Επειδή όλοι ξέρουμε τη μεγάλη καλλιτεχνική πορεία του Στέλιου Καζαντίδη (29 Αυγούστου 1931 – 14 Σεπτεμβρίου 2001) στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού, παρακάτω θα προσπαθήσουμε να γνωρίσουμε μια άλλη πτυχή του κορυφαίου καλλιτέχνη: Την πολιτική, μέσα από παλαιότερες συνεντεύξεις του.

Ads

Με ξεριζωμένους γονείς από τον Πόντο (Χαράλαμπος Καζαντζίδης) και την Κιλικία (Γεσθημανή Ζαπτιέ), ο Στέλιος Καζαντζίδης γεννιέται και μεγαλώνει στην προσφυγική συνοικία της Νέας Ιωνίας, μαθαίνοντας  από τα πρώτα του βήματα τη σκοτεινή πλευρά της ζωής. Στη διάρκεια της Κατοχής η οικογένεια φιλοξενείται για τέσσερα περίπου χρόνια από συγγενείς στη Ροδώνα (χωριό έξω από το Κιλκίς).

Ο μικρός Στέλιος θυμάται τις εικόνες των επιδρομών στο χωριό από ΠΑΟτζήδες και ταγματασφαλίτες: «Ο Κώστας Παπαδόπουλος (μετέπειτα βουλευτής της ΕΡΕ στο Κιλκίς) ντυμένος με γερμανική στολή πήγαινε στα χωριά για επίδειξη τρομοκρατίας».  Ο πατέρας του εντάσσεται στο ΕΑΜ «…ήταν εργάτης βλέπεις, δεν μπορούσε παρά αριστερός να είναι, αλλά δεν είχε δράση», και ορίζεται υπεύθυνος του χωριού στην ΕΤΑ (Εθνική Τροφοδότηση Ανταρτών). Ουσιαστικά μαζεύει τρόφιμα και τα μεταφέρει στους αντάρτες ή σε άπορους του χωριού, ενώ διαθέτει όπλο και περιπολεί.

Τρεις έφηβοι του χωριού που κρύβονται στα βουνά για να αποφύγουν τους αντάρτες «…γιατί είχαν κάνει μεγάλες ατιμίες και εγκλήματα. Μάθαιναν σημάδι πάνω σε ανθρώπινα κορμιά, είχανε ξεπαρθενέψει πάμπολλα  κορίτσια, είχαν σκοτώσει, είχαν ατιμάσει, είχαν κάψει σπίτια συθέμελα», ζητούν από τον Χαράλαμπο Καζαντζίδη να επιστρέψουν στο χωριό, μη  αντέχοντας τις κακουχίες του βουνού. Ο τελευταίος προσπαθεί να τους αποτρέψει λέγοντας ότι στην εκκλησία του χωριού κοιμούνται περίπου 60 κοπέλες «Είναι τα κορίτσια που έχετε πειράξει. Αν σας δουν θα σας σκοτώσουν», αλλά χωρίς επιτυχία.

Ads

Όταν οι έφηβοι εμφανίζονται στο χωριό, κορίτσια και κάτοικοι  ορμούν και τους λυντσάρουν «…και σκότωσαν τα τρία παιδιά με σκληρά βασανιστήρια. Τους γύμνωσαν, τους γδάρανε ζωντανούς! Ήταν οι κοπέλες που τις είχαν ξεπαρθενιάσει αυτές που πρωτοστάτησαν στον σκοτωμό». Λίγες ημέρες μετά, οι γονείς των τριών θυμάτων θεωρώντας υπεύθυνο για το θάνατό τους τον Χαράλαμπο, τον ξεγυμνώνουν και τον χτυπούν για μια μέρα με μια σιδερόβεργα :«Έφαγε τέτοιο ξύλο που μαύρισε όλο το κορμί του και άσπρισαν απότομα τα μαλλιά του. Έκανε απανωτές αιμοπτύσεις». Η δυναμική σύζυγος Γεσθημανή τον ξαπλώνει σε ένα κάρο μαζί με τον μικρό Στέλιο, και διαφεύγουν  στη Θεσσαλονίκη και από εκεί με το πλοία «Κορινθία» στην  Αθήνα: «Θυμάμαι σαν τώρα τον πατέρα μου ξαπλωμένο σε κάτι λινάτσες να αιμορραγεί και τα τσουβάλια και την μαντίλα της μητέρας μου να γίνονται κατακόκκινα από  το αίμα». Ένα μήνα μετά, σακατεμένος από τον ξυλοδαρμό, ο πατέρας του φεύγει από τη ζωή σε ηλικία μόλις 44 ετών.

Το μετακατοχικό τοπίο είναι εξαιρετικά δυσμενές για τη  χαρακτηρισμένη ως αριστερή οικογένεια Καζαντζίδη. Το 1945 όταν ο Στέλιος βρίσκεται στην ηλικία των 14 ετών, απόσπασμα χωροφυλακής συνοδεία ανδρών με μαύρο -πράσινους μπερέδες και αυτόματα, εισβάλουν στο σπίτι και τον παίρνουν σηκωτό πριν προλάβει να μιλήσει. Αρχικά τον μπερδεύουν με κάποιον ξάδελφο του που έχει βγει στο αντάρτικο :«Με πήγαν στην Κηφισιά και μου έδωσαν τόσο ξύλο που δεν θα άντεχε ούτε άνδρας. Με κάνανε νταούλι. Έφυγα τετραπλός. Το κοντάκι έπεφτε στο κεφάλι, στη πλάτη στο στήθος». Εκεί, μένει έξι εφιαλτικές ημέρες που δεν ξεχνά στην υπόλοιπη ζωή του :  «Από ένα βαθύ μπουντρούμι με ανέβαζαν στο διοικητή για ανάκριση, και μετά πάλι κάτω, πάλι ξύλο, πάλι νηστικός».

Από εκεί βγαίνει χάρις στη δυναμική μητέρα του Γεσθημανή. Είτε γιατί η τελευταία τραβά τα μαλλιά της και λιποθυμά στο τμήμα, είτε γιατί δίνει στο Διοικητή ένα μαντήλι γεμάτο αυγά μαζεμένα από τη γειτονιά, ο νεαρός Στέλιος αποφυλακίζεται. Όμως, δύο μόλις ημέρες μετά τη σωτήρια απελευθέρωσή του τον πιάνει κάποιος Μανιάτης αρχηγός των Χιτών της Νέας Ιωνίας του βάζει το μπιστόλι στο στόμα για να του «αποκαλύψει» πόσους σκότωσε στη Μακεδονία…

Παρότι ο ίδιος ο Στέλιος δεν έχει καμία πολιτική δράση, ούτε  εκδηλώνει ποτέ τα πολιτικά του φρονήματα, είναι δηλωμένος στην Ασφάλεια ως κομμουνιστής, με ότι συνέπειες μπορεί να έχει αυτό για τον ίδιο εκείνα τα χρόνια. Από τα τέλη της δεκαετίας του 40 μπαίνει στο χώρο του τραγουδιού και το 1952 στη δισκογραφία, αλλά αυτά δεν βοηθούν καθόλου στον αποχαρακτηρισμό του. Παρότι «Μια ημέρα μου φέραν ένα χαρτί και με έβαλαν να υπογράψω δια της βίας όσα έγραφε», η στρατιωτική θητεία το 1953 είναι κόλαση. Ο οικογενειακός φάκελος και η άρνησή του να γνωρίσει την πανέμορφη Καίτη Γκρέυ στον Διοικητή του έχει επώδυνες συνέπειες, αφού πλέον τον κατηγορούν και για χρήση χασίς κάτι που ο ίδιος απεχθάνεται :«Άσχημα καψόνια. Μου έβγαζαν το παντελόνι και με βάζανε να με το σώβρακο να περπατάω πάνω στα χαλίκια φορώντας δέκα κράνη στο κεφάλι που τα χτυπάγανε, και μέσα σ’ αυτό το πανδαιμόνιο εγώ βάδιζα στα τέσσερα. Ήμουν δηλαδή ένας τέλειος γελωτοποιός».

Μεταφέρεται στις στρατιωτικές φυλακές της Μακρονήσου :  «Ήμουνα στις φυλακές όχι με τους αριστερούς αλλά με τα αποβράσματα του στρατού, ανθρώπους με χαρακιές στα χέρια, εγκληματίες, χασικλήδες». Εκεί ορίζεται υπεύθυνος για έξη μουλάρια :«Μια μέρα, ενώ τα περιποιόμουν, ένα από αυτά μου τράβηξε μια κλωτσιά και με χτύπησε στη βουβωνική χώρα. Μου κατέστρεψε τον αριστερό όρχι. Με άφησε ανάπηρο». Ότι ζει και βλέπει εκεί τον αλλάζει πάντα σαν άνθρωπο :«Mε έκαναν να μη νοιώθω τίποτα για τη ζωή», ενώ στο κολαστήριο γράφει – κατά μαρτυρία του – το πρώτο του τραγούδι «Η κοινωνία» που μετέπειτα δίνει στο Μανώλη Χιώτη. (σημ: Οι στίχοι στη δισκογραφία αποδίδονται στον Βασίλη Καραπατάκη) 

«Η κοινωνία με κατακρίνει
μ’ έχει αδικήσει στ’ αληθινά
και το κορμί μου στιγμή δεν παύει
να τυραννιέται και να πονά.
Ένιωσα, ένιωσα ποια είναι η κοινωνία
ένιωσα του κόσμου την τόση αδικία».

Η τεράστια επιτυχία που γνωρίζει τα επόμενα χρόνια, οι χρυσοί δίσκοι, οι μεγάλες λαϊκές επιτυχίες, οι κορυφαίες του ερμηνείες με όλους τους μεγάλους μας συνθέτες, οι μεγάλες πίστες, οδηγούν στον αποχαρακτηρισμό του ως κομμουνιστή, μόλις το 1961 με αποτέλεσμα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους να  καταφέρνει να αποκτήσει την πρώτη άδεια οδήγησης…

Τη δεκαετία του 60 και στη δικτατορία ο Καζαντζίδης δεν εμφανίζεται να εκφράζει πολιτικές απόψεις, αλλά στη μεταπολίτευση μπορεί πλέον να μιλήσει ελεύθερα για την ιστορία της οικογένειας του. Αποτελεί θαυμαστή του Ανδρέα Παπανδρέου και δηλώνει αντιδεξιός: «Ανδρέας Παπανδρέου, μέγας πολιτικός. Από τη δεξιά έχω καταστραφεί, δεν γνώρισα πατέρα, δεν είχα στοργή πατρική. Η δεξιά μου σκότωσε τον πατέρα και ταλαιπωρήθηκα στη ζωή μου. Λοιπόν, δεν την συμπαθώ τη δεξιά, το λέω έτσι απροκάλυπτα».

Στις δημοτικές εκλογές του 1982 συντάσσεται πλήρως με τις δυνάμεις του ΚΚΕ, στηρίζει μαζί με άλλους κορυφαίους καλλιτέχνες τον υποψήφιo του κόμματος στο δήμο Καισαριανής Π. Μακρή, ενώ κάνει επίσημη δήλωση στήριξης του υποψηφίου  δήμαρχου Νέας Ιωνίας Γιάννη Δομνάκη. Τέλος, η έκπληξη, την ίδια χρονιά, θέτει υποψηφιότητα για δημοτικός σύμβουλος στο δήμο Πεύκης με τον συνδυασμό «Δημοκρατική Ενότητα Πεύκης» του Στυλιανού Βάζου αλλά τελικά δεν εκλέγεται…

image

* Μαζί με τον πατέρα του που θα τον χάσει σε ηλικία μόλις 14 ετών.

image

* Στη Μακρόνησο παίζει κιθάρα  για την ψυχαγωγία των στρατιωτών.

image

* Τα πρώτα βήματά του στο τραγούδι.

image

image

image

* Στις Δημοτικές εκλογές του 1982 στηρίζει υποψήφιους δημάρχους του ΚΚΕ ενώ ο ίδιος κατεβαίνει υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με το κόμμα στην Πεύκη…