Η θερμοκρασία του πλανήτη έχει ανέβει περισσότερο από έναν βαθμό κελσίου από την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης και εκτιμάται πως αν δεν αλλάξει κάτι η αύξηση μπορεί να φτάσει στους 2 βαθμούς κελσίου μέσα σε 20 με 30 χρόνια. Η Συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή – η μη δεσμευτική, μη εκτελεστική και τελικά ήδη αδρανής συνθήκη που υπεγράφη την Ημέρα της Γης το 2016 – είχε ως στόχο να περιορίσει τη υπερθέρμανση του πλανήτη κάτω από τους δύο βαθμούς. Οι πιθανότητες επιτυχίας, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που βασίζεται στις τρέχουσες τάσεις εκπομπών, είναι μία στις 20. Αν από κάποιο θαύμα, καταφέρει η ανθρωπότητα να περιορίσει την αύξηση της θερμοκρασίας κάτω των δύο βαθμών, τότε θα έχει «μόνο» να ασχοληθεί με την εξαφάνιση των τροπικών υφάλων του πλανήτη, την άνοδο μερικών μέτρων της στάθμης της θάλασσας και την εγκατάλειψη του Περσικού Κόλπου. Διαφορετικά τα σενάρια είναι ακόμη πιο εφιαλτικά.

Ads

Ο επιστήμονας για την κλιματική αλλαγή, James Hansen, έχει ονομάσει την «θέρμανση δύο βαθμών» μια «συνταγή για μακροχρόνια καταστροφή». Μάλιστα η μακροχρόνια καταστροφή φαντάζει πλέον το καλύτερο σενάριο καθώς η ενδεχόμενη υπερθέρμανση τριών βαθμών αποτελεί συνταγή για άμεση – βραχυπρόθεσμη καταστροφή: εμφάνιση χλωρίδας στην Αρκτική και απώλεια των περισσότερων παραλιακών πόλεων. Ο Robert Watson, πρώην διευθυντής της Διακυβερνητικής Ομάδας των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή, υποστήριξε ότι η αύξηση της θερμοκρασίας τριών βαθμών είναι το ελάχιστο ρεαλιστικό πράγμα που μπορεί να συμβεί. Τέσσερις βαθμοί: η Ευρώπη σε μόνιμη ξηρασία. μεγάλες περιοχές της Κίνας, της Ινδίας και του Μπαγκλαντές θα μετατραπούν σε ερήμους. Την Πολυνησία θα την καταπιεί η θάλασσα, ο ποταμός Κολοράντο θα αραιώσει και θα καταλήξει μια στάλα. Το αμερικανικό νοτιοδυτικό μέρος σε μεγάλο βαθμό θα γίνει ακατοίκητο. Η προοπτική της αύξησης της θερμοκρασίας κατά πέντε βαθμούς ώθησε μερικούς από τους κορυφαίους επιστήμονες του κλίματος να προειδοποιήσουν ακόμη και για το τέλος του ανθρώπινου πολιτισμού.

Η αντίληψη του προβλήματος

Σήμερα γνωρίζουμε πως θα μπορούσαμε να τα έχουμε αποφύγει όλα αυτά. Ειδικότερα, όπως αναφέρουν οι New York Times σε μεγάλο αφιέρωμα για την κλιματική αλλαγή, από το 1979 έως το 1989, είχαμε μια εξαιρετική ευκαιρία να λύσουμε την κλιματική κρίση. Οι μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη ήρθαν σε συμφωνία υιοθετώντας ένα δεσμευτικό, παγκόσμιο πλαίσιο για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, οι συνθήκες επιτυχίας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ευνοϊκές. Τα εμπόδια που κατηγορούμε για την τρέχουσα αδράνεια μας δεν είχαν ακόμη προκύψει και σχεδόν τίποτα δεν βρέθηκε στον δρόμο μας – τίποτα εκτός από τον εαυτό μας.

Ads

Σχεδόν όλα όσα γνωρίζουμε για την υπερθέρμανση του πλανήτη ήταν κατανοητά και το 1979. Μέχρι εκείνο το έτος, τα στοιχεία που συλλέχθηκαν από το 1957 επιβεβαίωσαν αυτό που ήταν γνωστό πριν από τις αρχές του 20ού αιώνα: ο άνθρωπος έχει αλλάξει την ατμόσφαιρα της γης μέσω της συνεχούς καύσης ορυκτών καυσίμων. Μέσα από συνεχόμενες συζητήσεις πέρα από τα κύρια επιστημονικά ερωτήματα που διευθετήθηκαν, όπως ξεκίνησε η δεκαετία του 1980, η προσοχή μετατράπηκε από τη διάγνωση του προβλήματος σε βελτίωση των προβλεπόμενων συνεπειών. Σε σύγκριση με τις σύγχρονη θεωρία χορδών και τη γενετική μηχανική, το “φαινόμενο του θερμοκηπίου” θα μπορούσε να χαρακτηριστεί “αρχαία ιστορία”, που περιγράφεται σε οποιοδήποτε βιβλίο εισαγωγής στη Βιολογία, από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

Τα βιομηχανικά λόμπι και τα κέρδη

Γιατί δεν δράσαμε; Αναζητώντας την απάντηση μπορεί κανείς να στρέψει το βλέμα του στη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων. Πολλά έχουνε γραφτεί για τις μηχανορραφίες και την επιρροή των λόμπι της βιομηχανίας, τη διαφθορά των επιστημόνων και τις εκστρατείες προπαγάνδας που ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να υποβαθμίζουν τον πολιτικό διάλογο και το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, πολύ καιρό αφότου οι μεγαλύτερες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου εγκατέλειψαν τη βουβή επίδειξη άρνησης. Ωστόσο, οι συντονισμένες προσπάθειες για τον αποπροσανατολισμό του κοινού δεν ξεκίνησαν σοβαρά μέχρι τα τέλη του 1989. Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, μερικές από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των Exxon και Shell, εμφανίστηκαν, έστω για μικρό χρονικό διάστημα, πρόθυμες να κατανοήσουν το εύρος της κρίσης και να αναζητήσουν πιθανές λύσεις.

Από κοντά και η πολιτική, και κυρίως των ΗΠΑ που ως κυρίαρχη χώρα, και ο μεγαλύτερος ρυπαντής, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της παγκόσμιας τάσης και στην κατεύθυνση που έλαβε ο κόσμος στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Ήταν εξαρχής κατονοητό πως όλοι έπρεπε να δράσουν άμεσα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι επιστήμονες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης προέβλεπαν ότι μέχρι το τέλος της δεκαετίας θα εμφανιστούν θετικά στοιχεία σχετικά με την υπερθέρμανση, οπότε δεν θα ήταν πολύ αργά για να αποφευχθεί η καταστροφή. Όμως αυτή η ελπίδα αποδείχθηκε φρούδα. Εάν ο κόσμος είχε υιοθετήσει την πρόταση που υιοθετήθηκε ευρέως στα τέλη της δεκαετίας του ’80 για το πάγωμα των εκπομπών άνθρακα, με μείωσή τους κατά 20% μέχρι το 2005, η αύξηση της θερμοκρασίας θα μπορούσε να φθάσει σε λιγότερο από 1,5 βαθμούς.

Για την επίλυση του προβλήματος, μια παγκόσμια συνθήκη για τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα άρχισε να βρίσκει μια ευρεία διεθνή συναίνεση. Η ιδέα βρέθηκε στο επίκεντρο ήδη από τον Φεβρουάριο του 1979, κατά την πρώτη Παγκόσμια Διάσκεψη για το Κλίμα στη Γενεύη, όταν επιστήμονες από 50 χώρες συμφώνησαν ομόφωνα ότι ήταν «επιτακτική ανάγκη» να ενεργήσουν. Τέσσερις μήνες αργότερα, κατά τη συνεδρίαση των G7 στο Τόκιο, οι ηγέτες των επτά πλουσιότερων κρατών του κόσμου υπέγραψαν μια συνθήκη που θα βοηθούσε τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Δέκα χρόνια αργότερα, η πρώτη μεγάλη διπλωματική συνεδρίαση για την έγκριση του πρωτοκόλλου για μια μεγαλύτρη δεσμευτική συνθήκη έλαβε χώρα στην Ολλανδία. Εκπρόσωποι από περισσότερες από 60 χώρες παρακολούθησαν, με στόχο τη δημιουργία μιας παγκόσμιας συνόδου κορυφής που θα πραγματοποιηθεί περίπου ένα χρόνο αργότερα. Μεταξύ των επιστημόνων και των ηγετών του κόσμου, το αίσθημα ευθύνης ήταν κοινό: έπρεπε να αναληφθεί δράση και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ηγηθούν. Δεν το έκαναν.

Γιατί τελικά δεν επιλύσαμε το πρόβλημα όταν είχαμε την ευκαιρία;

Όπως υπογραμμίζει στο αφιέρωμα των New York Times, o Ken Caldeira, κλιματικός επιστήμονας στο Ινστιτούτο Επιστήμης Carnegie στο Stanford της Καλιφόρνια, μαζί με έναν συνάδελφό του, δημοσίευσαν πρόσφατα ένα άρθρο στο περιοδικό Nature, στο οποίο ανάφεραν ότι ο πλανήτης θερμαίνεται πιο γρήγορα από ό, τι προβλέπουν τα περισσότερα κλιματικά μοντέλα. Οι μειώσεις των εκπομπών που προτείνονται τώρα, ακόμα και από τα πιο αφοσιωμένα – στις συνθήκες – έθνη, είναι πλέον δύσκολες και πιθανόν να μην καταφέρουν να επιτύχουν «κανένα συγκεκριμένο στόχο σταθεροποίησης της θερμοκρασίας σε παγκόσμιο επίπεδο».

Περισσότερος άνθρακας απελευθερώθηκε στην ατμόσφαιρα από την τελευταία ημέρα της διάσκεψης του Noordwijk, στις 7 Νοεμβρίου 1989, από ό, τι σε ολόκληρη την ιστορία του πολιτισμού που προηγήθηκε. Το 1990, η ανθρωπότητα έκαψε πάνω από 20 δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα. Μέχρι το 2017, ο αριθμός είχε αυξηθεί σε 32,5 δισεκατομμύρια τόνους, αριθμός ρεκόρ. Παρά τα δισεκατομμύρια δολάρια που επενδύθηκαν στην έρευνα, τις διεθνείς συνθήκες δεσμευτικές και μη, τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η συνολική ποσότητα των αερίου του θερμοκηπίου που εκπέμπονται ετησίως παγκόσμια συνέχισε την αυξητική πορεία. Όπως η επιστημονική ιστορία, έτσι και η πολιτική ιστορία δεν έχει αλλάξει πολύ, εκτός από κάποιες λεπτομέρειες. Ακόμη και ορισμένα από τα έθνη που πιέζουν σκληρότερα για την πολιτική για το κλίμα, δεν τήρησαν τελικά τις δικές τους δεσμεύσεις.

Όσον αφορά τις ΗΠΑ, δεν κατάφερε να κάνει απολύτως καμία από τις δεσμευτικές υποχρεώσεις της. Τα τελευταία 25 χρόνια γινόταν λόγος μόνο για τις προσπάθειες των βιομηχανιών ορυκτών καυσίμων να υποβαθμίσουν την επιστήμη, να μπερδεύουν τη δημόσια γνώση και την κοινή γνώμη, με πλύση εγκεφάλου ακόμη και σε παιδιά δημοτικού, και να δωροδοκούν τους πολιτικούς. Ήταν η μαρτυρία του James Hansen, καθηγητή κλιματολογίας και φυσικής της ατμόσφαιρας, ενώπιον του Κογκρέσου το 1988 όταν ειπώθηκε για πρώτη φορά, μετά την έκθεση με τίτλο «Κλιματική Αλλαγή», πως τα στελέχη των εταιρειών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου άρχισαν να εξετάζουν το ενδεχόμενο τα κέρδη τους να επηρεαστούν απο αυτή την αλλαγή.

Η Exxon, όπως πάντα, πρωτοστάτησε. Έξι εβδομάδες μετά τη μαρτυρία του Hansen, ο διευθυντής της επιστημονικής και στρατηγικής ανάπτυξης της Exxon, Duane LeVine, συνέταξε ένα έγγραφο εσωτερικής στρατηγικής που παροτρύνει την εταιρεία να «υπογραμμίσει την αβεβαιότητα στα επιστημονικά συμπεράσματα». Σύντομα, και άλλες εταιρείες τάχθηκαν υπέρ της γραμμής που χάραξε η Exxon. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου, μετά από μια σειρά εσωτερικών ενημερώσεων σχετικά με το θέμα το φθινόπωρο και το χειμώνα του 1988, συμπεριλαμβανομένου μίας συνάντησης για την ενημέρωση των διευθυντών δώδεκα ή και περισσοτέρων μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών, έλαβε παρόμοια, αν και λίγο πιο διπλωματική γραμμή.

Έδωσε χρήματα για την αντιμετώπιση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα – περίπου 100.000 δολάρια, ένα ελάχιστο μέρος από τα εκατομμυρία που δαπανούσαν για τις επιπτώσεις που είχε το βενζόλιο στην υγεία, αλλά αρκετά για να δημιουργήσουν μια οργάνωση που αποσκοπούσε στα συμφέροντά τους, τον Παγκόσμιο Συνασπισμό για το Κλίμα. Σε αυτό τον “συνασπισμό” συμμετείχε το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ και 14 εμπορικά σωματεία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εκπροσωπούν τη βιομηχανία του άνθρακα, του ηλεκτρικού δικτύου και της αυτοκινητοβιομηχανίας. Ο Παγκόσμιος Συνασπισμός για το Κλίμα σχεδιάστηκε ως αντιδραστικό σώμα, όπου θα συζητούνται θέματα σχετικά με τυχόν προτεινόμενους κανονισμούς, αλλά και ως εκστρατεία Τύπου, που θα συντονίζεται κυρίως από Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου. Ενημέρωνε συνεχώς πολιτικούς που ήταν γνωστό ότι είναι φιλικοί προς τη βιομηχανία και προσέγγιζαν επιστήμονες που μιλούσαν σχετικά με την υπερθέρμανση του πλανήτη. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου πλήρωνε 2.000 δολάρια τον οποιοδήποτε που θα έγραφε άρθρο υπέρ της σε περιοδικό ή εφημερίδα.

Η πιθανότητα να θεσπίσει ουσιαστικά μέτρα για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής εξαφανίστηκε, αλλά η βιομηχανία είχε μόλις αρχίσει. Τον Οκτώβριο του 1989, επιστήμονες συμμάχησαν με τον Παγκόσμιο Συνασπισμό για το Κλίμα, και άρχισαν να αρθρογραφούν σε εθνικά μέσα. Δηλώσεις όπως «Πολλοί σεβαστοί επιστήμονες λένε ότι τα διαθέσιμα στοιχεία δεν δικαιολογούν τις προειδοποιήσεις και τις ανησυχίες», άρχισαν να εμφανίζονται σε άρθρα σχετικά με την αλλαγή του κλίματος.

Στη Διάσκεψη για το Κλίμα στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1992, ο George H.W. Bush αρνήθηκε να δεσμευτεί για συγκεκριμένες μειώσεις εκπομπών. Την επόμενη χρονιά, όταν ο Πρόεδρος Bill Clinton πρότεινε έναν ενεργειακό φόρο με την ελπίδα να επιτύχει τους στόχους της Συνθήκης του Ρίο, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου επένδυσε 1,8 εκατομμύρια δολάρια στο Παγκόσμιο Συνασπισμό για το Κλίμα προκειμένου να δημιουργήσει μια εκστρατεία παραπληροφόρησης. Οι Δημοκράτες γερουσιαστές που εκλέγονταν από πολιτείες που παράγουν πετρελαίο και άνθρακα προσχώρησαν στους Ρεπουμπλικάνους.

Ο Παγκόσμιος Συνασπισμός για το Κλίμα δαπάνησε 13 εκατομμύρια δολάρια σε μία διαφημιστική καμπάνια που αποσκοπούσε στην αποδυνάμωση της υποστήριξης για το Πρωτόκολλο του Κιότο του 1997, το οποίο δεσμεύει τα κράτη-μέλη να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 5% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Χωρίς τη συμμετοχή των ΗΠΑ, όμως, το Πρωτόκολλο του Κιότο, δεν έχει και πολλές ελπίδες επιβίωσης. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, οι ΗΠΑ θα έπρεπε να μειώσουν την εγχώρια παραγωγή του διοξειδίου του άνθρακα περίπου κατά 7%. Η αμερικανική βιομηχανία ευθύνεται για το 25% της παγκόσμιας παραγωγής του αερίου. Το Πρωτόκολλο ποτέ δεν επικυρώθηκε από την Γερουσία για να ισχύσει εντός των ΗΠΑ. Αντίθετα, η απόφαση να μην επικυρωθεί η συμφωνία πέρασε με ψήφους 95-0. Δεν υπήρξε ποτέ άλλη σημαντική προσπάθεια για τη διαπραγμάτευση μιας δεσμευτικής παγκόσμιας συνθήκης για το κλίμα.

Η ανάθεση των ευθυνών

Ο Παγκόσμιος Συνασπισμός για το Κλίμα εγκαταλείφθηκε το 2002 μετά την απομάκρυνση διαφόρων μελών τα οποία είχαν ενοχληθεί από την τακτική του. Αλλά η Exxon (τώρα Exxon Mobil) συνέχισε την καμπάνια παραπληροφόρησης για περίπου πέντε χρόνια ακόμα. Αυτό έκανε την εταιρεία να είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε αγωγές, που μπορούν και καταθέτουν πια οι επιστήμονες. Μια σημαντική αγωγή στόχευσε την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Μια κοινοπραξία 21 αμερικανών παιδιών και ενηλίκων – η μία από τις οποίες, η Sophie Kivlehan της Allentown, εγγονή του Jim Hansen – ισχυρίζεται ότι η κυβέρνηση, «δημιουργώντας ένα εθνικό ενεργειακό σύστημα που προκαλεί την αλλαγή του κλίματος», παραβίασε το καθήκον της, την προστασία των φυσικών πόρων που δικαιούνται όλοι οι Αμερικανοί.

Το 2015, οι γενικοί εισαγγελείς της Μασσαχουσέττης και της Νέας Υόρκης ξεκίνησαν έρευνες μετά από αναφορές του ιστότοπου InsideClimate News και των Los Angeles Times που αφορούν τα τεκμήρια των κλιματικών μελετών που πραγματοποιούσε η Exxon επί δεκαετίες. Είναι αδιαμφισβήτητα αλήθεια ότι οι ανώτεροι υπάλληλοι της εταιρείας,  όπως και οι περισσότερες άλλες μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου, γνώριζαν για τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή ήδη από τη δεκαετία του 1950. Αλλά και η αυτοκινητοβιομηχανία γνώριζε και άρχισε να διεξάγει τη δική της έρευνα στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όπως και μεγάλες εμπορικές ομάδες που εκπροσωπούν το ηλεκτρικό δίκτυο. Όλοι έχουν την ευθύνη. Αλλά δεν το έχουν κάνει μόνοι τους.

Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών γνώριζε. Ο Roger Revelle άρχισε να υπηρετεί ως Σύμβουλος Διοίκησης επί προεδρίας Kennedy το 1961, πέντε χρόνια μετά την ίδρυση του προγράμματος διοξειδίου του άνθρακα «Mauna Loa», και κάθε πρόεδρος από τότε έχει συζητήσει τα πλεονεκτήματα του προγράμματος που φάνηκαν στην κλιματική αλλαγή. Ο Carter είχε την έκθεση Charney, ο Reegan είχε την «Αλλαγή του Κλίματος» και ο Bush είχε τη λογοκριμένη μαρτυρία του James Hansen και τον δικό του δημόσιο όρκο για την επίλυση του προβλήματος. Το Κογκρέσο διεξάγει ακροάσεις για 40 χρόνια.

Όλοι γνώριζαν. Είναι ενδεικτικό πως το 1958, στην τηλεοπτική εκπομπή «The Bell Science Hour» – μία από τις πιο δημοφιλείς εκπαιδευτικές σειρές στην αμερικανική ιστορία – έπαιξε στον αέρα το «The Unchained Goddess», μια ταινία για τα μετεωρολογικά θαύματα, προειδοποιώντας ότι «ο άνθρωπος μπορεί να αλλάζει άθελα το κλίμα του κόσμου μέσω της απελευθέρωσης διοξειδίου του άνθρακα». «Λίγο να ανεβεί ο βαθμός θερμοκρασίας της Γης, θα λιώσει τα πολικά παγοπέδιλα μου» λέει ο οικοδεσπότης της ταινίας, ο παραμυθένιος Dr. Research. Η ταινία αυτή προβάλλεται στο μάθημα της φυσικής στα σχολεία εδώ και δεκαετίες.

Όλοι λοιπόν ήξεραν – και όλοι γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε ότι οι αλλαγές στον πλανήτη μας, που έρχονται σταδιακά θα αναδιαμορφώσουν την πολιτική παγκόσμια τάξη. Γνωρίζουμε ότι αν δεν δράσουμε για τη μείωση των εκπομπών, κινδυνεύουμε ακόμη και με κατάρρευση του πολιτισμού. Γνωρίζουμε επίσης ότι χωρίς μια μεγάλη παρέμβαση, ό, τι συμβαίνει θα είναι χειρότερο για τα παιδιά μας, ακόμα χειρότερα για τα παιδιά τους και ακόμα χειρότερα για τα παιδιά των παιδιών τους, των οποίων η ζωή δεν σημαίνει τίποτα για μας, αν κρίνει κανείς από τις ενέργειες μας εδώ και δεκαετίες. 

Θα μπορούσε να υπάρχει άλλος τρόπος; Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μια μικρή ομάδα φιλοσόφων, οικονομολόγων και πολιτικών επιστημόνων άρχισαν να συζητούν, σε μεγάλο βαθμό μεταξύ τους, κατά πόσον μια ανθρώπινη λύση σε αυτό το ανθρώπινο πρόβλημα ήταν ακόμη δυνατή. Το ερώτημα που τέθηκε είναι αν η ανθρωπότητα είναι πραγματικά πρόθυμη να αντιστρέψει την κατάσταση. Σίγουρα ανησυχούμε για το μέλλον, αλλά πόσο ακριβώς;

Ο παγκόσμιος φόρος άνθρακα

Η απάντηση, όπως θα μπορούσε να σας πει οποιοσδήποτε οικονομολόγος, είναι “σχετικά λίγο”. Αυτό καθιστά το κλιματικό πρόβλημα την τέλεια οικονομική καταστροφή. Ο οικονομολόγος του Yale, William D. Nordhaus, μέλος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Jimmy Carter, υποστήριξε τη δεκαετία του 1970 ότι το καταλληλότερο μέσο αντιμετώπισης ήταν ένας παγκόσμιος φόρος άνθρακα. Αυτό όμως απαιτούσε μια διεθνή συμφωνία, την οποία ο Nordhaus δεν θεωρούσε πιθανή. Ο Michael Glantz, πολιτικός επιστήμονας που ήταν τότε στο Εθνικό Κέντρο Έρευνας για την Ατμόσφαιρα, υποστήριξε το 1979 ότι οι  κοινωνίες είναι ανίκανες να αντιμετωπίσουν το κλιματικό πρόβλημα. Η κλιματική αλλαγή απαιτεί συνεχείς, πειθαρχημένες προσπάθειες για δεκαετίες.

Αυτές οι θεωρίες μοιράζονται μια κοινή αρχή: ότι οι άνθρωποι, είτε σε παγκόσμιους οργανισμούς, είτε ως κοιωνίες στο μεγαλύτερο κομμάτι τους, είτε ως βιομηχανίες, είτε ως πολιτικά κόμματα, είτε ακόμη ως άτομα, δεν είναι σε θέση να θυσιάσουν τη σημερινή ευκολία για να αποτρέψουν τις κλιματικές επιπτώσεις στις μελλοντικές γενιές.

Ερωτηθείς ο John Sununu, προσωπάρχης του Λευκού Οίκου επί προεδρίας Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου, για το ρόλο του σε αυτή την ιστορία, αν θεωρούσε δηλαδή τον εαυτό του υπεύθυνο για την απώλεια της καλύτερης ευκαιρίας για μια αποτελεσματική συνθήκη ενάντια στην υπερθέρμανση του πλανήτη – απάντησε πως «δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι διαφορετικό γιατί, οι ηγέτες εκείνη την εποχή βρίσκονταν σε μια φάση όπου όλοι τους φρόντιζαν να φαίνεται ότι στηρίζουν την πολιτική για τη μέιωση των εκπομπών χωρίς όμως να χρειαστεί να λάβουν σκληρές δεσμεύσεις. Κάτι που θα κόστιζε στα έθνη τους σοβαρές πηγές πλούτου. Ειλικρινά, αυτός είναι ο λόγος για το σημείο που βρισκόμαστε σήμερα».

Προλαβαίνουμε; 

Όπως υπογραμμίζει η αρθρογράφος και συγγραφέας Nathaniel Rich στο αφιέρωμά των New York Times, κάποια στιγμή, οι φόβοι των νέων θα συντρίψουν τους φόβους των παλαιών. Κάποια στιγμή μετά από αυτό, οι νέοι θα συγκεντρώσουν αρκετή δύναμη για να δράσουν. Θα είναι πολύ αργά για να αποφύγουμε κάποιες καταστροφές, αλλά ίσως όχι για άλλους. Ωστόσο, οι προκλήσεις της αλλαγής του κλίματος δεν είναι πλέον πολύ μακρινές. Πολλά έχουν ήδη αρχίσει να συμβαίνουν. Είμαστε ικανοί για καλά έργα, αλτρουισμό και σοφία, και ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων έχουν αφιερώσει τη ζωή τους για να βοηθήσουν τον πολιτισμό να αποφύγει τα χειρότερα. Έχουμε μια λύση στο χέρι: φόροι άνθρακα, αυξημένες επενδύσεις στην ανανεώσιμη και πυρηνική ενέργεια και την τεχνολογία χωρίς άνθρακα. Όπως είπε ο Jim Hansen «από την τεχνολογική και οικονομική σκοπιά είναι ακόμα εύκολο να παραμείνουμε κάτω από δύο βαθμούς Κελσίου».  Μπορούμε να εμπιστευόμαστε την τεχνολογία και τα οικονομικά. Είναι όμως πιο δύσκολο να εμπιστευτείς την ανθρώπινη φύση. Η πιο πρόσφατη δημοσίευση του Hansen, που δημοσιεύθηκε πέρυσι, έλεγε ότι η Γη είναι τώρα τόσο ζεστή όσο ήταν πριν την τελευταία εποχή των Παγετώνων, πριν από 115.000 χρόνια, όταν οι θάλασσες ήταν πάνω από έξι μέτρα υψηλότερες από ό, τι σήμερα.