Ο χαράκτης και αγωνιστής Γιώργος Φαρσακίδης που έφυγε από τη ζωή πριν λίγες μέρες , ήταν ο ένας από τους δύο μαχητές του Ε.Λ.Α.Σ. που στις 2 του Σεπτέμβρη 1944, λίγο πριν τη σφαγή στον Χορτιάτη, χτύπησαν το γερμανικό αυτοκίνητο, στην περιοχή του Χορτιάτη. Σε συνέντευξη που είχε δώσει στον Στ. Κούλογλου στην εκπομπή «Ρεπόρταζ Χωρίς Σύνορα», αποδομούσε το αφήγημα που έλεγε πως  η σφαγή 145 αμάχων ήταν τα αντίποινα για την πράξη των δύο δεκαοχτάχρονων τότε μαχητών.

Ads

Εξηγεί πως το χτύπημα του αναγνωριστικού αυτοκινήτου, αποδείχτηκε σωτήριο για εκατοντάδες κατοίκους οι οποίοι, υπακούοντας στις προτροπές της οργάνωσης, κατάφεραν να διαφύγουν. «Τα πάνω από 145 άτομα, κυρίως γυναικόπαιδα, δίνοντας πίστη στα λόγια του ιερέα και του προέδρου, που διατηρούσαν “καλές σχέσεις” με τους Γερμανούς, σφαγιάστηκαν η κάηκαν ζωντανά» είχε γράψει στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 2011. Στην παρακάτω μαρτυρία, περιγράφει επίσης την δράση των ταγματασφαλιτών αλλά και το πως τον στιγμάτισε «Το Γερμανάκι», ο οδηγός του αυτοκινήτου, που ενώ το πυροβόλησαν, του έσωσαν τελικά τη ζωή.

Η σφαγή στον Χορτιάτη δεν ήταν για  αντίποινα

Μου είναι δύσκολο να προσδιορίσω τις ώρες. Ξέρω ότι ξεκινήσαμε πρωί, περιμέναμε κάμποσο, πόσο περιμέναμε, δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Και δεν υπήρχε κανένας λόγος τελικά. Εμείς μετράγαμε τα γεγονότα αυτά καθεαυτά, δε μας ενδιέφερε η ώρα.

Ads

Κινήσαμε να πιάσουμε την ενέδρα με τις 6-7 σφαίρες ο καθένας. Αν φανεί γερμανικό αυτοκίνητο, να το χτυπήσουμε. Η ανώτερη η διοίκηση, ο Φορίας κι αυτοί, είχανε μια εντύπωση, ότι ετοιμάζονται οι ταγματασφαλίτες κι οι Γερμανοί να περάσουν απ’ το Χορτιάτη. Και υπήρχε μια υπόνοια ότι μπορεί να είναι κάτι άλλο σε βάρος του χωριού. Αλλά δεν ήταν σίγουρο. Εμείς δεν ξέραμε τίποτα όμως.

«Σταύρακα» του λέω, «εάν φανεί το αυτοκίνητο, να το πυροβολήσουμε επειδή είναι λιγοστές οι σφαίρες μας. Να το πυροβολήσουμε σε απόσταση κάποιων μέτρων απ’ το σημείο που ήμασταν εμείς, για να μπορέσουμε να ξαναοπλίσουμε το όπλο». Γιατί ξέραμε ότι οι Γερμανοί είχαν αυτόματα.

Βλέπουμε να ‘ρχεται τ’ αυτοκίνητο  αργά αργά, όχι με μεγάλη ταχύτητα. Σίγουροι ήταν, εδώ πέρα ήταν δικό τους χωριό ας πούμε, κάπου το ελέγχαν υποτίθεται. Λοιπόν, το πυροβολήσαμε. Σταματάει το αυτοκίνητο μπροστά μας και πηδάνε δύο Γερμανοί, οχυρώνονται πίσω, από την άλλη μεριά του δρόμου που ήταν λάκκος, ήταν πρασινάδα. Βγάζουνε τα αυτόματα, ριπή, ριπή, ριπή. Και μάλιστα λέγαμε, πότε θα τελειώσουν οι ριπές οι δικές τους να μπορέσουμε κι εμείς ας πούμε, κάτι να κάνουμε με τις 5, 10 σφαίρες που είχαμε.

Πάω λοιπόν, περνάω απέναντι και έρχομαι πάλι κατεβαίνω προς το χωριό για να χτυπήσω τους Γερμανούς. Ποιους να χτυπήσω τώρα; Δηλαδή, αυτές είναι οι νεανικές τρέλες, γιατί αυτοί ήταν μες στους θάμνους, καλυμμένοι. Έχουν αυτόματα και εσύ πας  κι ούτε χειροβομβίδα έχεις να ρίξεις, ούτε τίποτα. Πας κουτουράδα καταπάνω τους.

Πρέπει να πλησίασα σε κάποια απόσταση και μου ρίχνουν μια ριπή. Κι όπως ήταν η λεύκα δίπλα μου, βλέπω στο πρόσωπό μου εδώ πέρα να ξεφλουδίζει τη λεύκα. Τρόμαξα. Λέω τι πα να κάνω;  Λοιπόν, ξαναγυρίζω πίσω, από κει που μπήκα περίπου και φωνάζω ας πούμε ‘να έρθει ένας μαζί μου’ υπολογίζοντας και τον Παντελή. Κι εμφανίζεται ο Σταύρακας απ’ την άλλη πλευρά του δρόμου και μου φωνάζει και βρίζει: Έμεινα μόνος γαμώ το. Τι να στείλουμε έναν; Μόνος μου έμεινα. Εδώ έλα εσύ.

Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί πρέπει να ‘χουν φύγει.  Ψάξαμε. Πόση ώρα πέρασε; Να ‘ταν μια ώρα; Να ‘ταν μία και μιάμιση; Οι χωρικοί δουλεύαν στα χωράφια. Ρωτάγαμε, κανένας δεν ήξερε, μας ‘λεγαν δεν άκουσαν ή ‘καναν πως δεν άκουσαν, αν πέρασαν οι Γερμανοί.

Αυτό το παραμύθι  λοιπόν, που λένε πως η σφαγή στον Χορτιάτη έγινε για αντίποινα είναι ψέμα που τελικά θέλει να ρίξει το βάρος, στους «κακούς» αντάρτες που χτυπήσαν. Γιατί είναι ψέματα; Γιατί για να πάνε οι δύο Γερμανοί που μας ξέφυγαν μέχρι το Ασβεστοχώρι ήταν γύρω στα 6 -7 χιλιόμετρα με τα πόδια, θέλεις πάνω από μια ώρα. Κι αν είσαι και τραυματίας όπως αυτοί, κι αν κρύβεσαι, αργείς πιο πολύ. Δηλαδή όταν κίνησε η φάλαγγα των γερμανικών αυτοκινήτων με προορισμό να κάψουν το χωριό, αυτοί ακόμα δε θα είχανε προλάβει να φτάσουνε. Παραμύθι ήταν  τα αντίποινα που καλλιεργήθηκε. Το είχανε σκοπό να το κάνουν γιατί είχαν τέτοια στρατηγική.

Το Γερμανάκι που μου σφράγισε τη ζωή

Λοιπόν, ρωτάμε τους χωρικούς, δε βρήκαμε κανέναν Γερμανό  και γυρίσαμε πίσω. Είχαμε την εντύπωση ότι το Γερμανάκι όπως ήτανε πεσμένο στο τιμόνι, ότι έχει σκοτωθεί. Οπότε πλησιάζουμε και διαπιστώνουμε ότι είναι ζωντανός. Mε σφράγισε για μια ζωή η εικόνα που αντίκρισα. Του κάνει ο Σταύρακας το χέρι του έτσι και ανασήκωσε το κεφάλι. Πρέπει να ήταν της ηλικίας μας. Ένα παιδικό πρόσωπο, ξανθός, όμορφος. Του κρεμότανε το μάτι του και το μάγουλο είχε κατέβει κάτω. Ήταν μία μάζα φρικτή!  Κάνει να τραβήξει το χέρι του στο περίστροφο, στο πιστόλι που ‘χε στην τσέπη. Αλλά πια το χέρι του δεν είχε κουράγιο.  Ο Σταύρακας,  απλώς του στρίβει το χέρι και λέει: Άστο, δε θα σου χρειαστεί άλλο. Πούλησε ειρωνεία. Και έβγαλε από τη θήκη το περίστροφο και το έβαλε στον κόρφο του ο Σταύρακας, ευγενική χειρονομία.

Εμένα μου σφράγισε τη ζωή όλη αυτό το πράγμα. Δηλαδή μετά σκεφτόμουνα πρέπει να ήμασταν συνομήλικοι, 18-19 χρονών. Πόσα θα είχαμε  να πούμε, να διαφωνήσουμε, να συμφωνήσουμε, να ανταλλάξουμε εντυπώσεις… ‘Ο,τι σκέφτεται ας πούμε ένας νέος άνθρωπος σ’ αυτή την ηλικία. Και θυμάμαι, το είχα σαν τύψεις. Όταν στρατοπεδεύσαμε πια στο δρόμο που πάει από την Περιστερά προς το λημέρι μας για τη νύχτα κι εμείς φυλάγαμε, κι άκουγα τα νέα που ‘φερναν: Ξεκοιλιάσαν τη γυναίκα, σκοτώσαν το μωρό, σου ‘καψαν τους γονείς σου και τα λοιπά και να γίνεται θρήνος σε απόσταση δε θυμάμαι…. κάποιων 100-150 μέτρων απόσταση. Γινόταν θρήνος κι έρχονταν τα βογγητά. Και θρηνούσαν κι εγώ θρηνούσα, δεν μπορούσα.

Σηκώσαμε το Γερμανάκι, στάθηκε στα πόδια του και  του λέω: Εκεί που θα πας, υπάρχει hospital, νοσοκομείο.  Υπάρχει ντοκτόρ και θα σε κάνει good και τα λοιπά. Έδωσε εντολή στους χωριανούς, να το κρατήσουνε με προσοχή και να το πάνε. Αλλά θυμάμαι τη ματιά του. Το Γερμανάκι, ο έφηβος  που δεν ήθελε να πεθάνει.

Το θυμάμαι σαν εφιάλτη

Μισοξυπόλητοι ήμασταν, δηλαδή κρατάγαμε και δεν κρατάγαμε τα τσαρούχια επάνω στα πόδια μας. Λοιπόν λέγαμε πόσα τσαρούχια λαστιχένια γερά μπορούν να γίνουνε μ’ αυτές τις τρεις ρόδες του αυτοκινήτου.

Μόλις λέει, πριν από λίγο έφυγε ο λόχος ολόκληρος αλλά δεν το ξέραμε και μου κακοφάνηκε. Εγκαταλείψανε δύο, εμένα και τον Σταύρακα και φεύγουνε. Δίνω το όπλο στον Σταύρακα, δεν ήθελα να σηκώσω όπλο στην ανηφόρα και πήρα αυτή την ανηφόρα μες στο δάσος τρέχοντας σε άγνωστο μέρος.

Σαν σε εφιάλτη θυμάμαι να βλέπω την εικόνα. Μια τεράστια φάλαγγα κι ο λόχος συνόδευε. μέσα από τα δέντρα. Να ακούω ψιθύρους, φωνές, γιατί πήραν πάρα πολλά γυναικόπαιδα.  Θυμάμαι να χάνονται και να μην προλαβαίνουμε στα δέντρα.  Δεν είχα πια κουράγιο να τρέξω. Ένιωσα ας πούμε την καρδιά να χτυπάει και κουρασμένος, αγχωμένος και με κομμένη την ανάσα -ήταν μια εφιαλτική διαδρομή – τελικά έπεσα κάτω. Και πρέπει να με είδε κάποιους απ’ τους τελευταίους της φάλαγγας Μερικοί σταμάτησαν. Δηλαδή όταν συνήλθα, είδα από πάνω ήταν 4-5, ήταν κι ο Φλωριάς από πάνω. Και λέω του Φλωριά:  Από πότε οι αντάρτες εγκαταλείπουν συντρόφους; Ελασίτες αντάρτες εγκαταλείπουν συντρόφους; Μετά το σκυλομετάνιωσα, γιατί ο άνθρωπος συνόδευε ολόκληρη φάλαγγα αμάχων, γλίτωνε ζωές. Είχε μυαλό τώρα να θυμάται ότι υπάρχουν και κάποιοι εκεί;

Με το Φλωριά ανταμωθήκαμε αργότερα στη Βουλγαρία. Τον ρώτησα, με θυμάσαι; Και λέει: ήσουν το πιο μικρός και το πιο παλικάρι. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσα ν’ ακούσω. Πήρα κι άλλα μετάλλια, αλλά αυτό ήταν το καλύτερο.

Λοιπόν, μπορεί τελικά πιστεύω ότι η σφαγή ήταν μια πράξη  τσαμπουκά των Γερμανών, γιατί ήταν απ’ τα πιο αγωνιστικά χωριά στην Ελλάδα τον καιρό της Αντίστασης, απ’ τα πιο συνειδητοποιημένα χωριά. Από τις δυόμισι τόσες χιλιάδες κόσμου υπήρχαν μόνο 145 θύματα. Για φανταστείτε 400 Γερμανοί και 80 ταγματασφαλίτες να μπουκάρουν στο χωριό και να πιάνουνε, έτσι όπως είναι μες στα σπίτια, μες στα καταστήματα και τα λοιπά κόσμο. Τι παραπάνω θύματα θα θρηνούσαμε αν δεν είχαμε προλάβει να φύγουν οι πολλοί!

Οι Γερμανοί κάποιες φορές φανήκαν ανθρώπινοι, οι ταγματασφαλίτες ποτέ

Οι ταγματασφαλίτες ήταν πωρωμένοι φονιάδες, πωρωμένοι φονιάδες. Οι Γερμανοί μπορεί να ‘διναν τη διαταγή, αλλά τα έκτροπα που ‘γιναν, ’γιναν από ελληνόφωνους δυστυχώς.

΄Έχουν κατακλέψει τον κόσμο. Καταρχήν, γινόταν πλιάτσικο, γινόταν λεηλασία, γινότανε εξαγορά των θυμάτων σ’ όλες τις περιπτώσεις ας πούμε των ελληνόφωνων φονιάδων, των συνεργατών των Γερμανών. Τι να πει κανένας; Υπάρχουν περιπτώσεις που οι Γερμανοί πραγματικά φανήκανε ανθρώπινοι, είχαν βέβαια διαταγές, ήτανε μέρος του σχεδίου ο αφανισμός. Και μάλιστα των αμάχων. Κάπου έχω διαβάσει μου φαίνεται πως ένας απ’ τους ταγματασφαλίτες είπε: Γιατί τελικά να ξοδεύουμε πυρομαχικά σκοτώνοντας και τα λοιπά, αφού μπορούμε να τους σφάζουμε με το χέρι; Ήθελε να κάνει και οικονομία στους Γερμανούς!

Και εκτός από τον Σούμπερτ αν δεν κάνω λάθος, δεν υπάρχουν άλλοι, δεν καταδικάστηκαν. Από κει και πέρα, από τη στιγμή που συμμετέχουν στον αντικομμουνιστικό αγώνα, πήραν και τα εύσημά τους σαν αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Και ο ίδιος ο Χορτιάτης τιμωρήθηκε μετά, για την αγωνιστική στάση του.