Σφοδρές αντιδράσεις πυροδότησε στο εσωτερικό των Νew York Times η απόφαση να δημοσιευτεί ένα εμπρηστικό άρθρο γνώμης του Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή Τομ Κότον, που ζητούσε την επέμβαση του στρατού για την καταστολή των ταραχών στις διαδηλώσεις για τη δολοφονία του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ.

Ads

Στο άρθρο με τίτλο “Send in the troops” («Στείλτε τα στρατεύματα») ο Κότον έστρεφε τα πυρά του κατά των «μηδενιστών εγκληματιών», που διψούν για καταστροφή και των «αριστερών εξτρεμιστών», που επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν τον θάνατο του Φλόιντ από τους αστυνομικούς στη Μινεάπολη για να προκαλέσουν χάος.

«Μόνον ένα πράγμα πάνω από όλα θα αποκαταστήσει την τάξη στους δρόμους μας: μια θεαματική επίδειξη δύναμης για την διάλυση των πληθών που παρανομούν, τη σύλληψή τους και την αποτροπή μελλοντικών εκτρόπων. Αλλά ενώ οι τοπικές Αρχές επιβολής του Νόμου σε ορισμένες πόλεις χρειάζονται απεγνωσμένα ενισχύσεις, γεμάτοι ψευδαισθήσεις πολιτικοί σε άλλες πόλεις αρνούνται να κάνουν ό,τι είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της κυριαρχίας του Νόμου», σημειώνει ο Κότον, ισχυριζόμενος ακόμη ότι μέλη της Antifa έχουν «παρεισφρύσει» στις πορείες. 

Σφοδρές αντιδράσεις από δημοσιογράφους της εφημερίδας 

Ads

Η εσπευσμένη, αφιλτράριστη απόφαση να δημοσιευθεί το άρθρο πυροδότησε έντονες αντιδράσεις και μέσα στην ίδια την εφημερίδα με δημοσιογράφους των New York Times να υποστηρίζουν ότι η παρότρυνση σε βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων θέτει σε κίνδυνο μαύρους δημοσιογράφους και γενικά τους Αφροαμερικανούς.

«Το πιθανότερο είναι ότι θα έχω προβλήματα γι’ αυτό αλλά το να μην πω τίποτα θα ήταν ανήθικο. Ως μαύρη, ως δημοσιογράφος , ως Αμερικανίδα ντρέπομαι πολύ που το δημοσιεύσαμε αυτό», σχολίασε η Νικόλ Χάνα Τζόουνς, που κέρδισε τον περασμένο μήνα το Πούλιτζερ για άρθρο της σχετικά με τη δουλεία των Αφροαμερικανών και τις ρατσιστικές αδικίες εις βάρος των μαύρων της χώρας.

Κι άλλοι δημοσιογράφοι της εφημερίδας αντέδρασαν ενώ πάνω από δώδεκα άνθρωποι δεν πήγαν την επόμενη ημέρα στην εφημερίδα ζητώντας αναρρωτική άδεια. Και ο Σούελ Τσαν, πρώην συντάκτης άρθρων γνώμης των New York Times τόνισε με ανάρτησή του στο Twitter ότι αν και διστάζει να εξαπολύσει βέλη στο «σχολείο» του, κατά τη γνώμη του η δημοσίευση του άρθρου δεν αποτελεί λογική δημοσιογραφική πρακτική.

Ο εκδότης των New York Times, Α. Γκ. Σούλτσμπεργκερ, αρχικά υπεραμύνθηκε της απόφασης δημοσίευσης του άρθρου, λέγοντας ότι η εφημερίδα παραμένει προσηλωμένη στην παρουσίαση «απόψεων απ’ όλο το φάσμα». Το ίδιο έκανε και ο Τζέιμς Μπένετ, αρμόδιος αρχισυντάκτης για τα άρθρα γνώμης των NYTimes, ο οποίος έγραψε χθες: «οι αναγνώστες που αντιτίθενται στις απόψεις του Κότον πρέπει να τις γνωρίζουν πλήρως αν θέλουν να τις καταπολεμήσουν. Για μένα, η δημόσια συζήτηση επί τέτοιων απόψεων που ασκούν επιρροή είναι πολύ πιθανότερο να βοηθήσει την κοινωνία να βρει τις σωστές απαντήσεις, παρά να αφεθούν να περνούν έτσι».

«Mea Culpa» μετά τις αντιδράσεις 

Ωστόσο, μετά τις σφοδρές αντιδράσεις που προκλήθηκαν οι New York Times προχώρησαν σε δραματική στροφή. Με μία δήλωση αναγνώρισαν το λάθος σημειώνοντας ότι το επίμαχο, εμπρηστικό άρθρο του Κότον δεν ανταποκρινόταν στα στάνταρ των άρθρων γνώμης της εφημερίδας.

«Εξετάσαμε το κομμάτι και τη διαδικασία που οδήγησε στη δημοσίευσή του», είπε η εκπρόσωπος Τύπου των New York Times, Αϊλίν Μέρφι. «Η εξέταση αυτή κατέστησε σαφές ότι μια βιαστική διαδικασία αξιολόγησης οδήγησε στη δημοσίευση ενός άρθρου γνώμης που δεν ανταποκρινόταν στα στάνταρ μας. Ως αποτέλεσμα, σχεδιάζουμε να εξετάσουμε βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες αλλαγές, που θα περιλαμβάνουν επέκταση του τμήματος τεκμηρίωσης και μείωσης του αριθμού των άρθρων γνώμης που δημοσιεύουμε».