Το Ιράν ήταν κάποτε μία κοσμική χώρα. Μετατράπηκε σε θεοκρατικό καθεστώς λόγω των βάρβαρων επεμβάσεων του Αμερικάνου δρ Φρανκεστάιν. Η αλλοπρόσαλλη πολιτική Τραμπ, στον πόλεμο Ισραήλ– Ιράν, είναι απλώς το τελευταίο επεισόδιο ενός, ακόμη, μεγαλόπρεπους φιάσκου.
Τα προβλήματα για το Ιράν – παλαιότερα Περσία- ξεκίνησαν το 1908, όταν στη χώρα ανακαλύφθηκε πετρέλαιο.
Το 1909 ιδρύθηκε η Anglo-Persian Oil Company (μετέπειτα BP), που ελεγχόταν από τη Μεγάλη Βρετανία.
Το 1951, ο Μοχάμεντ Μοσαντέκ, δημοκρατικά εκλεγμένος πρωθυπουργός, εθνικοποίησε τη βρετανική πετρελαϊκή βιομηχανία. Δύο χρόνια αργότερα, η CIA δούλεψε με ντόπιους πράκτορες, μαφίες, θρησκευτικούς ηγέτες, ακόμα και οπαδούς ποδοσφαιρικών ομάδων για να ξεσηκώσει διαδηλώσεις.
Το πρώτο πραξικόπημα της CIA για τα πετρέλαια
Αυτή η πρώτη και από τις μεγαλύτερες στην μεταπολεμική ιστορία εκστρατεία αποσταθεροποίησης οδήγησε το 1953 στην ανατροπή του Μοσαντέκ. Το πραξικόπημα της CIA (σε συνεργασία με τη βρετανική MI6) επανέφερε στην εξουσία τον Σάχη( Βασιλέα) Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί.
Από αυτό το σημείο αρχίζει η βαθιά ριζωμένη αντιαμερικανική συνείδηση στην ιρανική κοινωνία, που ενισχύθηκε στη συνέχεια από την απόλυτη υποστήριξη της Ουάσιγκτον σε ένα τυρρανικό καθεστώς.
Ο Σάχης, με υποστήριξη από τις ΗΠΑ, επιδόθηκε σε ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού, γνωστό ως «Λευκή Επανάσταση», που περιλάμβανε και θετικά μέτρα (Εκβιομηχάνιση, Εκπαίδευση γυναικών) αλλά συνοδεύτηκε από ακραία κοινωνική ανισότητα, διαφθορά και εξευτελισμό των τοπικών πολιτισμικών και θρησκευτικών αξιών.

Πώς η θρησκεία έγινε γλώσσα αντίστασης
Η καταστολή από τη μυστική αστυνομία SAVAK, εκπαιδευμένη από τη CIA και τη Mossad ήταν χωρίς προηγούμενο. Ο λαός δεν είδε τον εκσυγχρονισμό ως χειραφέτηση, αλλά ως επιβολή ξένης ταυτότητας από μια διεφθαρμένη φιλοδυτική ελίτ.
Όπως τα πολιτικά κόμματα είχαν βγει δια ροπάλου εκτός νόμου, η θρησκεία μετατράπηκε σε καταφύγιο και όχημα αντίστασης. Οι αγιατολάδες και οι ιμάμηδες, ανέλαβαν πολιτικό ρόλο.
Ο θρησκευτικός ηγέτης Αγιατολάχ Χομεϊνί, εξόριστος στη Γαλλία, ενοποίησε συντηρητικούς, φοιτητές, εργάτες, γυναίκες, αριστερούς και Ισλαμιστές, σε μία εξέγερση που το 1979 ανέτρεψε τον Σάχη και τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη χώρα και να καταφύγει στις ΗΠΑ.
Λόγω της υποστήριξης της Ουάσιγκτον στο δικτατορικό καθεστώς, ο αντιαμερικανισμός βρέθηκε στο απόγειο του. Όπως ακριβώς στην Ελλάδα, πέντε χρόνια νωρίτερα.
Η μάχη μέσα στο νέο σύστημα εξουσίας
Στο νέο σύστημα εξουσίας, συνυπήρχαν θεοκρατικές και προοδευτικές τάσεις. Η κρίση των ομήρων, όταν το 1979 φοιτητές κατέλαβαν την αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη και κράτησαν 52 Αμερικανούς ομήρους για 444 μέρες, καθώς και άλλες εξελίξεις, έγειραν την πλάστιγγα υπέρ του Χομεϊνί.
Τα προοδευτικά στοιχεία, όπως ο πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος Μπάνι Σαντρ περιθωριοποιήθηκαν. Ο ίδιος ο Σαντρ, παλιότερα ηγέτης του φοιτητικού κινήματος, κατέφυγε στο Παρίσι. Τον είχα συναντήσει εκεί το 1984, για μια συνέντευξη στο περιοδικό ΑΝΤΙ.
Έτσι δημιουργήθηκε από τον Αμερικανό δόκτορα Φρανκενστάιν ένα νέο σύστημα: θεοκρατία με εκλογικά στοιχεία, αλλά με την υπέρτατη εξουσία να ανήκει στους Αγιατολάδες και στον Ανώτατο θρησκευτικό Ηγέτη.
Δόκτωρ Φρανκενστάιν: Το ένα τέρας μετά το άλλο
Το Ιράν δεν έγινε θεοκρατία απλώς και μόνο επειδή «ήταν συντηρητικό» ή «θρησκευόμενο». Έγινε επειδή ο εκσυγχρονισμός που του επιβλήθηκε ήταν ξένος, από τα πάνω, και ταυτισμένος με ταπεινώσεις, πραξικοπήματα, διαφθορά και αυταρχισμό. Οι ΗΠΑ – θέλοντας να διατηρήσουν πρόσβαση σε πετρέλαιο και γεωστρατηγικό έλεγχο – έσπειραν μια θεοκρατική επανάσταση χωρίς να το καταλάβουν.
Το προηγούμενο του Ιράν, η ριζοσπαστικοποίηση του Ισλάμ και η μετατροπή του σε πολιτικό όπλο, ακολούθησαν και άλλες χώρες και κινήματα. Με την εισβολή στο Ιράκ, οι Αμερικανοί συνεχιστές του τρελού επιστήμονα δημιούργησαν ένα ακόμη, πιο προηγμένο, τέρας: το Ισλαμικό Κράτος.

Οι ΗΠΑ μετατρέπουν το Ιράν περιφερειακή δύναμη
Η ρήξη με τις ΗΠΑ δεν έχει ουσιαστικά αποκατασταθεί ποτέ. Αντίθετα, βάθυνε λόγω της υποστήριξης των ΗΠΑ στον Σαντάμ Χουσεΐν, στον ιρανοιρακινό πόλεμο (1980–1988).
Από τότε οι σχέσεις των δύο χωρών χαρακτηρίζονται από εμπάργκο, κρυφές συνομιλίες και πολέμους δι’ αντιπροσώπων. Το 2003 η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ και η ανατροπή του Σαντάμ ενίσχυσε το σιιτικό τόξο. Οι ΗΠΑ είχαν αναβαθμίσει το Ιράν σε περιφερειακή δύναμη.
Μετά την εισβολή στο Ιράκ, τα γεράκια της Ουάσιγκτον αρχίζουν να φλερτάρουν με την ιδέα της εισβολής και στο Ιράν. Υποστήριζαν ότι σε περίπτωση που η Αμερική πάει να χάσει έναν συμβατικό πόλεμο ή μία χώρα επιτεθεί σε έναν σύμμαχο όπως το Ισραήλ, οι ΗΠΑ δεν θα διστάσουν να χρησιμοποιήσουν πυρηνικά όπλα.
Τα πυρηνικά: Αλήθειες και προπαγάνδα
Ήδη το 1986 ο Ισραηλινός μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος Μορντεχάι Βανούνου είχε αποκαλύψει ότι η χώρα του διάθετε πυρηνικά όπλα. Έτσι ξεκίνησαν τα πυρηνικά προγράμματα στο Ιράν.
Παρόλα αυτά, η συμφωνία για τα πυρηνικά που υπεγράφη επί προεδρίας Ομπάμα οδήγησε σε αποκλιμάκωση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Αλλά το 2018 ο τότε πρόεδρος Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από τη συμφωνία και επέβαλλε κυρώσεις στο Ιράν.
Διαβάστε: Τραμπ / «Θα διαλύσουμε το Ιράν αν κάνουν κάτι στον λαό μας»
Οι ιρανοαμερικανικές διαπραγματεύσεις, που διακόπηκαν την προηγούμενη εβδομάδα λόγω της επίθεσης του Ισραήλ, είχαν στόχο μία συμφωνία παρόμοια με αυτήν που είχε ακυρώσει ο ίδιος Τραμπ στην προηγούμενη θητεία του!
Pax Israeli
Οι διαπραγματεύσεις αυτές πήγαιναν για συμφωνία. Μόλις δυόμισι μήνες πριν, η διορισμένη από τον Τραμπ επικεφαλής των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών Τούλσι Γκάμπαρντ ενημέρωνε επισήμως τη Γερουσία ότι δεν υπάρχουν ούτε ενδείξεις ότι το Ιράν αναπτύσσει πυρηνικά όπλα! (όταν ρωτήθηκε σχετικά την Τρίτη 17/6, ο Τραμπ απάντησε: «Δεν με ενδιαφέρει τι είπε»).
Ο Αμερικανός πρόεδρος τα ήξερε όλα αυτά, όπως φυσικά και ο Νετανιάχου. Αποφάσισε να υποστηρίξει τον Ισραηλινό πρωθυπουργό που με πρόσχημα τα πυρηνικά θέλει να ξεδοντιάσει πλήρως το εξασθενημένο Ιράν και να επιβάλλει την pax israeli στην περιοχή.
Αντί λοιπόν ο Τραμπ να αναφωνεί «τι ντροπή και σπατάλη ανθρώπινης ζωής», όπως έκανε τη Δευτέρα το βράδυ, θα πρέπει να κοιτάξει τον ένοχο στον καθρέφτη του.