – δεν υπάρχει λόγος να μην στοχεύσουμε στο 10% της κατανάλωσης».

Ads

«Στόχος είναι να γίνει το αγρόκτημα ένα παγκοσμίως αναγνωρισμένο μοντέλο για βιώσιμη παραγωγή», λέει ο Pascal Hardy, ιδρυτής του Agripolis στον Guardian. «Θα χρησιμοποιούμε ποιοτικά προϊόντα, που αναπτύσσονται σε ρυθμούς συγχρονισμένους με τους κύκλους της φύσης, όλα στην καρδιά του Παρισιού».

«Τα φρέσκα προϊόντα μας θα χρησιμοποιηθούν για να τροφοδοτήσουν τους κατοίκους σε όλη τη νοτιοδυτική πλευρά της πόλης, είτε άμεσα, είτε μέσω καταστημάτων, ξενοδοχείων και κυλικείων, συμβάλλοντας έτσι στη μείωση των αποστάσεων που διανύουν πολλά από τα τρόφιμα», λέει ο Hardy. «Επιπλέον, δεν θα χρησιμοποιούμε ούτε φυτοφάρμακα ούτε χημικά, έτσι ώστε η όλη εκμετάλλευση θα αποτελέσει καταφύγιο για τη βιοποικιλότητα».

«Τα πλεονεκτήματα της μεθόδου είναι πολλά», επισημαίνει ο Pascal Hardy.  «Πρώτον, δεν μου αρέσει το γεγονός ότι τα περισσότερα φρούτα και λαχανικά που τρώμε έχουν υποστεί επεξεργασία με 17 διαφορετικά φυτοφάρμακα ή ότι οι εντατικές καλλιεργητικές τεχνικές που τα παρήγαγαν είναι τέτοιες τεράστιες γεννήτριες αερίων θερμοκηπίου. Επίσης, δεν μου αρέσει το γεγονός ότι έχουν ταξιδέψει κατά μέσο όρο 2.000 χιλιόμετρα για να φτάσουν στο ψυγείο μου, ότι η ποιότητά τους είναι τόσο κακή, επειδή οι ποικιλίες επιλέγονται για την ικανότητά τους να αντέχουν σε αυτό το ταξίδι, ή ότι το 80% της τιμής που πληρώνω πηγαίνει σε χονδρεμπόρους και εταιρείες μεταφορών, όχι στους παραγωγούς.

Τα προϊόντα που καλλιεργούνται χωρίς φυτοφάρμακα, χρησιμοποιώντας ένα κλειστό σύστημα ύδατος και όχι εδάφους, εμπλουτισμένο με οργανικά θρεπτικά συστατικά, μέταλλα και βακτήρια,  ελαχιστοποιώντας έτσι τον κίνδυνο ρύπων, παράγονται εδώ και πωλούνται τοπικά».

image

image

Αστικές φάρμες για επάρκεια σε τρόφιμα και κλίμα

Η αστική γεωργία δεν είναι, φυσικά, νέο φαινόμενο. Η γεωργία στο εσωτερικό της πόλης ανθεί από τη Σαγκάη έως το Ντιτρόιτ και από το Τόκιο έως την Μπανγκόκ.
Τη μετατροπή των υποδομών των δημόσιων κτιρίων, όπως είναι οι ταράτσες, σε αστικές φάρμες σχεδιάζει και η Σιγκαπούρη, στο πλαίσιο των νέων μέτρων που ανακοίνωσε για την ενίσχυση της παραγωγής τροφίμων.

Πρωταθλήτρια αναδεικνύεται η Κούβα, η οποία διαθέτει 400.000 αστικά αγροκτήματα που παράγουν 1,5 εκατομμύρια τόνους λαχανικών, χωρίς φυτοφάρμακα και χημικά λιπάσματα.

Σύμφωνα με το Υπουργείο Γεωργίας της Κούβας, περίπου 150.000 στρέμματα γης καλλιεργούνται σε αστικές και προαστιακές περιοχές, σε χιλιάδες κοινοτικά αγροκτήματα, που κυμαίνονται από μέτριες αυλές σπιτιών και μικρά αστικά κενά ανάμεσα στα σπίτια, έως εγκαταστάσεις παραγωγής που γεμίζουν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα.
Ωστόσο, δεν είναι όλες οι τεχνικές πολύ φιλικές προς το περιβάλλον: υπερεντατικές κάθετες εσωτερικές εκμεταλλεύσεις υδροπονικής καλλιέργειας που έχουν αναπτυχθεί, για παράδειγμα στις ΗΠΑ ή στη Σανγκάη, βασίζονται σε τράπεζες φωτισμού LED και είναι σημαντικοί καταναλωτές ενέργειας.

Η αεροπονική καλλιέργεια είναι, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της, μια «ενάρετη» καλλιέργεια. Το σύστημα αεροπονίας ψεκάζει τις ρίζες των λαχανικών και των βοτάνων με νερό, θρεπτικές ουσίες και οξυγόνο, χρησιμοποιεί 95% λιγότερο νερό από την καλλιέργεια στη γη, 40% λιγότερο νερό από την υδροπονία και καθόλου φυτοφάρμακα.
Ο εξοπλισμός ζυγίζει λίγο, μπορεί να εγκατασταθεί σε σχεδόν οποιαδήποτε επίπεδη επιφάνεια και είναι φθηνός για αγορά: περίπου 100 έως 150 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο. Επίσης καταναλώνει ένα μικρό κλάσμα της ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιείται από ορισμένες άλλες τεχνικές.

Τα προϊόντα που καλλιεργούνται με αυτόν τον τρόπο πωλούνται συνήθως σε τιμές που, αν και γενικά υψηλότερες από εκείνες της κλασικής εντατικής γεωργίας, είναι χαμηλότερες από τις βιολογικές καλλιέργειες με βάση το έδαφος.

Γενικότερα η αστική γεωργία εμφανίζεται με ποικίλους τρόπους, από τα κινήματα πόλης που δημιουργούν αστικούς λαχανόκηποι αξιοποιώντας δημόσιους και εγκαταλελειμμένους χώρους, μέχρι τις start up επιχειρήσεις που αναπτύσσουν πράσινες καινοτόμες υδροπονικές και αεροπονικές καλλιέργειες, έως την εμπορευματοποιημένη πρακτική των μητροπόλεων των ΗΠΑ.

Στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη δημιουργούνται αστικοί λαχανόκηποι, κυρίως μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, από κινήσεις πολιτών ως πρόταση τόσο για παραγωγή και διάθεση τροφής με πιο φυσικό τρόπο όσο και για διαχείριση του δημόσιου χώρου με κοινωνικό πρόσημο.

Τέλος, η γεωργία εντός της πόλης μπορεί να μας ωθήσει να σκεφτούμε διαφορετικά και για τις ίδιες τις πόλεις, αναλύοντας την παραδοσιακή γεωγραφία τους σε διαφορετικές ζώνες για εργασία, ζωή και παιχνίδι, για γεωργία, φέρνοντας την παραγωγή τροφίμων πιο κοντά στη ζωή μας. Αλλαγή παραδείγματος σε όλα τα επίπεδα.