Τη συστηματική συγκάλυψη της πολιτικής και στρατιωτικής αποτυχίας των Αμερικανών στο Αφγανιστάν, από τρεις διαδοχικούς προέδρους στον Λευκό Οίκο – Μπους, Ομπάμα, Τραμπ – τεκμηριώνουν τα λεγόμενα Afghanistan Papers που έφερε στο φως της δημοσιότητας η εφημερίδα Washington Post, μετά από τριετή δικαστική μάχη, βάσει του αμερικανικού Νόμου περί Ελεύθερης Πρόσβασης στην Πληροφόρηση (FOIA).

Ads

Όπως αναφέρει δημοσίευμα της Εφημερίδας των Συντακτών, πρόκειται για 2.000 σελίδες διαβαθμισμένων ντοκουμέντων, με εσωτερικά memo του αμερικανικού Πενταγώνου και περισσότερες από 600 συνεντεύξεις αξιωματούχων του αμερικανικού στρατού, των νατοϊκών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, διπλωματών των ΗΠΑ, καθώς και άλλων ατόμων με άμεση εμπλοκή στον πόλεμο. Αποτελούν, ταυτόχρονα, μέρος εμπιστευτικής έρευνας υπό τον τίτλο… «Διδάγματα», που διενήργησε από το 2014 το Γραφείο του Γενικού Ειδικού Επιθεωρητή για την Ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν (SIGAR), μια ομοσπονδιακή υπηρεσία των ΗΠΑ, που συστάθηκε με εντολή του Κογκρέσου, με αποστολή «ανεξάρτητες εκτιμήσεις» για την κατ’ ευφημισμόν πολιτική «οικοδόμησης κράτους» (nation-building) από τις ΗΠΑ στο Αφγανιστάν.

Όπως σημειώνει η ΕΦΣΥΝ, τα Afghanistan Papers καταμαρτυρούν «συστηματική μόχλευση στοιχείων από Αμερικανούς αξιωματούχους, ώστε να πειστεί η αμερικανική – και κατ’ επέκταση η διεθνής – κοινή γνώμη ότι οι ΗΠΑ νικούν στον πόλεμο στο Αφγανιστάν, την ώρα που στην πραγματικότητα τρεις αμερικανικές κυβερνήσεις, η μια μετά την άλλη, πετούσαν την “καυτή πατάτα” στην επόμενη, κάνοντας τα στραβά μάτια στην ενδημική διαφθορά που είχε εδραιωθεί στο Αφγανιστάν».

«Δεν είχαμε καν στοιχειώδη κατανόηση του Αφγανιστάν – δεν ξέραμε τι κάναμε», λέει στη SIGAR ο αντιστράτηγος Ντάγκλας Λάουτ, πρώην «τσάρος» του πολέμου στο Αφγανιστάν επί προεδρίας Τζορτζ Γ. Μπους και Μπαράκ Ομπάμα. «Τι προσπαθούμε να κάνουμε εδώ;», διερωτάται. «Δεν είχαμε ιδέα σε τι μπλέκαμε… Εάν γνώρισε ο αμερικανικός λαός το μέγεθος αυτής της δυσλειτουργίας… Ποιος θα πει [τελικά] ότι ήταν μάταιος αυτός ο πόλεμος;»

Ads

Ανώτεροι Αμερικανοί αξιωματούχοι, τα ονόματα των οποίων κρατήθηκαν μυστικά, κατέθεσαν ότι οι ΗΠΑ δεν είχαν καν ξεκάθαρη στρατηγική ή στόχο στο Αφγανιστάν, μετά την ανατροπή των Ταλιμπάν από την εξουσία. «Εάν υφίσταται η έννοια της έρπουσας αποστολής, ο ορισμός της είναι αυτής στο Αφγανιστάν», δηλώνει σε συνέντευξη του 2015 ο Ρίτσαρντ Μπούσερ, ανώτατος διπλωμάτης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στη Νότια Ασία. «Προσπαθούμε να πετύχουμε το ακατόρθωτο, αντί το επιτεύξιμο. Γι’ αυτό και βρισκόμαστε ακόμη εκεί έπειτα από τόσα χρόνια».

«Τι κάνουμε στα αλήθεια σε αυτή τη χώρα;», αναρωτιέται ένας Αμερικανός αξιωματούχος, που υπηρέτησε ως σύνδεσμος με το ΝΑΤΟ. «Ποιοι ήταν οι στόχοι μας;», συνεχίζει. «Οικοδόμηση κράτους; Τα δικαιώματα των γυναικών;… Ουδέποτε μας κατέστη σαφές ποιοι ήταν οι διακηρυγμένοι στόχοι και ποια τα χρονοδιαγράμματα».

«Δυστυχώς, αυτό που κυρίως καταφέραμε είναι η ανάπτυξη της μαζικής διαφθοράς» στο Αφγανιστάν, παρατηρεί ο Ράιαν Κρόκερ, πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Καμπούλ επί προεδρίας Μπους και Ομπάμα. «Οταν ήμουν εκεί, έφτασε σε τέτοιο επίπεδο, που ήταν κάπου μεταξύ απίστευτα δύσκολου και εντελώς αδύνατου να διορθωθεί».

Ένας συνταγματάρχης, που διετέλεσε σύμβουλος τριών ανώτερων στρατιωτικών διοικητών των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν κατέθεσε, ότι μέχρι το 2006, η υποστηριζόμενη από την Ουάσινγκτον κυβέρνηση -μαριονέτα της Καμπούλ είχε πια «αυτό-οργανωθεί στην κλεπτοκρατία». Περισσότερα από 133 δισεκατομμύρια δολάρια υπολογίζεται ότι έχουν μέχρι στιγμής δαπανηθεί από την Ουάσινγκτον για την υποτιθέμενη ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν, «περισσότερα από αυτά που οι ΗΠΑ διέθεσαν μεταπολεμικά, σε σημερινή αξία, με το Σχέδιο Μάρσαλ στην ανατολική Ευρώπη», επισημαίνει χαρακτηριστικά η Washington Post. Τα περισσότερα, όπως προκύπτει από την έρευνα του SIGAR, κατέληξαν στις τσέπες διεφθαρμένων Αφγανών αξιωματούχων, στρατιωτικών υπεργολάβων και στη χρηματοδότηση προγραμμάτων που λίγο έως ελάχιστα ωφέλησαν τους ίδιους τους Αφγανούς.

Πρακτικά, για την αποτυχία των αμερικανικών προσπαθειών ως προς την αφγανική ανοικοδόμηση φταίει «η δογματική προσήλωση [των ΗΠΑ] στις αρχές της ελεύθερης αγοράς», παρατηρεί ο Ρίτσαρντ Κρέιμερ, πρώην στέλεχος του αφγανικού προγράμματος του National Endowment for Democracy: ενός μη κερδοσκοπικού αμερικανικού οργανισμού που ιδρύθηκε το 1983 με απόφαση του Κογκρέσου και με επίσημη αποστολή «την προώθηση του εκδημοκρατισμού» εκτός αμερικανικών συνόρων.

Μέχρι και η στελέχωση της αφγανικής αστυνομίας που οι Αμερικανοί εκπαίδευαν «ήταν χάλια», λέει σε συνέντευξή του στη SIGAR ένα μέλος των αμερικανικών ειδικών δυνάμεων. Οι εκπαιδευόμενοι «ήταν από τον πάτο του βαρελιού μιας χώρας που βρίσκεται η ίδια στον πάτο», αναφέρει. Τουλάχιστον το 1/3 των Αφγανών νεοσύλλεκτων, εκτιμά, «ήταν είτε ναρκομανείς, είτε Ταλιμπάν». Έτερος Αμερικανός αξιωματούχος κατέθεσε ότι οι Αφγανοί με τους οποίους συνεργαζόταν «βρομοκοπούσαν πετρέλαιο» που έκλεβαν συστηματικά από τις βάσεις για να το πουλήσουν στη μαύρη αγορά.

Αντιμέτωπη με αυτό το πολιτικό και στρατιωτικό χάος, η ηγεσία του Λευκού Οίκου – και αυτή του Πενταγώνου – προτίμησε, αντί να αναλάβει τις ευθύνες της, να… πυροβολήσει την αλήθεια, σημειώνει η ΕΦΣΥΝ.

«Παρουσιάστηκαν έρευνες που ήταν παντελώς αναξιόπιστες, αλλά ενίσχυαν τη θεωρία ότι όσα κάναμε ήταν σωστά», ανέφερε στη SIGAR στρατιωτικός αξιωματούχος, που διετέλεσε σύμβουλος σε θέματα αντιτρομοκρατίας των διοικητών στο Αφγανιστάν.

Κατά τον Οστιν Λ. Ράιτ, βοηθό καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Σικάγου με ειδίκευση στο Αφγανιστάν, υπάρχει πάντως άλλη μια ενδιαφέρουσα οπτική όσων προκύπτουν από τα Afghanistan Papers. «Οι Ταλιμπάν είναι υπομονετικοί και έχουν στρατηγική», επισημαίνει. «Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι περιμένουν μέχρι το κόστος της παρέμβασης να γίνει πολύ υψηλό».

Η αμερικανική κυβέρνηση βρίσκεται και πάλι σε απευθείας διαπραγματεύσεις με τους ίδιους τους Ταλιμπάν, επιδιώκοντας διακαώς την επίτευξη εκεχειρίας, μιας ειρηνευτικής συμφωνίας με την κυβέρνηση της Καμπούλ και εν κατακλείδι την υλοποίηση μιας εκ των βασικών προεκλογικών δεσμεύσεων του Ντόναλντ Τραμπ: την αποχώρηση των 13.000 εναπομείναντων στα αφγανικά εδάφη Αμερικανών στρατιωτών.

Στην εκπνοή του 2019 ή στις αρχές του νέου έτους, εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2020 και ενώ εκκρεμεί η δίκη του στη Γερουσία με το ερώτημα της καθαίρεσης, ο Αμερικανός πρόεδρος αναμένεται να ανακοινώσει σχέδιο για την αποχώρηση των πρώτων 4.000. Ο επικεφαλής του Πενταγώνου, Μαρκ Εσπερ, εμφανίστηκε προ ημερών κάθετος. Ο αριθμός των στρατιωτών των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν θα μειωθεί «με ή χωρίς» συμφωνία, τόνισε. «Είτε θα έλθουν πίσω στην πατρίδα», τόνισε ο Αμερικανός υπουργός Αμυνας, «είτε θα αναπτυχθούν στην περιοχή Ινδικού-Ειρηνικού για την ανάσχεση της μεγαλύτερης για εμάς απειλής, από πλευράς ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων. Κι αυτή είναι η Κίνα».