Την αποκατάσταση της τάξης στην Μπανγκόκ αλλά και στις επαρχίες που επικρατούσε αναταραχή ανακοίνωσε σήμερα σε τηλεοπτικό του μήνυμά ο πρωθυπουργός της Ταϊλάνδης Αμπχισίτ Βετζατζίβα, τονίζοντας πως η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με «τεράστιες προκλήσεις». Παράλληλα προανήγγειλε μια «εις βάθος» έρευνα για τα γεγονότα που στιγμάτισαν την εδώ και δύο μήνες πολιτική και κοινωνική κρίση που συγκλόνισε τη χώρα, ενώ ανακοίνωσε πως δεν αίρεται η τριήμερη απαγόρευση κυκλοφορίας που έχει διαταχθεί, προς αποφυγή νέων επεισοδίων.

Ads

«Θα προσπαθήσουμε να εξομαλύνουμε την κατάσταση το συντομότερο δυνατόν, όμως αναγνωρίζουμε πως αντιμετωπίζουμε τεράστιες προκλήσεις και ειδικά το πως θα ξεπεράσουμε τις διχόνοιες», υπογράμμισε, ο πρωθυπουργός της Ταϊλάνδης, δύο μόλις ημέρες μετά την απόφαση του να κατεβάσει το στρατό εναντίον των αντικυβερνητικών «διαδηλωτών με τα κόκκινα πουκάμισα» στο κέντρο της πρωτεύουσας. Αποφεύγοντας εμφανώς να αναφερθεί στο ζήτημα της προκήρυξης πρόωρων εκλογών, που ήταν άλλωστε και το βασικό αίτημα των διαδηλωτών, ο Βετζατζίβα είπε πως οι πολίτες της χώρας του πρέπει να είναι σίγουροι ότι «αυτή η κυβέρνηση έχει κάθε πρόθεση να προχωρήσει η χώρα μπροστά, να αποκατασταθεί την τάξη και να διασφαλιστεί ότι η ανάκαμψη βρίσκεται σε καλό δρόμο».

Ο Αμπχισίτ ανακοίνωσε επίσης την διεξαγωγή «ανεξάρτητης έρευνας» για τα γεγονότα των τελευταίων δύο μηνών, που είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 83 ανθρώπων και τον τραυματισμό 1.900, στις μάχες που εξελίχθηκαν στους δρόμους της πρωτεύουσας της Ταϊλάνδης, μεταξύ διαδηλωτών και ανδρών των δυνάμεων ασφαλείας. Υπενθυμίζεται πως την Τετάρτη οι δυνάμεις του στρατού επενέβησαν εναντίον των διαδηλωτών σπάζοντας τα οδοδφράγματα τους και αναγκάζοντας τα ηγετικά στελέχη των «κόκκινων πουκαμίσων» να παραδοθούν και τους 3,000 περίπου υποστηρικτές τους να διαλυθούν, υπό την απειλή των όπλων. Μόνο την Τετάρτη, 15 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, μεταξύ των οποίων και 1 δημοσιογράφος που κάλυπτε τα γεγονότα.

Ανησυχία για την ασφάλεια των δημοσιογράφων στην Ταιλάνδη

Ads

Την έντονη ανησυχία τους εξέφρασαν δύο οργανώσεις προάσπισης της ελευθερίας του Τύπου για τον θάνατο του Ιταλού ρεπόρτερ κατά τις ταραχές της Τετάρτης στην Μπανγκόκ, αλλά κι ενός ακόμα σε προηγούμενες ταραχές.

Συγκεκριμένα, οι Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα (RSF) και η Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (CPJ) εξέφρασαν σήμερα από την Ταϊλάνδη την έντονη ανησυχία τους για το θάνατο δύο δημοσιογράφων και τον τραυματισμό τουλάχιστον έξι στην Μπανγκόκ, όπου κάλυπταν τις συγκρούσεις ανάμεσα στους αντικυβερνητικούς διαδηλωτές και το στρατό.

Η CPJ κάλεσε την κυβέρνηση της Ταϊλάνδης να αρχίσει έρευνα για το θάνατο των δύο δημοσιογράφων, του Ιάπωνα εικονολήπτη του Reuters Χίρο Μουραμότο που σκοτώθηκε στις 10 Απριλίου και του ανεξάρτητου Iταλού φωτογράφου Φάμπιο Πολένι, ο οποίος σκοτώθηκε την Τετάρτη. Και οι δύο έφεραν τραύματα από σφαίρες.

«Η κάλυψη διαδηλώσεων στην Ταϊλάνδη πάντα είναι επικίνδυνη. Όμως, εδώ και μήνες καμία από τις εμπλεκόμενες πλευρές δεν έχει προσπαθήσει να προσφέρει τα μέσα στους δημοσιογράφους για να ασκήσουν το επάγγελμά τους χωρίς να φοβούνται ότι θα σκοτωθούν ή θα τραυματιστούν», επισημαίνεται στην ανακοίνωση.

Η οργάνωση RSF εξέφρασε την οργή της επειδή τα μέσα ενημέρωσης αποτελούν κατ’επανάληψη στόχο του στρατού, αλλά και των διαδηλωτών, ενώ «το διεθνές δίκαιο ορίζει με σαφήνεια ότι οι δημοσιογράφοι δεν πρέπει να αποτελούν στρατιωτικούς στόχους».

Επίσης επισήμανε την έντονη ανησυχία της για το γεγονός ότι οι επαγγελματίες των μέσων ενημέρωσης της Ταϊλάνδης έχουν παραλύσει, θυμίζοντας πως την Τετάρτη κάποιοι έβαλαν φωτιά στο κτίριο του τηλεοπτικού δικτύου Channel 3 και τις τελευταίες εβδομάδες πολλοί δημοσιογράφοι της χώρας δέχονται απειλές.

Σημειώνεται, ότι κατά τις ταραχές η κυβέρνηση της Ταϊλάνδης επέτρεπε την μετάδοση μόνο εγκεκριμένων από την ίδια προγραμμάτων, από τα εκεί μέσα.