Το «Ναζί δισεκατομμυριούχοι», είναι ένα νέο βιβλίο, του Ντέιβιντ Ντε Γιονγκ, πρώην δημοσιογράφου του Bloomberg, το οποίο ερευνά το πώς οι πλουσιότερες επιχειρηματικές δυναστείες της Γερμανίας έφτιαξαν περιουσίες βοηθώντας ή υποκινώντας τον Αδόλφο Χίτλερ.

Ads

Οκτώ δεκαετίες αργότερα, το βιβλίο εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αυτοί εξακολουθούν να αποφεύγουν τον εξονυχιστικό έλεγχο, σε ένα έθνος που προσπαθεί να αντιμετωπίσει το καταστροφικό παρελθόν του.

«Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι πρόκειται για μια χώρα που γνωρίζει τόσο πολύ την ιστορία της, με πολλούς τρόπους, αλλά φαινομενικά οι πιο ισχυροί οικονομικά δρώντες δεν ασχολούνται με αυτό», λέει στον Guardian ο 35χρονος συγγραφέας. «Αυτός ήταν ο λόγος που έγραψα το βιβλίο. Είναι ένα επιχείρημα υπέρ της ιστορικής διαφάνειας».

Ο πρώην δημοσιογράφος εξετάζει στο βιβλίο του γερμανικές εταιρείες που κατέχουν ζυθοποιίες, οινοπαραγωγούς αλλά και ορισμένες διάσημες αμερικανικές εταιρείες, όπως η Krispy Kreme και η Pret A Manger. Ρίχνει ωστόσο αρκετό φως σε κατασκευαστές αυτοκινήτων, όπως η BMW και η Porsche, που τροφοδότησαν το μεταπολεμικό «οικονομικό θαύμα», όπως σημειώνει ο Guardian.

Ads

Ο Ντε Γιονγκ υποστηρίζει πως η άνοδος των Ναζί μπορεί αρχικά να αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό και περιφρόνηση από πολλούς επιχειρηματίες, ωστόσο ορισμένοι ανακάλυψαν πως θα μπορούσε να τους αποφέρει κέρδη.

Ο Φέρντιναντ Πόρσε έπεισε τον Χίτλερ να βάλει το μοντέλο «Beetle» της Volkswagen στην παραγωγή. Η εταιρεία άλλωστε άνθισε κάτω από τον γιό του, Φέρι, ο οποίος εθελοντικά μπήκε στα SS, έγινε αξιωματικός και είπε ψέματα γι’ αυτό για το υπόλοιπο της ζωής του.

Μια άλλη περίπτωση, είναι ο μεγιστάνας του χάλυβα, του άνθρακα κα τον όπλων Φρίντριχ Κλικ, ο οποίος καταδικάστηκε στη Νυρεμβέργη για χρήση καταναγκαστικής εργασίας, χρηματοδότηση των SS και λεηλασία ενός εργοστασίου. Απελευθερώθηκε το 1960 και τελικά έγινε μέτοχος της Daimler-Benz, του τότε μεγαλύτερου κατασκευαστή αυτοκινήτων στη Γερμανία. Το 1985, η Deutsche Bank αγόρασε τον όμιλο Flick, μετατρέποντας τους απογόνους του σε δισεκατομμυριούχους.

Όπως σημειώνει ο Guardian, ίσως κανείς δεν αποδίδει καλύτερα τους ισχυρισμούς του Ντε Γιονγκ, από τον Γκύντερ Κουάντ και τον γιό του Χέρμπερτ, μέλη του ναζιστικού κόμματος και «πατριάρχες» της οικογένειας που κυριαρχεί τώρα στον όμιλο της BMW.

Ο Χέρμπερτ Κουάντ είχε την ευθύνη για τα εργοστάσια μπαταριών στο Βερολίνο, όπου χιλιάδες άνθρωποι εξαναγκάστηκαν σε εργασία, συμπεριλαμβανομένων εκατοντάδων γυναικών από στρατόπεδα συγκέντρωσης. Απέκτησε εταιρείες κλεμμένες από Εβραίους στη Γαλλία και χρησιμοποίησε αιχμαλώτους πολέμου. Δημιούργησε επίσης κι ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στην κατεχόμενη από τους Ναζί Πολωνία.

Ο Γκύντερ Κουάντ, όταν ήταν 37 χρονών και χήρος, γνώρισε και παντρεύτηκε μια 17χρονη, την Μάγδα Φριεντλάντερ, κάνοντας ένα παιδί μαζί της. Μετά το διαζύγιό τους, εκείνη παντρεύτηκε τον υπουργό προπαγάνδας των Ναζί, Τζόζεφ Γκέμπελς, με τον οποίο δολοφόνησαν τα 6 παιδιά τους, πριν αυτοκτονήσουν το 1945.

Μετά τον πόλεμο, ο Γκύντερ συνελήφθη, όντας ύποπτος για συνεργασία με τους ναζί, ωστόσο τελικά αθωώθηκε, αφού ισχυρίστηκε ψευδώς πως ο Γκέμπελς τον ανάγκασε να συμμετέχει. «Ο Γκύντερ Κουάντ έγινε ένας από τους πιο επιτυχημένους βιομήχανους της ναζιστικής Γερμανίας», δηλώνει ο Ντε Γιονγκ, ο οποίος ερευνά αυτές τις οικογένειες εδώ και μια δεκαετία. «Ήταν ήδη πάρα πολύ πλούσιος, πριν ο Χίτλερ αναλάβει την εξουσία. Αυτό το χρησιμοποίησε μετά τον πόλεμο για να πει πως “ήμουν θύμα δίωξης. Διώχθηκα από τον Τζόζεφ Γκέμπελς και την πρώην σύζυγό μου».

Ο γιός του, κληρονόμησε τεράστιο πλούτο από τον πατέρα του και έσωσε τη BMW από την πτώχευση, ενώ έγινε και ο μεγαλύτερος μέτοχός της. Δύο από τα παιδιά του, ο Στέφαν Κουάντ και η Σούζαν Κλάτεν, είναι πλέον η πλουσιότερη οικογένεια της Γερμανίας, διαθέτοντας σχεδόν πλειοψηφικό έλεγχο της BMW, συμμετοχή σε φαρμακευτικές και τεχνολογικές εταιρείες και συνολική περιουσία 38 δισεκατομμύρια δολάρια.

Το ενδιαφέρον είναι, όπως σημειώνει ο Guardian, πως αυτοί οι άνθρωποι μνημονεύονται για τη μετατροπή της Γερμανίας σε μεγάλη οικονομική δύναμη, με κτίρια, ιδρύματα και βραβεία που φέρουν τα ονόματά τους. «Οι σκελετοί που υπάρχουν στη ντουλάπα δεν είναι μυστικό», αλλά κανείς δεν ασχολείται.

Ωστόσο, ο Ντε Γιονγκ σημειώνει πως έχουν γίνει κάποια μικρά βήματα προς την επικράτηση της διαφάνειας, ωστόσο σημαντικές λεπτομέρειες συνήθως παραλείπονται. Στην προσπάθειά του να πάρει συνέντευξη από κάποιο μέλος της οικογένειας, κατάφερε να επικοινωνήσει μόνο με κάποιον κληρονόμο στο Λονδίνο, ο οποίος του είπε πως «γιορτάζετε τις επιχειρηματικές επιτυχίες αυτών των “σωτήρων”, αφήνοντας έξω το γεγονός ότι έχουν διαπράξει εγκλήματα πολέμου».

«Ποτέ δεν πήρα μια απάντηση, εάν αυτό συμβαίνει επειδή φοβούνται ότι θα έβλαπτε τα κέρδη τους ή τις τιμές των μετοχών τους, το να είναι δηλαδή διαφανείς όσον αφορά το παρελθόν τους, ή αν αντλούν ολόκληρη την ταυτότητά τους από τις επιτυχίες που είχαν οι πατέρες και οι παππούδες τους, και με το να είναι διαφανείς, αποκηρύσσουν την ταυτότητά τους. Πιθανώς είναι ένας συνδυασμός των δύο», ισχυρίζεται ο συγγραφέας του βιβλίου, τονίζοντας πως οι οικογένειες αυτές τείνουν να βασίζονται στο αίσθημα της «συλλογικής ενοχής», ωστόσο το ζητούμενο είναι η ιστορική διαφάνεια.