Ο νέος κοροναϊός που, με επίκεντρο το Ουχάν της Κίνας, έχει αρχίσει να εξαπλώνεται σε ολοένα περισσότερες χώρες, είναι πλέον πιθανό να γίνει πανδημία σε όλο τον κόσμο, σύμφωνα με πολλούς κορυφαίους επιστήμονες ειδικούς στις λοιμώξεις. Η μεγάλη αβεβαιότητα πια, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι όχι τόσο αν θα υπάρξει πανδημία – αυτό θεωρείται πιθανότατο -, αλλά πόσοι άνθρωποι θα πεθάνουν παγκοσμίως.

Ads

Ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός διαγνωσμένων περιστατικών ανησυχεί τους επιστήμονες, οι οποίοι δεν μπορούν ακόμη να εκτιμήσουν πόσοι θάνατοι μπορεί να υπάρξουν στο μέλλον. Μια πανδημία – δηλαδή μια επιδημία που εξαπλώνεται σε τουλάχιστον δύο ηπείρους του πλανήτη – μπορεί να έχει διεθνείς επιπτώσεις, παρά τους αυστηρούς ταξιδιωτικούς περιορισμούς και τις εκτεταμένες καραντίνες, μέτρα που ήδη επιβάλλουν όλο και περισσότερες χώρες.

Οι επιστήμονες δεν είναι σε θέση μέχρι στιγμής να γνωρίζουν πόσο φονικός θα αποδειχθεί ο νέος ιός «2019-nCoV», αλλά υπάρχει πια ολοένα μεγαλύτερη επιστημονική συναίνεση ότι μεταδίδεται εύκολα μεταξύ των ανθρώπων, περισσότερο όπως η κοινή γρίπη που είναι ιδιαίτερα μεταδοτική, παρά όπως οι προηγούμενοι θανατηφόροι ιοί SARS και MERS, που μεταδίδονταν πιο δύσκολα από άνθρωπο σε άνθρωπο.

«Είναι πολύ, πολύ μεταδοτικός ο νέος ιός και είναι σχεδόν βέβαιο ότι πρόκειται να γίνει πανδημία. Αλλά θα είναι καταστροφικός; Δεν γνωρίζω», δήλωσε στους New York Times ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος επιστήμονας, ο δρ Anthony Fauci, διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Αλλεργίας και Λοιμωδών Νοσημάτων των ΗΠΑ.

Ads

Μέσα στις τελευταίες τρεις εβδομάδες ο αριθμός των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων αυξήθηκαν από περίπου 50 στην Κίνα σε περισσότερα από 17.000 σε τουλάχιστον 23 χώρες, ενώ οι θάνατοι έχουν πια ξεπεράσει τους 360. Όμως τα διάφορα επιδημιολογικά μοντέλα εκτιμούν ότι στην πραγματικότητα τα περιστατικά λοίμωξης είναι τουλάχιστον 100.000. Αν και αυτός ο ρυθμός μετάδοσης μεταξύ των ανθρώπων δεν είναι ακόμη τόσο γρήγορος όσο αυτός της γρίπης, είναι εντυπωσιακά ταχύτερος από αυτό που είχαν δει οι επιστήμονες, όταν εμφανίστηκαν οι συγγενικοί κοροναϊοί SARS και MERS. Όταν ο πρώτος σταμάτησε να μεταδίδεται τον Ιούλιο του 2003, μετά από εννεάμηνη εξάπλωση, είχαν επιβεβαιωθεί μόνο 8.098 περιστατικά, ενώ στην περίπτωση του MERS που εμφανίστηκε το 2012 και έκτοτε κυκλοφορεί, έχουν καταγραφεί μόνο γύρω στις 2.500 περιπτώσεις ασθενών.

Ο SARS σκότωνε περίπου το 10% των αρρώστων, ενώ ο MERS το ένα τρίτο. Η «ισπανική» γρίπη του 1918 σκότωνε μόνο το 2,5%, αλλά επειδή είχε τρομερή μεταδοτικότητα διεθνώς και οι ιατρικές και φαρμακευτικές άμυνες ήταν τότε χειρότερες, εκτιμάται ότι σκότωσε 20 έως 50 εκατομμύρια ασθενείς. Η άκρως μεταδοτική πανδημία της «γρίπης των χοίρων» Η1Ν1 το 2009 είχε χαμηλό ποσοστό θνησιμότητας (γύρω στο 0,02%), αλλά σκότωσε περίπου 285.000 ανθρώπους.

Η αναλογία θανάτων προς επιβεβαιωμένους ασθενείς στην περίπτωση του νέου κοροναϊού κυμαίνεται γύρω στο 2% (από 4% στην αρχή), αλλά είναι πιθανό πως θα μειωθεί κι άλλο, καθώς γίνονται ολοένα περισσότερα τεστ και ανιχνεύονται περισσότερες λιγότερο σοβαρές περιπτώσεις ασθενών.

«Είναι ολοένα πιο απίθανο πως ο νέος ιός μπορεί να περιοριστεί. Είναι συνεπώς πιθανό ότι θα εξαπλωθεί όπως η γρίπη, αλλά δεν ξέρουμε ακόμη πόσο μακριά και πόσο φονικός θα είναι», δήλωσε ο δρ Τόμας Φρίντεν, πρώην διευθυντής του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ.

«Μοιάζει πολύ περισσότερο με την εξάπλωση της γρίπης Η1Ν1 παρά του SARS. Ανησυχώ όλο και περισσότερο. Ακόμη και ένα ποσοστό θανάτων 1% θα σημαίνει 10.000 θάνατοι για κάθε ένα εκατομμύριο ανθρώπους», δήλωσε ο δρ Πίτερ Πάιοτ, διευθυντής της Σχολής Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου.

Από την άλλη, πιο αισιόδοξος ο δρ Μάικλ Ράιαν του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, δήλωσε πως «οι έως τώρα ενδείξεις δείχνουν ότι αυτός ο ιός μπορεί ακόμη να τεθεί υπό έλεγχο» και ότι «είναι ανάγκη ο κόσμος να συνεχίσει να προσπαθεί».

Δεν θα είναι δυνατή η ακριβής εκτίμηση της «φονικότητας» του νέου ιού, εωσότου γίνουν ορισμένες μελέτες, όπως εξετάσεις αίματος για να διαπιστωθεί πόσοι άνθρωποι έχουν αντισώματα κατά του ιού, έρευνες σε νοικοκυριά για να βρεθεί πόσο συχνά μολύνονται όλα τα μέλη μιας οικογένειας, καθώς και γενετικές αναλύσεις για να προσδιοριστεί αν μερικά στελέχη του νέου ιού είναι πιο επικίνδυνα από άλλα.

Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι ακόμη και το κλείσιμο των συνόρων δεν μπορεί να εμποδίσει τον ιό να διεισδύσει σε μια χώρα, όμως τέτοια μέτρα – όπως και οι εξονυχιστικοί έλεγχοι ταξιδιωτών στις πύλες εισόδου – μπορούν να καθυστερήσουν την εξάπλωση και να παρέχουν χρόνο για την ανάπτυξη εμβολίων και φαρμάκων.

Δυστυχώς τα επιδημιολογικά μοντέλα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων εκτιμούν ότι τρεις στους τέσσερις ασθενείς με τον ιό που φθάνουν στην Ευρώπη από την Κίνα, βρίσκονται ακόμη στο αφανές στάδιο της επώασης, δεν έχουν συμπτώματα (πυρετό, βήχα, δύσπνοια κ.α.), συνεπώς περνάνε απαρατήρητοι από τους ελέγχους στα αεροδρόμια.

Ασαφές παραμένει ακόμη ποιοι άνθρωποι κινδυνεύουν περισσότερο από τον νέο ιό, κατά πόσο οι μολυσμένες επιφάνειες αντικειμένων μεταδίδουν εύκολα τον ιό, πόσο γρήγορα αυτός μεταλλάσσεται και αν θα αρχίσει μόνος του να εξαφανίζεται, όταν ο καιρός ζεστάνει. Αντίθετα, πολλοί ιοί, όπως της γρίπης, ευνοούνται στην εξάπλωση τους από την πτώση της θερμοκρασίας. Αλλά, ακόμη κι αν μπει «φρένο» στον ιό φέτος το καλοκαίρι, είναι πιθανό ένα δεύτερο ξέσπασμά του από το φθινόπωρο, σύμφωνα με τους επιστήμονες, κάτι που έχει συμβεί σε κάθε μεγάλη πανδημία γρίπης- όπως αυτές του 1918 και του 2009.