Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και τις αρχές του ’50, οπότε άρχιζαν να χαράζονται τα όρια του πολεμικού μετώπου μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, η φράση «Ψυχρός Πόλεμος» χρησιμοποιούνταν από τους αναλυτές της στρατηγικής στην εξωτερική πολιτική για να εκφράσει ένα ιδιαίτερο είδος σύγκρουσης.

Ads

Ένα είδος «ευαγγελίου» αυτής της ιδιαίτερης φύσης της σύγκρουσης, όπως την εκλάμβαναν οι Αμερικανοί, αποτελεί το διαβόητο έγγραφο με την κωδική ονομασία NSC-68, το οποίο τέθηκε υπόψη του Αμερικανού προέδρου, Τρούμαν, το 1950 και εμπεριέχει την ιδεολογικοπολιτική «σύνοψη» του μεταπολεμικού διπολικού κόσμου που «ανέτειλε» πάνω από την ανθρωπότητα εκείνη τη στιγμή.

Στο έγγραφο, η αντιπαράθεση με την ΕΣΣΔ προσεγγιζόταν με όρους «σύγκρουσης πολιτισμών», μάχης μεταξύ «σκλαβιάς» και «ελευθερίας». Σύμφωνα με αυτό, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήθελαν να νικήσουν τον κομμουνισμό, έπρεπε να το κάνουν «με τη στρατηγική του ψυχρού πολέμου», συνδυάζοντας πολιτικές, οικονομικές και ψυχολογικές τεχνικές. «Ο ψυχρός πόλεμος», έγραφε το NSC-68, «είναι στην πραγματικότητα ένας πραγματικός πόλεμος στον οποίο διακυβεύεται η επιβίωση του ελεύθερου κόσμου».

Αυτό ήταν ένα νέο είδος σύγκρουσης που απαιτούσε νέα είδη όπλων. Ψυχολογικών όπλων. Το ζήτημα του ψυχολογικού πολέμου απασχολούσε μια μικρή αλλά ισχυρή ομάδα αξιωματούχων στην εξωτερική πολιτική κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του Τρούμαν. Μέχρι τη στιγμή που ο Τρούμαν εγκατέλειψε το αξίωμά του τον Ιανουάριο του 1953, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν θέσει τα νομικά και θεσμικά θεμέλια για προπαγανδιστικές εκστρατείες καθώς και μυστικές ενέργειες.

Ads

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου πειραματισμού που οδήγησε στην προεδρία του Αϊζενχάουερ, σχεδόν όσα μπορούσαν να ονειρευτούν οι στρατηγικοί αναλυτές των ΗΠΑ, εκτός από την ανατροπή ξένων κυβερνήσεων (που θα έρθει αργότερα), το έκαναν πράξη. Μεταξύ άλλων, το σχέδιο Μάρσαλ, που διέθεσε 13 δισεκατομμύρια δολάρια για την ανασυγκρότηση της Δυτικής Ευρώπης, η φωνή της Αμερικής που μετέδιδε τζαζ και ειδήσεις σε 46 γλώσσες σε περισσότερες από εκατό χώρες και η CIA που έστειλε δεκάδες χιλιάδες μπαλόνια γεμάτα αντι-κομμουνιστικά φυλλάδια στην Κίνα.

NSC-68

Μπορεί και στο παρελθόν οι ΗΠΑ να είχαν «τρέξει» ανάλογες εκστρατείες σε προπαγανδιστικό επίπεδο, αλλά για πρώτη φορά, μεταπολεμικά, αυτή η πλευρά του πολέμου «βιομηχανοποιήθηκε». Στις 12 Μαρτίου 1947, ο Τρούμαν εμφανίστηκε στο Κογκρέσο για να ζητήσει 400 εκατομμύρια δολάρια οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας στην Τουρκία και την Ελλάδα. Πρόκειται για το γνωστό Δόγμα Τρούμαν, το οποίο, σύμφωνα με τον εμπνευστή του, θα βοηθούσε «τα ελεύθερα και ανεξάρτητα έθνη να διατηρήσουν την ελευθερία τους» μπροστά στην «κομμουνιστική απειλή».

Τρεις μήνες αργότερα, ανακοινώθηκε το σχέδιο Μάρσαλ. Οι ηγέτες στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν θεωρούσαν το Σχέδιο Μάρσαλ μια πράξη ψυχολογικού πολέμου, αλλά η Σοβιετική Ένωση απέτρεψε τις χώρες επιρροής της από το να συμμετάσχουν.

Το βέβαιο είναι ότι αυτή τη ψυχροπολεμική σύγκρουση άνοιξε ένα μεγάλο πεδίο προπαγανδιστικής μάχης. Το φθινόπωρο του 1947, οι αξιωματούχοι του Κομμουνιστικού Κόμματος αναβίωσαν το προπολεμικό διεθνές προπαγανδιστικό δίκτυο του κόμματος υπό νέο όνομα: Κομμουνιστικό Γραφείο Πληροφοριών (Communist Information Office ή Cominform). Στα μέσα του 1948, η Σοβιετική Ένωση ξεκίνησε μια εκστρατεία εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών, στοχεύοντας σε ακροατήρια τόσο στο εσωτερικό της, όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο. Στη Μόσχα οι αρχές «επιστράτευσαν» διάσημους καλλιτέχνες και επιστήμονες που προωθούσαν τις «ρωσικές αξίες». Στο εξωτερικό, οι πράκτορες της Cominform χτύπησαν την προπαγανδιστική μηχανή των ΗΠΑ, προωθώντας την κομμουνιστική δέσμευση για ειρήνη. Παράλληλα, οι σοβιετικές αρχές δυσκόλεψαν τη δυνατότητα των Σοβιετικών πολιτών να επικοινωνούν ανεμπόδιστα με το εξωτερικό.

Από την επόμενη χρονιά οι Ηνωμένες Πολιτείες ενίσχυσαν το «οπλοστάσιό» τους στον τομέα του ψυχολογικού πολέμου και, όλο και περισσότερο, το έκαναν δημόσια. Στις 20 Απριλίου 1950, ο Τρούμαν ξεκίνησε μια εθνική «Εκστρατεία Αλήθειας» με την εμπλοκή των εκδοτών εφημερίδων. Κάλεσε τον σύνδεσμο τους σε γεύμα στο Statler Hotel της Ουάσινγκτον, για να ζητήσει από τους κορυφαίους εκδότες να ταχθούν στο πλευρό της κυβέρνησης στη «μάχη» της «ψεύτικης προπαγάνδας με την αλήθεια, σε όλο τον κόσμο». «Οπουδήποτε διαδίδεται η προπαγάνδα του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού, πρέπει να την υπερκεράσουμε με ειλικρινείς πληροφορίες για την ελευθερία και τη δημοκρατία».

Αυτή η δημόσια έναρξη μιας ακόμη προπαγανδιστικής εκστρατείας της Ουάσιγκτον συνέπεσε με μία νέα αναφορά για την στρατηγική των ΗΠΑ, πίσω από κλειστές πόρτες όμως αυτή τη φορά. Το άκρως απόρρητο έγγραφο NSC-68, το οποίο συντάχθηκε από μία επιτροπή με επικεφαλής τον Πολ Νίτσε, το νέο αφεντικό της  Διεύθυνσης Πολιτικού Σχεδιασμού, μιας συμβουλευτικής επιτροπής που υπαγόταν στο υπουργείο Εξωτερικών, επικύρωσε την αμερικανική οπτική της σύγκρουσης με την ΕΣΣΔ, ως «ολοκληρωτική» και «ιδεολογική». Το 66 σελίδων ντοκουμέντο συντάχθηκε στο «φόντο» της πρώτης σοβιετικής πυρηνικής δοκιμής τον Αύγουστο του 1949, που σήμανε το τέλος του πυρηνικού μονοπωλίου των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την απόφαση του Τρούμαν να εγκρίνει το πρόγραμμα για την απόκτηση υδρογονοβόμβας τον Ιανουάριο του 1950.

Το NSC-68 έθεσε κατ’ επανάληψη την ανάγκη για φανερές και μυστικές ψυχολογικές επιχειρήσεις, τόσο για να ενισχυθεί η αποφασιστικότητα των συμμάχων όσο και για να προκληθούν αναταραχές στις πιο ευάλωτες χώρες – δορυφόρους της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η νέα, σαφής εστίαση στον ψυχολογικό πόλεμο, σε συνδυασμό με το ξέσπασμα του κορεατικού πολέμου τον Ιούνιο, είχε άμεση επίπτωση τόσο σε φανερά όσο και σε κρυφά προγράμματα προπαγάνδας.

Ο Τρούμαν ζήτησε σχεδόν 90 εκατομμύρια δολάρια από το Κογκρέσο για να ενισχύσει τις εκστρατείες «ενημέρωσης» του υπουργείου Εξωτερικών. Το Κογκρέσο συμφώνησε στα δύο τρίτα του ποσού αυτού, 63,9 εκατομμύρια δολάρια, τον Σεπτέμβριο του 1950. Σε ό,τι αφορά στα κρυφά προγράμματα, η CIA υπέβαλε αμέσως εκτιμήσεις προϋπολογισμού για να επεκτείνει δραματικά τις δραστηριότητές της μέχρι το 1957. Τα αιτήματά της περιελάμβαναν πόρους για νέο προσωπικό, τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων της Ουάσινγκτον και βάσεις προμήθειας στο εξωτερικό, οργανωτικούς πόρους, παραστρατιωτική εκπαίδευση και ένα παγκόσμιο δίκτυο επικοινωνιών.

Επιστημονική στρατολόγηση

Η CIA ζήτησε επίσης κάτι πιο δύσκολο από την εκταμίευση κονδυλίων: Ειδίκευση. Το αρμόδιο γραφείο για τις επιχειρήσεις ψυχολογικού πολέμου, το OPC (Γραφείο Πολιτικού Συντονισμού η επίσημη ονομασία) υστερούσε «σε ένα σημαντικό σύνολο γνώσεων, διαθέσιμου προσωπικού, τεχνικών και φιλοσοφίας επιχειρήσεων» σχετικά με τον ψυχολογικό πόλεμο. Γι ‘αυτό, οι αρχιτέκτονες της στρατηγικής ψυχολογικού πολέμου των ΗΠΑ στράφηκαν στην επιστημονική κοινότητα.

Ο υφυπουργός Εξωτερικών, Τζέιμς Γουέμπ, ζήτησε από τον γνωστό φυσικό και βετεράνο σύμβουλο, Λόιντ Μπέρκνερ, να συγκεντρώσει μια ομάδα επιστημόνων για την αντιμετώπιση του ζητήματος του ψυχολογικού πολέμου. Το σχέδιο, που πήρε το όνομα «Τροία», συγκέντρωσε μια ομάδα κοινωνικών και φυσικών επιστημόνων από το MIT και το Χάρβαρντ που είτε είχαν ήδη, είτε σύντομα θα έπαιζαν ηγετικό ρόλο στον Ψυχρό Πόλεμο. Εκτός από τον ίδιο τον Μπέρκνερ, η ομάδα περιελάμβανε τον ηλεκτρολόγο μηχανικό (και μελλοντικό σύμβουλο του προέδρου Κένεντι) Τζερόμ Βίσνερ, τον φυσικό και μελλοντικό νομπελίστα, Εντουαρντ  Πάρσελ και τον οικονομολόγο Μαξ Μίλικαν, όλοι από το MIT, τον ανθρωπολόγο Κλάιντ Κλούκον και τον ψυχολόγο Τζερόμ Μπρούνερ και οι δύο βετεράνοι της στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και μετά στο Χάρβαρντ. Επίσης συμμετείχαν και μερικά άλλα ονόματα εκτός της πανεπιστημιακής κοινότητας, μεταξύ των οποίων ο κοινωνιολόγος Χανς Σπίερ και ο Τζον Πιρς, μηχανικός στο εργαστήριο Μπελ.

Ο Γουεμπ ζήτησε από την ομάδα του Σχεδίου Τροία να διερευνήσουν και να αντιμετωπίσουν τεχνικά εμπόδια στις εκστρατείες ενημέρωσης των ΗΠΑ, ιδιαίτερα να βρουν τρόπους ώστε να παρακαμφθεί η παρεμβολή της Σοβιετικής Ένωσης στις εκπομπές του ραδιοσταθμού «Φωνή της Αμερικής».

Αυτή η φιλόδοξη ομάδα, ωστόσο, όπως σημειώνει το The Atlantic, ερμήνευσε την εντολή της πολύ ευρύτερα, συντάσσοντας μια έκθεση 81 σελίδων, με όλες τις φανταστικές και πιθανές πτυχές του πολιτικού πολέμου. Εκτός από τα αναμενόμενα κεφάλαια σχετικά με τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις και τη χρήση μπαλονιών μεγάλων αποστάσεων, η έκθεση αυτή του Φεβρουαρίου του 1951 κάλυψε θέματα όπως η προετοιμασία για το θάνατο του Στάλιν και στρατηγικές για την «αναμόρφωση» των σοβιετικών αποστατών. Το υπουργείο Εξωτερικών δεν εντυπωσιάστηκε και ο Νίτσε επεσήμανε ότι η ομάδα «ξεπέρασε κατά πολύ τους αρχικούς όρους και διερεύνησε ένα πεδίο για το οποίο δεν είχε ιδιαίτερες ικανότητες και για το οποίο είχε λίγες πληροφορίες».

Παρά την άκρως απόρρητη εξουσιοδότησή τους, τα μέλη του Σχεδίου Τροία δεν είχαν πρόσβαση στα μυστικά προγράμματα του OPC. Ακόμη κι έτσι όμως έφτασαν στο προφανές συμπέρασμα, ότι η ύπαρξη τόσων διαφορετικών κυβερνητικών υπηρεσιών που εμπλέκονταν στον τομέα της προπαγάνδας, έθετε άμεσους κινδύνους αλληλοεπικαλύψεων και επαναλήψεων, ακόμη και ακούσιων αποκαλύψεων φίλιων σχετικών προγραμμάτων.

Είναι χαρακτηριστικό του χάους, ότι το υπουργείο Εξωτερικών είχε τα δικά του σχετικά προγράμματα, όπως και η Διοίκηση Οικονομικής Συνεργασίας (η υπηρεσία που ήταν υπεύθυνη για την εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ), ενώ ο Στρατός, το ΝΑΤΟ και CIA διατηρούσαν επίσης μυστικά προγράμματα προπαγάνδας. Ακόμη και στην Κορέα, ο διοικητής των αμερικανικών στρατευμάτων είχε τον έλεγχο επιχειρήσεων ψυχολογικού πολέμου. Κανένα από αυτά τα προγράμματα δεν συντονίζονταν με τα άλλα.

Το Σχέδιο Τροία συνέστησε ένα είδος «υπερδομής« που θα «σχεδιάζει γενική στρατηγική για σχεδόν όλα τα αντισυμβατικά μέτρα πολέμου», συμπεριλαμβανομένων των προπαγανδιστικών εκστρατειών, των συγκεκαλυμμένων ενεργειών και του οικονομικού πολέμου. Απαντώντας, στις 4 Απριλίου 1951, ο Τρούμαν δημιούργησε ένα Συμβούλιο Ψυχολογικής Στρατηγικής (PSB) υπεύθυνο για τον «συντονισμό και την αξιολόγηση της εθνικής ψυχολογικής προσπάθειας». Η δημιουργία του PSB ήταν μια δημόσια πράξη: Στα τέλη Ιουνίου, ο Λευκός Οίκος και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξέδωσαν ταυτόχρονα δελτία τύπου που περιέγραφαν το σκοπό, την ιδιότητα μέλους και τις εξουσίες του PSB. Τα δελτία Τύπου βέβαια παρέλειψαν οποιαδήποτε αναφορά σε μυστικές δραστηριότητες, αλλά η ευρύτερη «ομπρέλα» ψυχολογικών στρατηγικών της κυβέρνησης των ΗΠΑ δεν ήταν απολύτως μυστική σε αυτό το σημείο του Ψυχρού Πολέμου.

Ως συντονιστικός φορέας, το PSB ήταν σκέτη απογοήτευση. Αν και επιφορτισμένο με την επίβλεψη των ψυχολογικών προγραμμάτων, δεν συμμετείχε ενεργά σε αυτά, αφήνοντας τον επιχειρησιακό έλεγχο στα χέρια του εκάστοτε οργανισμού που τα «έτρεχε». Πάλι δηλαδή στους ίδιους φορείς που είχν δημιουργήσει το προηγούμενο χάος.

Ο τελικός συμβιβασμός του PSB για τον τρόπο με τον οποίο θα αξιολογούσε τα σχέδια – μια διαπραγμάτευση που κράτησε μέχρι τον Φεβρουάριο του 1952, σχεδόν ένα χρόνο μετά τη δημιουργία του συμβουλίου – ήταν η δημιουργία μιας επιτροπής ελέγχου που κράτησε όλα τα προγράμματα εκτός από τα πλέον αμφιλεγόμενα από την ατζέντα της PSB. Το υπουργείο Εξωτερικών, από την πλευρά του, ήταν έτοιμο να παραιτηθεί από τον έλεγχο των μυστικών επιχειρήσεων.

Μια εγκύκλιος του υπουργείου Εξωτερικών που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1951 διακρίνει προσεκτικά την «λευκή», «γκρίζα» και «μαύρη» προπαγάνδα, υπενθυμίζοντας στους αξιωματούχους εξωτερικών υπηρεσιών ότι ούτε το υπουργείο Εξωτερικών ούτε η διοίκηση οικονομικής συνεργασίας εξουσιοδοτήθηκαν να συμμετάσχουν στη μαύρη προπαγάνδα. Ως παραδείγματα επιτρεπόμενων δραστηριοτήτων, η εγκύκλιος πρότεινε συμβάσεις με εκδότες και άλλους παραγωγούς των μέσων ενημέρωσης, με ή χωρίς καταλογισμό στην αμερικανική κυβέρνηση. Οι ακατάλληλες δραστηριότητες περιλάμβαναν βοήθεια σε ξένες εφημερίδες, οικονομική βοήθεια σε ομάδες εργασίας ή νεολαίας και προπαγανδιστικές εκστρατείες που είχαν σχεδιαστεί για να επηρεάσουν ξένες εκλογές.

Η λέξη «επιστήμη» απουσιάζει εντυπωσιακά από τα βασικά έγγραφα που καθόρισαν τις παραμέτρους για τις πρώιμες ψυχολογικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ. Ακόμη και το NSC-68, ένα ιδιαίτερα λεπτομερές έγγραφο, αναφέρει την επιστήμη κυρίως όσον αφορά την τεχνολογία των όπλων. Παρά την έλλειψη ρητών αναφορών στην επιστήμη σε αποχαρακτηρισμένες αναφορές για ψυχολογικές επεμβάσεις κατά την εποχή του Τρούμαν, στοιχεία δείχνουν ότι οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής στις  ΗΠΑ επιθυμούσαν να διαδραματίσει η επιστήμη μεγαλύτερο ρόλο. Σήμερα γνωρίζουμε ότι το Σχέδιο Μάρσαλ κατεύθυνε κεφάλαια στην ανασυγκρότηση της ευρωπαϊκής έρευνας, κυρίως προς τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Πυρηνικών Ερευνών. Περίπου το 15% των άρθρων που δημοσιεύτηκαν στη ρωσόφωνη έκδοση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, «Αμέρικα», από το 1945 έως το 1952, κάλυψαν τις προόδους στην επιστήμη, την ιατρική ή την τεχνολογία. Το 1950, το 20% των επιχορηγήσεων του προγράμματος υποτροφιών Fulbright για πανεπιστημιακούς καθηγητές και δασκάλους πήγαν σε φυσικούς επιστήμονες, ενώ το 25% πήγε στους κοινωνικούς επιστήμονες.

Τεκμηριώνεται λοιπόν ότι ο επιστημονικός προγραμματισμός είχε μια θέση, αν όχι κατ ‘ανάγκην, εξέχουσα, τόσο σε φανερά όσο και σε μυστικά προγράμματα ψυχολογικού πολέμου στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Με την πάροδο του χρόνου, η CIA και το υπουργείο Εξωτερικών βρήκαν τρόπους για να ενσωματώσουν την επιστημονική πρόοδο στα προπαγανδιστικά σχέδιά τους. Το έκαναν ιδιαίτερα με τα προγράμματα που στοχεύουν σε μια συγκεκριμένη κατηγορία ελίτ τεχνοκρατών στις αναπτυσσόμενες χώρες. Ανθρώπων, δηλαδή, όπως αυτούς στους οποίους στόχευε το NSC-68.