Είναι 1958 όταν ο Μίκης Θεοδωράκης εργάζεται πυρετωδώς για τη μουσική του μπαλέτου «Αντιγόνη», και είναι τόσο απόλυτα απορροφημένος κάνοντας μαθηματικούς υπολογισμούς στις σχέσεις των ήχων, που αισθάνεται την έλλειψη των μαθηματικών γνώσεων: «Είδα λοιπόν πως δύο δρόμοι ανοίγονται μπροστά μου: Ή να φροντίσω να βελτιώσω τα μαθηματικά μου ή να επιχειρήσω ραγδαία επιστροφή προς τις ρίζες. Το ίδιο έργο η “Αντιγόνη” ήταν αυτή που μου έδωσε τη λύση. Μέσα στο έργο υπήρχε ένας επιτάφιος στο σημείο εκείνο που επιστρέφουν οι νεκροί».
  
Το κομμάτι που λείπει από το πάζλ της ιστορικής αυτής συγκυρίας έρχεται με το ταχυδρομείο, όταν ο Γιάννης Ρίτσος του στέλνει το έργο του «Επιτάφιος» με τη σημείωση ότι το βιβλίο αυτό έχει καεί από τον Μεταξά στις στήλες του Ολυμπίου Διός. Είμαστε στις παραμονές των εθνικών εκλογών του 1958 όπου η ΕΔΑ βγαίνει δεύτερο κόμμα όπου γίνεται, για πρώτη φορά, αξιωματική αντιπολίτευση. Ο Θεοδωράκης  οργανώνει προεκλογική συνάντηση στο σπίτι του ώστε να συζητήσουν πως θα βοηθήσουν στον εκλογικό αγώνα και να δώσουν την οικονομική τους συνδρομή.

Ads

image

Το «Καλό ταξίδι Μίκη» θα μπορούσε να είναι σημερινό πρωτοσέλιδο, αλλά αποτελεί εξώφυλλο της εφημερίδας «Νέος Δρόμος» που έβγαζαν οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες της Τασκένδης, μετά από επίσκεψη του μεγάλου μας συνθέτη εκεί, τον Οκτώβριο του 1966

Περιμένοντας ο κορυφαίος μας συνθέτης στο αυτοκίνητο τη γυναίκα του να τελειώσει το ψώνια για τη βραδιά, ανοίγει το βιβλίο του Ρίτσου: «Διαβάζοντάς τον και ζώντας την ένταση της προεκλογικής περιόδου που έφτανε και σ’ εμάς –τα μηνύματα ήταν αισιόδοξα- θυμήθηκα κι όλους μας τους αγώνες. Πάνω σ’ αυτή την έξαρση, και ενώ η γυναίκα μου έκανε τα ψώνια, μελοποίησα 15 από τα τραγούδια του «Επιτάφιου» και έγραψα τις νότες στο περιθώριο του βιβλίου. Έτσι γεννήθηκε ο «Επιτάφιος». Η μουσική της «Αντιγόνης» ολοκληρώνεται το καλοκαίρι του 1959 στα Χανιά και η πρεμιέρα του έργου που ανεβαίνει στις 19 Οκτωβρίου 1959  στη Royal Opera House Covent Garden του Λονδίνου σε σκηνοθεσία Τζον Κράνκο, με πρωταγωνιστές τους Μαργκότ Φοντέιν και Ρούντολφ Νουρέγιεφ, σημειώνει τεράστια επιτυχία. Ο Θεοδωράκης στο βρίσκεται στο απόγειο της διεθνούς του καριέρας, αλλά εκείνη την κρίσιμη στιγμή παίρνει την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα, αλλάζοντας έτσι τη νεώτερη μουσική ιστορία του τόπου.

Ads

image

«Από τους πιο ελπιδοφόρους συνθέτας για μπαλέτα» αναφέρει η διθυραμβική κριτική για την παράσταση «Αντιγόνη» στο Λονδίνο. Τότε κανένας δεν περίμενε την πολιτιστική «χιονοστιβάδα» που ερχόταν… 

«Εκείνη την εποχή η χώρα περνούσε την πιο μαύρη εποχή της. Βρισκόταν στην αυλή ενός σταθεροποιημένου καραμανλισμού, που είχε δημιουργήσει δικό του κύκλο, δική του αυλή που ήθελε να έχει τα πάντα και τους μουσικούς και τους καλλιτέχνες της» δηλώνει το 1965 σε συνέντευξή του στη δεκαπενθήμερη έκδοση της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη «Η γενιά μας». Στην ίδια συνέντευξη δηλώνει πως με τον «Επιτάφιο» επεδίωξε να φέρει ένα νέο ήθος στα μουσικά μας πράγματα, δημιουργώντας το έντεχνο λαϊκό τραγούδι παρά τις πολλές αρχικές δυσκολίες και τρικλοποδιές: «Η πορεία του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού υπήρξε περισσότερο θριαμβευτική απ’ ότι ο ίδιος περίμενα. Και είναι φυσικό σήμερα, όταν διαπιστώνουμε ότι το καινούργιο είδος έγινε κατάσταση, να λησμονάμε τις αντιστάσεις και τους κινδύνους που πέρασε. Κι όπως ο καθένας μας ξέρει ο πόλεμος υπήρξε ολοκληρωτικός».  

image 

Το εξώφυλλο της δεκαπενθήμερης έκδοσης της Νεολαίας Λαμπράκη «Η γενιά μας» με τη συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη

Όταν επιστρέφει στην Ελλάδα είναι γνωστός μόνο σε ένα μικρό κύκλο ανθρώπων ως συνθέτης κλασικής μουσικής, οι μουσικοί του λένε να μην περιμένει πολλά πράγματα από τον «Επιτάφιο» «γιατί έχει αυστηρή ποίηση, αυστηρή μουσική και αν πουληθούν 500-600 δίσκοι θα είναι επιτυχία». Σαν αρχική ερμηνεύτρια του έργου επιλέγει τη Νανά Μούσχουρη με την οποία κάνει και τις πρώτες πρόβες, αλλά στη πορεία η τελευταία συνεργάζεται με τον Μάνο Χατζιδάκι δίνοντας τη δική του εκδοχή του έργου, που κατά τον Θεοδωράκη «…έδινε στον Επιτάφιο ένα ρομαντικό, ένα θηλυκό χαρακτήρα, ενώ το έργο ήταν καθαρό, αδρό…».

Ξεκινά τις πρόβες με τον Μπιθικώτση, που τότε μόλις έχει  κλείσει το μαγαζί που δούλευε απέναντι από τον Καζαντζίδη και είναι τόσο απογοητευμένος που έχει έτοιμα τα χαρτιά του να φύγει για την Αβησσυνία ως υδραυλικός. Παρότι ο τελευταίος στις πρόβες δεν καταλαβαίνει τίποτα και θέλει να σηκωθεί να φύγει, παρά τις αντιδράσεις των δισκογραφικών εταιριών «πού τον βρήκες αυτό τον απίθανο, αλλά και των μουσικών της κλασικής ορχήστρας που αρνούνται να παίξουν μαζί με λαϊκά όργανα, ο δίσκος κυκλοφορεί, και, κατά τον Θεοδωράκη, «πέφτει σαν μπόμπα».

image

Μανώλης Χιώτης, Μίκης Θεοδωράκης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης στις πρόβες του «Επιτάφιου»
 
Για πρώτη φορά η μεγάλη ποίηση μπολιάζεται με τον λαϊκό ήχο και γίνεται τραγούδι και χορός, ενώ πλέον ξεκινά το κίνημα του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού της εποχής που έχει, για πρώτη φορά, ξεκάθαρα πολιτικά χαρακτηριστικά. Ο στίχος του Γιάννη Ρίτσου «Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι, γιέ μου στις ολουνών, καημέ, έμπα βαθιά και ζήσε» γίνεται πράξη…