Παρότι ο κοινοβουλευτικός βίος της χώρας συμπληρώνει πάνω από ενάμιση αιώνα ζωής, μόνο στο ένα τρίτο αυτού η βουλή έχει την γυναικεία επικύρωση, κι αυτό μετά από πολλούς αγώνες και δυσκολίες, αφού η γυναικεία ψήφος… εγκυμονεί πολλές αντιρρήσεις και ακόμα περισσότερες προκαταλήψεις.
 
Παρότι το, εξαιρετικά προοδευτικό για την εποχή, Σύνταγμα του 1864 δίνει το καθολικό δικαίωμα ψήφου σε όλους τους Έλληνες, ο νομοθέτης “ξεχνά” ν’ αναφερθεί στο αντίστοιχο δικαίωμα των γυναικών, θεωρώντας ότι το γυναικείο φύλλο δεν είναι μόνο “αδύναμο”, αλλά και ανίκανο να αντιληφθεί τα περί πολιτικής. Το θέμα αναδεικνύει στα τέλη του 19ου αιώνα η “Εφημερίς των Κυριών” αρχικά συγκρατημένα :“Εμείς ούτε πολιτική ψήφο διεκδικήσαμε ούτε προνόμια επίσημα από την Πολιτεία, ούτε καν επιφανείς θέσεις και αξιώματα”, αλλά στη συνέχεια μαχητικότερα, εξαγριώνοντας τους άνδρες της εποχής :“Θα την συντρίψω διότι μαστροπεύει τας γυναίκας. Έχω μάννα και αδελφήν άγαμον”, δηλώνει για την Καλλιρρόη Παρέν ο διευθυντής της εφημερίδας “Επιθεώρησις”. “Αι γυναίκες είναι πετεινόμυαλαι και ελαφραί. Δεν αξίζει τον κόπον να ασχοληθώμεν”, συμπληρώνει απαξιωτικά η εφημερίδα “Ακρόπολις”, ενώ ο μισογύνης Εμμανουήλ Ροΐδης το …τερματίζει  γράφοντας :“Δύο επαγγέλματα αρμόζουν εις τας γυναίκας. Εκείνα της νοικοκυράς και της εταίρας”…

Ads

image

Το 1922 ο Δημήτρης Γούναρης επαναφέρει το ζήτημα, αλλά η πρότασή του περί γυναικείας ψήφου όχι μόνο δεν συγκεντρώνει την απαραίτητη πλειοψηφία, αλλά συναντά υπερκομματικές αντιδράσεις,  που αξίζει τον κόπο να καταγράψουμε ώστε να αναδείξουμε την τότε  κυρίαρχη ανδρική αντίληψη για το θέμα. Στη συζήτηση που γίνεται στη διάρκεια της Γ’ Εθνοσυνέλευσης τον Μάιο του 1922, ο υπουργός  και καθηγητής του Αστικού Δικαίου Αντώνιος Μομφεράτος μεταφέρει τα επιχειρήματα των αρνητών του γυναικείου ψήφου :  “…αι γυναίκαι δεν δύνανται να αποκτήσουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, διότι, μη στρατευόμεναι, μη συνεισφέρουσαι το αίμα εις τον βωμόν της Πατρίδος, θα βουλεύονται, θα δύνανται δηλαδή να ψηφίσουν υπέρ του πολέμου εις τα Βουλάς αποστέλλουσαι μόνο τους άνδρας εις τον πόλεμον. Η γυνή, λέγουν οι συγγραφείς ούτοι, πρέπει να παραμείνει εις την οικίαν της, ψηφοθηρούσα όμως θα παραμελήσει τον οίκο της”.  

image

Ads

Αντίθετα, ο πρώην πρωθυπουργός- και εκτελεσμένος μερικούς μήνες μετά στη “Δίκη των 6”- Δημήτριος Γούναρης, θεωρεί ότι η γυναικεία ψήφος δεν είναι δικαίωμα αλλά υποχρέωση που έχει κάθε πολίτης, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι ακόμα και αν οι γυναίκες δεν το ζητήσουν ο νομικός και πολιτικός μας πολιτισμός υποχρεώνει τους βουλευτές να το διεκδικήσουν γι αυτές, αφού είναι αντιπρόσωποι όλων των πολιτών και όχι μόνο των ανδρών. Εν συνεχεία εξελίσσεται ένας ενδιαφέρον διάλογος μεταξύ του βουλευτή Αιτωλοακαρνανίας Βασιλείου Μητσόπουλου –Γούναρη, με τον πρώτο να υποστηρίζει ότι “δεν είναι ορθόν να εισάγουμε εις το πολίτευμα την κρίσην και των γυναικών δια τα εθνικά ζητήματα” αφού οι περισσότερες από αυτές είναι αγράμματες”, τον Γούναρη να απαντά λέγοντας “Δηλαδή, να αφαιρέσωμεν και το δικαίωμα του ψήφου εκ των αγραμμάτων ανδρών ;”και τον Μητσόπουλο να “αμύνεται” με το σαθρό επιχείρημα :“Δεν λέγω τούτο, αλλά ας μην προσθέσωμεν εις τους υπάρχοντας και άλλους αγραμμάτους”.

Σε κάθε περίπτωση, και μετά από πολλές παλινδρομίες, η Εθνοσυνέλευση του 1924 λέει τελικά το “Ναι” στη γυναικεία ψήφο, βάζοντας όμως τόσους αστερίσκους που ουσιαστικά ακυρώνουν την απόφασή της :Δίνεται στις γυναίκες άνω των 30, που πρέπει όμως να γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση, το δικαίωμα του εκλέγειν αλλά όχι του εκλέγεσθαι, μόνο στις Δημοτικές αλλά όχι στις εθνικές εκλογές , και όλα αυτά μετά από πέντε χρόνια…

Καθοριστική για το ζήτημα είναι η πρώτη δημόσια συγκέντρωση “Περί του δικαιώματος της γυναικείας ψήφου” στο θέατρο “Απόλλων” το 1928, την οποία οι εφημερίδες της εποχής αντιμετωπίζουν με χλευασμό “…αν ο συμπαθής μπαμπάς της τραβήξει λίγο το αυτάκι δεν θα έχει άδικο”, “θελκτική σοσιαλίζουσα ομιλήτρια”, “αι αθεόφοβες φεμινίστριες δια να δικαιώσουν φαίνεται την ιστορίαν περί γυναικείας πολυλογίας άφησαν και εκφωνήθηκαν είκοσι λόγοι” ενώ διερωτώνται αν είναι αλήθεια ότι ο διανοούμενος κόσμος είναι μαζί τους. 

image

image

Παρά την ανδρική ειρωνεία, οι πρώτες εκλογές στις οποίες συμμετέχει το γυναικείο φύλλο έρχονται έξι χρόνια μετά και στέφονται με απόλυτη αποτυχία… Παρότι στις Δημοτικές εκλογές του 1934 μπορούν να συμμετάσχουν οι Ελληνίδες, τελικά μόλις …240 από αυτές καταφέρνουν να φτάσουν μέχρι την κάλπη. Αιτία της αποτυχίας αποτελεί η μη -παρά την δεκαετή προετοιμασία-ενσωμάτωση τους στους εκλογικούς καταλόγους, ο μεγάλος αριθμός αναλφάβητων γυναικών, αλλά και η συνολική κοινωνική αντίληψη που αποθαρρύνει το σύνολο του γυναικείου πληθυσμού να συμμετάσχει σε αυτές. Το 1944 η Πανελλήνια Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) που σχηματίζει την “Κυβέρνηση του βουνού” τονίζει σε ψήφισμά της ότι :“Όλοι οι Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, έχουν τα ίδια πολιτικά και αστικά δικαιώματα”, και το κάνει πράξη στις ανεπίσημες εκλογές που διεξάγει τον Απρίλιο του 1944 όπου οι γυναίκες όχι μόνο ψηφίζουν, αλλά και εκλέγουν πέντε βουλευτές. 

Η οριστική δικαίωση του γυναικείου αγώνα έρχεται με τον  νόμο 2159 του 1952 που κατοχυρώνει τα δικαιώματα εκλέγειν και εκλέγεσθαι για όλες τις γυναίκες. Ακόμα και έτσι όμως, αυτές δεν καταφέρνουν να συμμετάσχουν στις κάλπες  Νοεμβρίου του 1952 λόγω, πάλι, της μη ενημερότητας εκλογικών καταλόγων. Δύο μήνες μετά όμως, 18 Ιανουαρίου 1953, στις επαναληπτικές εκλογές που διεξάγονται μόνο για μία έδρα στη Θεσσαλονίκη, εκτός από τις ψηφοφόρους υπάρχουν και δύο υποψήφιες βουλευτίνες: Η Ελένη Σκούρα με τον “Ελληνικό Συναγερμό” και η Βιργινία Ζάννα με το “Κόμμα Φιλελευθέρων”. Στην πρωτόγνωρη για τα μέχρι τότε ελληνικά δεδομένα μάχη, επικρατεί η πρώτη κατακτώντας την πρώτη γυναικεία βουλευτική έδρα με 47.132 σταυρούς, έναντι 24.046 σταυρών της κας Ζάννα. 

image

Το 1956 η Λίνα Τσαλδάρη γίνεται η πρώτη γυναίκα υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας στην κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε, τον ίδιο χρόνο εκλέγεται η Μαρία Δεσσύλα πρώτη γυναίκα Δήμαρχος στην Ελλάδα, ενώ το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα που ορίζει ρητά ότι “Όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου”, είναι αυτό του 1975.