Ο μοναχογιός του Βασίλη και της Ευδοκίας Βέγκου -και όχι Βέγγου- γεννιέται σαν σήμερα στις 29 Μαΐου 1927 στο Νέο Φάληρο. Ο  πατέρας του παρότι ως αξιωματικός του στρατού πολεμά στους Βαλκανικούς Πολέμους, συμμετέχει στο ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα στην Ουκρανία και στη Μικρασιατική Εκστρατεία, διώκεται από τον στρατό ως μη “εθνικόφρων”. Αντιτάσσεται στη δικτατορία Μεταξά και στην Κατοχή αποτελεί μέλος του ΕΑΜ Νέου Φαλήρου. Εργάζεται ως τεχνικός στην Εταιρία Ηλεκτρισμού στο Φάληρο και στην αποχώρηση των Γερμανών συμμετέχει στη μάχη και την διάσωση του εργοστασίου της Ηλεκτρικής μαζί με τον ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Νίκο Γόδα.

Ads

Μεταπολεμικά διώκεται ως αριστερός κάτι που φυσικά ακολουθεί ως φάκελος και τον έφηβο Θανάση. Για τον τελευταίο, ο πατέρας του αποτελεί τον δικό του ήρωα και προσπαθεί με κάθε τρόπο να κάνει αυτό που γνωρίζει καλύτερα :να του δείχνει την αγάπη του.

Σε συνέντευξή του το 2009 ο ηθοποιός Κώστας Κακαβάς περιγράφει το πάθος του λατρευτού Θανάση γι αυτόν:“Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο τρυφερός και ευαίσθητος είναι! Να φανταστείτε, μου έλεγε: “Κώστα μου, έκανα οικονομία και δεν έμαθα το τσιγάρο για να μπορώ να αγοράζω τσιγάρα για τον πατέρα μου, που ήταν φτωχός. Και τώρα που έπιασα λεφτά δεν ζει για να του προσφέρω λίγο καλύτερη ζωή. Δεν του πήγαινα τόσα τσιγάρα όσα έπρεπε”. Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι ο Βασίλης Βέγκος εμφανίζεται για λίγο στην πρώτη ταινία που παίζει ο γιος του “Μαγική πόλις”, στη σκηνή που ο φτωχικός συνοικισμός μαζεύει χρήματα για να διασώσει το φορτηγό του νεαρού Κοσμά (Γιώργος Φούντας) από τα χέρια ενός μαυραγορίτη (Στέφανος Στρατηγός).

Ο νεαρός Θανάσης μεγαλώνει μέσα στη φτώχεια, δουλεύοντας  από μικρός σε δουλειές του ποδαριού και βιοτεχνίες επεξεργασίας δερμάτων, στην Κατοχή ανήκει στην ΕΠΟΝ, ενώ τον Μάρτιο του 1949 υποχρεώνεται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία ως “ανεπιθύμητος” στη Μακρόνησο, στην οποία αποκτά την γνωστή εμμονή του με την καθαριότητα. Ο ζωγράφος και σκηνογράφος Τάσος Ζωγράφος αναφέρει στη βιογραφία του : 

Ads

“Ήταν νευρικός, αεικίνητος, αγχώδης με όλα. Ήταν όμως και καρτερικός και βοηθούσε. Το λιγότερο που φοβήθηκε ήταν η Μακρόνησος. Πιο πολύ φοβόταν τη σκόνη, όχι τα μικρόβια. Στα μακαρόνια μέσα έκοβε ένα κρεμμύδι κι έτρωγε ότι περίσσευε από την καραβάνα του άλλου χωρίς να σιχαίνεται. Αλλά δεν μπορούσε να ανεχτεί τη σκόνη. Και την αταξία. Έτυχε να κοιμόμαστε στο ίδιο τσαντίρι. Το καλοκαίρι έκανε αφόρητη ζέστη, οι σκηνές πύρωναν κι έτσι ανεβάζαμε τα πλαϊνά παραπέτα να μπει λίγος αέρας. Μαζί με τον αέρα όμως έμπαινε και σκόνη. Ο Θανάσης δεν μπορούσε να την υποφέρει. Μόλις γλαρώναμε, πήγαινε και τα ‘κλεινε.

(…)Ο Βέγγος ήταν όπως είναι και τώρα. Μανιώδης με την καθαριότητα, δεν είχαμε νερό να πιούμε κι αυτός κοίταζε πώς να ξεσκονίσει και να γυρίσει τις τσέπες του ανάποδα μην έχουν μέσα χνούδι. Εννοείται τσέπες αμεταχείριστες, παρθένες, γιατί δεν είχαμε δα να βάλουμε κάτι μέσα. Όταν ήρθε ο Θανάσης, ο Γιάννης Γκούμας μου είπε πως είχε έρθει ένα γειτονάκι του που είχε μεγάλη πλάκα. Πρόσθεσε ακόμα ότι ο Θανάσης ήθελε να γίνει ηθοποιός και πως έπρεπε να του βρίσκουμε ψωμί γιατί δεν χόρταινε με τίποτα. Κι έτσι ότι περίσσευε από του καθενός την κουραμάνα το δίναμε στον Βέγγο. Ο οποίος ήταν όπως και τώρα αεικίνητος, πρωταθλητής ανώμαλου δρόμου στη Μακρόνησο, έκανε το νησί πάνω κάτω τρέχοντας. Δεν κάπνιζε κιόλας όπως οι περισσότεροι από μας”.

Εκεί περνά την πρώτη του οντισιόν από τον επικεφαλής του θεάτρου στη Μακρόνησο αλλά κόβεται…Όλα αλλάζουν για τον φιλότιμο Θανάση όταν έρχεται στη ζωή του ο Νίκος Κούνδουρος, ή καλύτερα όταν πηγαίνει αυτός στη ζωή του Νίκου Κούνδουρου, για -τι άλλο ;- να τον βοηθήσει. 

Ο γνωστός σκηνοθέτης διηγείται για την πρώτη τους συνάντηση :“Πήγα στην κορυφή ενός βουνού, με την ευλογία της διοίκησης, να στήσω τη σκηνή και τη ζωή μου. Κι εκεί που καθόμουν και χάζευα και κοίταζα πως ν’ αρχίσω, μόνος τελείως μ’ ένα αντίσκηνο πεταμένο χάμου, μ’ ένα σκεπάρνι και με πασσάλους, βλέπω μια σιλουέτα περίεργη, μέσα σε αυτές τις φοβερές χλαίνες που μας δίνανε, τις βρώμικες, ξεσχισμένες. Καταφθάνει κουβαλώντας σανίδια από κιβώτια κι ένα σφυρί. Έφτιαξε κάτι, μια κατασκευή, ένα επίπεδο με σανίδες, και μου λέει ξαφνικά :“Συναγωνιστή” –ευλογημένη λέξη, που τελικά έχει γίνει ρετσινιά. “Συναγωνιστή, θα πεθάνεις” λέει. “Το βράδυ κάνει κρύο. Βάλε την κουβέρτα σου πάνω στα σανίδια”. Λέω :“Εσένα τι σε νοιάζει αν θα πεθάνω εγώ;Κι εσύ θα πεθάνεις. Ούτε γέλασε καν ούτε δεν γέλασε.Πήρε τη διαλυμένη σκηνή κι άρχισε να την στήνει μέσα στους πασσάλους της. Τον χάζευα, σκεφτόμουν πως αυτός ή τρελός είναι ή άγιος, τέλος πάντων, το ίδιο κάνει τρελός και άγιος”.

Όταν ο Κούνδουρος αναλαμβάνει μαζί με τον Τάσο Ζωγράφο να κατασκευάσει ένα θέατρο στο νησί του μαρτυρίου, ζητά από τη διοίκηση να του δώσουν “Αυτό τον μισότρελο φαντάρο”. Ξεκινούν μαζί την κατασκευή του με τον Βέγγο να αναλαμβάνει όλες τις δουλειές μέχρι που ανεβαίνει για πρώτη φορά στη σκηνή κερδίζοντας το χειροκρότημα και την πλήρη αποδοχή όλου του τάγματος. Η πρώτη μάχη με το κοινό έχει κερδηθεί και θα τον ακολουθεί πλέον σε όλη τη ζωή του.    

Σε μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του που δημοσιεύεται στο περιοδικό “ως3”, ο Βέγγος μιλά για εκείνο το ξεκίνημα :“Θυμάμαι, όταν ήμουν στη Μακρόνησο το ’49, στις παραστάσεις που οργάνωνε ο Νίκος Κούνδουρος, στο θεατράκι που είχαμε στο Δεύτερο Τάγμα. Με έβαζε και έπαιρνα το μικρόφωνο κι έλεγα ό,τι μου κατέβαινε στο μυαλό. Έκανα μιμήσεις, παρωδούσα διαφημίσεις για γυναικείες κρέμες, οτιδήποτε. Γελούσαν οι πάντες. Από πού κι ως πού εγώ αστείος, αναρωτιόμουνα μέσα μου…Εκεί πρωτοείδα θέατρο. Είδα τον Κατράκη και τους άλλους μεγάλους να παίζουν. Ο Κούνδουρος με είχε σταμπάρει και πίστευε ότι θα μπορούσα να παίξω και με έβαλε κι έκανα διάφορα, σαν κλόουν περισσότερο”.

Στην πραγματικότητα ο Θανάσης Βέγγος από το Μακρονήσι δεν έχει να θυμάται μόνο το θέατρο. Αλλά γι αυτά δεν μιλά ποτέ. Είναι σαν να ζητάς από έναν άγιο να μιλήσει για τα θαύματά του. Το μόνο που επαναλαμβάνει με την μνημειώδη σεμνότητά του είναι ότι δεν ήταν ποτέ αντιστασιακός και ότι βρέθηκε εκεί κατά λάθος .Χρειάζεται να ανατρέξουμε σε μια αφήγηση του φίλου του  σκηνοθέτη Ντίνου Κατσουρίδη για να μάθουμε ποια ήταν η άποψη του “καλού μας ανθρώπου” για τον τόπο μαρτυρίου:  

“Εμένα δεν μου έκαναν τίποτα στη Μακρόνησο, μπροστά σε αυτά που έκαναν στους άλλους. Δε μιλάω για τις απειλές, για το ξύλο, για την πείνα, για την ταπείνωση, για τα μαρτύρια, για τους βασανισμούς. Μιλάω για την ντροπή. Για κείνους που δεν άντεξαν. Και να στραφούν ύστερα εναντίον των συντρόφων τους. Αυτό δεν το σηκώνει κανένας. Είναι η χρεωκοπία του ανθρώπου. Κι αυτουνού που το συλλαμβάνει στο αρρωστημένο μυαλό του και του αλλουνού που αναγκάζεται να το δεχτεί. Ο μεσαίωνας δεν το τόλμησε. Και το τόλμησαν αυτοί. Κι είχαν το θράσος, και μάλιστα ένας πνευματικός άνθρωπος σαν τον Παναγιώτη τον Κανελλόπουλο, να πει πως η Μακρόνησος ήταν ο καινούργιος Παρθενώνας της Ελλάδος. Φτου !”…

Ξεχωριστό ντοκουμέντο από την εφημερίδα “Ριζοσπάστης” τον Αυγούστου του 1944, όπου ανάμεσα στους συλληφθέντες από την αστυνομία στην περιοχή του Φαλήρου, αναφέρει και αυτό του Βέγκου, όπως είναι το πραγματικό όνομα του πατέρα του.

Η τελευταία σκηνή από την ταινία του Νίκου Κούνδουρου “Μαγική πόλις” στην οποία κάνει ένα μικρό πέρασμα ο πατέρας του Θανάση Βέγγου. 

Ξυπόλυτος πάνω στη σκηνή του θεάτρου της Μακρονήσου μαζί με τον ηθοποιό Τάσο Κατράπα και τον Νίκο Κούνδουρο. 

Ο “Νέος Παρθενών” της Μακρονήσου…

Ο “καλός μας άνθρωπος” σε ότι έκανε, όχι μόνο στην ταινία “Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση ;” αλλά και σε όλη του τη ζωή…