Ο Στάθης Κατσαρός, γιος του σπουδαίου ποιητή Μιχάλη Κατσαρού, που είχε μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης, έστειλε στο Tvxs το παρακάτω άρθρο. Με τίτλο «Η ΑΣΗ ΓΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΟΙ- Η πρώτη συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη από την πένα του Μιχάλη Κατσαρού», περιέχει ένα ανέκδοτο, ιστορικής αξίας κείμενο του Μ. Κατσαρού για τη γνωριμία τους και την πρώτη συναυλία του Θεοδωράκη, μια διήγηση του Μίκη για την γνωριμία τους στα οδοφράγματα τον Δεκέμβρη του 1944 καθώς και φωτογραφίες από το αρχείο Κατσαρού.

Ads

Κρίνοντας από ορισμένα σχόλια στο Διαδίκτυο, καταλαβαίνει κανείς, οτι για κάποιους είναι ακατανόητη η  επιθυμία, που είχε εκφράσει κάποτε ο Μίκης, να γραφτει  στον τάφο του μόνο το ότι «Πολέμησε το Δεκέμβρη».

Άλλοι πάλι (λίγοι) θεωρούν, ότι το έκανε για να παραλληλίσει τον εαυτό του με τον Αισχύλο και το “αλκήν δ ευδόκιμον”. Αυτό ίσως είναι αλήθεια. Όμως ο Θεοδωράκης έχει το απόλυτο δικαίωμα να το κάνει.

Όλη αυτή η εποχή  των ελπίδων, των θυσιών και των απογοητεύσεων στην οποία έζησε και η οποία βρίσκεται μέσα στο μεγαλόπνευστο έργο του, δεν διαφέρει και πολύ από την τιτάνια μάχη των αρχαίων Αθηναίων αλλά και κάθε λαού που μάχεται για την ελευθερία του, και που την αναγνωρίζει ο σημερινός θεατής πχ. μέσα  στους Πέρσες του Αισχύλου.

Ads

Όπως επίσης, η άγνοια των Νέων της Σιδώνος του 400μΧ του ποιήματος του Καβάφη, (αλλά ίσως και των  Νέων της Σιδώνας-1972, στο ποίημα του Αναγνωστάκη ),  που αδυνατούσαν να νοιώσουν τη μεγαλοσύνη τέτοιων αισθημάτων, δεν διαφέρει από την άγνοια των περισσότερων νέων της δικής μας εποχής.

Μιας εποχής που, στην Ελλάδα, έρχεται μετά από ειρήνη 70 χρόνων, εκ των οποίων τα 50 ήταν σε συνθήκες ομαλού κοινοβουλευτισμού. Γι αυτό και δε βλάπτει να διασώζουμε, όσο μπορούμε,  τις ιστορίες εκείνης της εποχής και τις διηγήσεις των μεγαλυτέρων, εμείς που τους γνωρίσαμε από κοντά.

Μια συνάντηση στα χαρακώματα των Δεκεμβριανών

Μία τέτοια ηρωική ιστορία, που την εποχή της μεταπολίτευσης είχε διαδοθεί ευρέως, λέει για το πώς ο πατέρας μου, ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός, γνωρίστηκε  με τον μετέπειτα φίλο του, Μίκη Θεοδωράκη, ακριβώς τότε, στην περίοδο των Δεκεμβριανών. Ο Μίκης διηγείται:

Σε μια νυχτιάτικη σύγκρουση του εφεδρικού ΕΛΑΣ με τους Γερμανο-ταγματασφαλίτες διακρίνω ανεβασμένον σε έναν όχτο μια ψηλή φιγούρα με μακρυά χλαίνη να φωνάζει -Εμπρός αγωνιστές. Σούρθηκα κατα κεί και του φώναξα, ποιος είσαι, τι κάνεις κλπ… Μου απάντησε με φλεγματική φωνή: Εσύ ποιος είσαι!

-Μίκης Θεοδωράκης στρατιωτικός υπεύθυνος Νέας Σμύρνης. Εσύ;
-Μιχάλης Κατσαρός, ποιητής.
Στα Δεκεμβριανά σουρνόμουν να δω πού πάνε τα εγκλέζικα τανκς. Σε μια στιγμή, ακούω την ίδια φλεγματική φωνή: -Τι πάθατε συναγωνιστή και λασποκυλιέστε νυχτιάτικα;

Μετά την ήττα και τον εμφύλιο, ο Μίκης βρέθηκε στη Μακρόνησο, ενώ ο πατέρας μου, που προπολεμικά ήταν πρότακτος της Αεροπορίας, διώχτηκε κακήν κακώς από το στράτευμα μαζί με εκατοντάδες πατριώτες, δημοκράτες και αριστερούς αξιωματικούς, ουσιαστικά όσους ειχαν λάβει μέρος στην Εθνική Αντίσταση, με τις δίκες παρωδία των Αεροπόρων, και επίσης έχασε τη δουλειά του στη Ραδιοφωνία. Σε μια τέτοια ιστορική φάση ξανασυναντά το Μίκη, που μόλις έχει γυρίσει από την εξορία.

Η ζωή στον πύργο του Χαλανδρίου

Ο Κατσαρός, γράφει για αυτή τη δεύτερή τους συνάντηση, σε μια ανέκδοτη και ημιτελή αυτοβιογραφία του, που συνέταξε σε πρώτο αλλά κυρίως σε τρίτο πρόσωπο (γράφει δηλαδή για τον εαυτό του σαν να διηγείται  γεγονότα που συνέβησαν σε κάποιον άλλο):

“Εκείνη την περίοδο” γράφει ο Μιχάλης Κατσαρός “ το πιο σημαντικό στην καλλιτεχνική ζωή τού ποιητή είναι η συνάντηση με το μουσικό Μίκη Θεοδωράκη, που κι αυτός στον τομέα του εμφανίζεται τα ίδια χρόνια.Τον Θεοδωράκη τον γνώριζε από τον Δεκέμβρη, και μετά την απελευθέρωση στην Ομάδα Καλλιτεχνών της Αθήνας, όπου η ΕΠΟΝ είχε κι έκανε συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις.

Τα ονόματα τού Δεσποτόπουλου,του Ρίτσου, του Βρεττάκου, Φωτιάδη, Βάρναλη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρώτα, δίναν και παίρναν στα στόματα τής τότε κουλτουριάρικης νεολαίας. Η Ελληνική πνοή μιας νεο-ελληνικής τέχνης τούς φέρνει και προσωπικά κοντά στα νέα παιδιά της Τέχνης.

Μέσα σ’ αυτό το χώρο συνάντησε και πάλι το νεαρό μουσικό, που ήρχετο από τα Ωδεία ως οργανωτής νέων μουσικών.(Αυτή τη στιγμή που γράφω είναι βουλευτής του ΚΚΕ στη Βουλή των Ελλήνων). Στα ανώμαλα εκείνα χρόνια, ο ποιητής Κατσαρός συναντά τον Θεοδωράκη σε μια οδό των Αθηνών να κάθεται σε ένα πεζοδρόμιο. Φτωχικά ενδεδυμένος, νέος, ωραίος, αλλά σε μεγάλη ταλαιπωρία. Ο Κατσαρός πάντα γλυκομίλητος του προτείνει το καταπληκτικό:

-Έλα, αφού είναι έτσι, να σε φιλοξενήσω στον πύργο μου… Με ακολούθησε και βέβαια δεν μας περίμενε στην πλατεία κανείς αμαξάς παλαιού καιρού, αλλά το λεωφορείο. Στη διάρκεια της διαδρομής ο ποιητής τού Μεσολογγίου ανέπτυσσε φωναχτά για να ακούγεται, τας επάλξεις, τας σέρρας και τα περίπτερα του πύργου του, του δουκός, και βέβαια ο Μίκης ενθουσιασμένος για την μεταβολήν της ζωής του, εβάδιζε προς το σπίτι-πύργο του Χαλανδρίου.

Από την Μακρόνησο της χαμηλότερης υποστάθμης να ανέβει πλέον στον πύργο! Θα του θύμιζε και τον Πύργο της Ηλείας και τον άγιο πατέρα του, νομάρχη Γεώργιο.

Αλλά βέβαια επρόκειτο δι’ οικοδομήν εντός κήπου, νεόκτιστον με μόνον το υπόγειον. Ο ενθουσιασμός δεν έπεσεν. Με το ίδιο ύφος ο μουσικός επρόφερεν το όνομα του υπηρέτου τού νέου δουκός ενοίκου:
-Αρμάνδε!
Αυτό ήταν. Φώναξε τον υπηρέτην να σερβιρισθεί. Και σαν Αρμάνδος, εγώ. Οπωσδήποτε, θα πρόκοβαν στη ζωή.

‘Αρχισαν μια ζωή μεταξύ ποιήσεως, ονείρων και μουσικής. Τα ημερομίσθια του πύργου Χαλανδρίου ήσαν πενιχρά. Οι υπηρέτες, κηπουροί και γραμματείς καθώς και ο καμαρότος λόγω μη λαμβάνοντες μισθόν, έφευγον. Πράγματι, με μόνον τον Αρμάνδον ήτο αδύνατον να προχωρήσουν. Τι να κάνουν;

Ο μεν Μιχάλης γράφων στίχους, και ο άλλος, ο Μίκης γράφων νότες, ήτο αδύνατον να ανταπεξέλθουν τα τόσα έξοδα του υποστατικού. Σκέψου, οτι όταν ήτο χειμών, και το κρύο τους έκοπτεν, έκλεβαν κάρβουνα από ξένην αποθήκην ψάλλοντες δήθεν “τα κάρβουνα του σκύλου ανάρια ανάρια”, στίχοι του εθνικού ποιητή Σολωμού, και τους θέρμαινε η σιδηρά σόμπα. Όπου όμως υπάρχει μουσική και ποίηση, τότε όλα πάνε καλά.”
 
Μου είχε διηγηθεί ο αδερφός του Μίκη, ο Γιαννης, που κάποια στιγμή μετακόμισε κι αυτός στον υπόγειο πύργο, οτι ειχαν βρει τρόπο να κατεβαίνουν από το Χαλάνδρι στην Αθήνα τζάμπα. Έμπαινε ο Μίκης, ψηλός κι επιβλητικός, μπαινόβγαζε ταχύτατα  μια τυχαία ταυτότητα από το τσεπάκι, και με ύφος έλεγε στον εισπράκτορα ψιθυριστά, αλλά έντονα: -Αστ’νομ’κός και έσπρωχνε τον πατέρα μου μπροστά φωνάζοντας: -Προχώρα εσύ.

Μέσα στην τότε ατμόσφαιρα αστυνομικής τρομοκρατίας, όλοι ψάρωναν, ποιος θα τολμούσε να ελέγξει, αν οι τύποι αυτοί ήταν όντως ένας χαφιές με τον  συλληφθέντα ή απλά δυο νέοι  τζαμπατζήδες.

Για να αντιμετωπίσουν τις κατσαρίδες του υπογείου είχαν αγοράσει ένα δηλητήριο σε σωληνάριο, που φωσφόριζε. Τη νύχτα, ο Μίκης σχεδίαζε ένα πελώριο σταυρό στο διπλανό γιαπί και φωνάζανε:- Θαύμα, θαύμα για να σπάσουν πλάκα με τους θρησκόληπτους γείτονες. Και πολλά χρόνια πριν το Jesus Christ Superstar, είχαν διασκευάσει και τραγουδούσαν το “Άλαλα τα χείλη των ασεβών” σαν ροκ κομμάτι.

Η  πρώτη συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη

Ο Κατσαρός, που ήταν γνωστός και από τα μεμονωμένα ποιήματα που δημοσίευε, είχε ήδη βγάλει το πρώτο του βιβλίο, το Μεσολόγγι, που την έκδοσή του χρηματοδότησε ο συνάδελφός του στην Αεροπορία, Βαγγέλης Πολυδούρης, αδελφός της ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη.

Το βιβλίο είχε επιτυχία, και συζητήθηκε στο  χώρο των νέων ποιητών (λέγεται, οτι προηγουμένως είχε κάνει θετική αναφορά για τον ποιητή και ο Ζαχαριάδης στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, το 1945). Ο Μίκης πέρα από τα τραγούδια που είχε γράψει στην Κατοχή και στην Απελευθέρωση, ακόμα δεν είχε ανεβάσει ολοκληρωμένο συμφωνικό έργο. Αυτό έγινε όταν ζούσε στο Χαλάνδρι με τον Κατσαρό, ο οποίος στο ίδιο κείμενο περιγράφει τη συναυλία όπως την έζησαν οι δύο φίλοι:

“Ο ποιητής παρά τας κακουχίας έγραφε το βιβλίο Κατά Σαδδουκαίων  ενώ ο μουσικός Το πανηγύρι της Άση Γωνιάς, συμφωνικό έργο για την Κρατική ορχήστρα. Πρώτος αυτός το παρουσίασε στην σάλα Αθηνών Ορφεύς με διευθυντή ορχήστρας τον Οικονομίδη, ο οποίος με εκολάκευσεν προτού να ανεβεί, οτι του άρεσαν τα “ζυγωματικά” μου. Τοτε ήλπιζα οτι θα πετύχει ο νέος μουσικός κι αυτός στο ντεμπούτο του με πρώτο έργο. Ας περιγράψω κι αυτήν την πρεμιέρα.

Είχε ορισθεί η πρώτη. Και στον πύργο του Χαλανδρίου ο μουσικός και ο ποιητής περιστοιχισμένοι από τους υπηρέτας, εστολίζοντο και πάλι ελπίζοντες μισθίου. Ο μουσικός με ένα κουστουμάκι και ο μουσικός με ένα σκωτζέζικο σακάκι και παντελόνι. Αλλά πού η ζώνη της μέσης για το μουσικό! Κατόπιν ερευνών ευρέθη ζώνη παντελονιού παλαιού δουκός ή νοτάριου, αλλά ολίγον χαλασμένη, καθ’ ό,τι νάυλον που σχίζεται.

-Δεν πειράζει Μίκη, φόρεσέ τη και θα πας καλά.
Και ω! του θαύματος, η ζώνη κρατά καλά μέχρι όλη τη διαδρομή, τη συναυλία,  και το χειροκρότημα. Και να, την ώρα του πρώτου μαζικού χειροκροτήματος, με την αγωνία τού γνωρίζοντος φίλου του, η ζώνη κόπτεται. Το χέρι του μουσικού με χάρη, ως συνήθως, σε υποκλίσεις, πάει στη μέση, αλλά αυτή τη φορά δεν βγαίνει από κεί μέχρι των παρασκηνίων,    που δέχεται τους φίλους καθισμένος στην καρέκλα.

Και μπαίνει ο Κατσαρός στα παρασκήνια.
-Δουξ, η επιτυχία είναι τόσο μεγάλη, που το κοινό ζητά τον μουσικό. Ευαρεστηθείτε να το χαιρετήσετε.
Οπότε , καθώς ο Μιχάλης σκύβει, ο Μίκης του λέει ψιθυριστά:
-Κόπηκε η λουρίδα. Δεν πάω πουθενά.
Αυτό ήταν. Τον συνεχάρηκαν όσοι μπαίναν στα παρασκήνια, καθιστόν. Μετά το έδεσε πρόχειρα και με το τράκ της πρεμιέρας μετά από λίγο κρυφά φτάσανε στα Χαυτεία. Και ο αθεόφοβος μουσικοσυνθέτης εκφωνεί:
-Μπες μέσα στο Ροζικλέρ.
Και μπήκανε και καθήσανε σε δυο καθίσματα και με πάθος είδαν ένα καουμποίστικο έργο, πριν ανέβουν θριαμβευτές στον πύργο του Χαλανδρίου.Το Πανηγύρι της Άση Γωνιάς, πρώτο έργο του Θεοδωράκη είχε παιχτεί.”

Κατόπιν, ο Θεοδωράκης θα φύγει για το εξωτερικό και θα συνεχίσει την αλληλογραφία με τον πατέρα μου. Η Μυρτώ του γράφει “Μιχάλη είσαι ο μόνος που μας απέμεινε στην Αθήνα” και ο ακόμα άγνωστος Μίκης  θα εξομολογηθεί, σε ένα του γράμμα που σώζεται στο αρχείο του ποιητή, στο  ύφος “Χαλανδρίου” : “Εγώ, Μιχάλη μου δεν θέλω να γίνω ένας μουζικάντης της σειράς. Θέλω να γίνω ένας Δουξ του λαού.”

Όταν γύρισαν ο Μίκης πάντρεψε το πατέρα μου με τη μάνα μου και τήρησε την υπόσχεσή του στο φίλο του να με βαφτίσει ο ίδιος, λίγο αργότερα.(Αρκετά αργότερα, γιατί ώσπου να γίνουν αυτά, εγώ είχα γίνει τεσσάρω χρονώ και μάλιστα,  κάποια στιγμή ρώτησα αν θα ειναι κι ο μόνος Μίκυ που ήξερα στα βαφτίσια, εκείνος του Ντίσνεϊ)

Την ίδια εποχή με την Άση Γωνιά, στο υπόγειο του Χαλανδρίου, ο Κατσαρός είχε γράψει τους Σαδδουκαίους και το Αντισταθείτε μαζί με το περίφημο Υστερόγραφο( Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν) και τους εξέδωσε με εξώφυλλο του συναγωνιστή τους και  μετέπειτα σκηνοθέτη  Νίκου Κούνδουρου. Αμέσως, οι γραφειοκράτες  “Βησιγότθοι” αναγνώρισαν τον εαυτό τους στα ποιήματα και τον απομόνωσαν, σε μια δύσκολη στιγμή της ιστορίας τής Αριστεράς και της Δημοκρατίας .

Συχνά τσακωνόντουσαν πολιτικά ο Κατσαρός με το Θεοδωράκη. “Εγω τότε ήμουν Σταλινικός”  μου είχε εκμυστηρευτεί σε μια συζήτησή μας ο Μίκης. Όμως και τα δυο αδέρφια Θεοδωράκη θαύμαζαν σαν ποιητή τον Κατσαρό και γνώριζαν απ’ έξω τα ποιήματά του.Τελευταία φορά που είδα το Μίκη, πριν κάποια χρόνια, μου απήγγειλε στίχους από το Μάγο Ισκαβάντι που “έπασχε από νόσον άγνωστον των οφθαλμών” :
“Στην όρχηση, στους ήχους, στα κρουστα, πρώτος ο Μάγος Ισκαβάντι,
υψούτο με το τραχύ βλέμμα του πάνω από τα πλήθη του λαού Γιαμά-Σι-Εν”.

Και ήταν ο Γιάννης Θεοδωράκης που μαζί με τη μάνα μου, τη ζωγράφο Κούλα Μαραγκοπούλου, που πήρε την πρωτοβουλία να ξαναεκδώσουν τους Σαδδουκαίους, στα “Κείμενα” του Φίλιππου Βλάχου, μετά από είκοσι χρόνια αφάνειας, στην οποία  είχαν οδηγήσει τον Κατσαρό η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, αλλά και το κομματικό κατεστημένο της τότε Αριστεράς.

Ο Μίκης μελοποίησε τους Σαδδουκαίους και τους παρουσίασε πρώτα Γερμανικά στο Ανατολικό Βερολίνο και μετά Ελληνικά στο Ηρώδειο.

Καμιά φορά, η μοίρα ωρισμένων έργων αναγκάζει την ιστορία τους να επαναλαμβάνεται. Οι Σαδδουκαίοι ουσιαστικά ξαναλογοκρίθηκαν (ή “αυτολογοκρίθηκαν” 😉 για να περάσουν τον έλεγχο του Ανατολικογερμανού  κομμισάριου. Ο Βουρνάς ( που συμμετείχε στην πρώτη “αυτολογοκρισία” των Σαδδουκαίων, αλλά μετά το ’68 ειχε τοποθετηθεί αυτοκριτικά γι αυτή του την πράξη) ίσως και σαν δείγμα μετάνοιας, έγραψε στην Αυγή, οτι το συγκεκριμένο μοντάρισμα των στίχων στο Ορατόριο ισοδυναμούσε με μια δεύτερη λογοκρισία.

Ούτε το Μίκη τον έσωσε αυτό, γιατί, όπως μου έχει πει ο ίδιος ο συνθέτης,  την ώρα της συναυλίας, μέλη της  κομματικής νεολαίας τής Ανατολικής Γερμανίας σήκωθηκαν όρθιοι και κραυγάζανε, οτι το έργο είναι αντι-κομματικό.

Η αλήθεια είναι οτι μου κακοφάνηκε πολύ αυτή η στραβοτιμονιά του Μίκη. Αλλά δεν είναι της παρούσης. Αυτά κάποια στιγμή θα συζητηθούν νηφάλια. Άλλωστε, η πολιτική αστάθεια του Μίκη δεν μπορεί να σκιάσει το μέγεθος τής προσφοράς του, αν και ορισμένοι κοντόθωροι ( ή απλά άμουσοι) στο Διαδίκτυο βλακωδώς ισχυρίζονται το αντίθετο.

Έτσι όμως είμαστε οι άνθρωποι. Συχνά βιαζόμαστε να ρίξουμε στο πυρ το εξώτερο τις προσωπικότητες που θαυμάζουμε, όταν κάποιο λάθος, παρασπονδία, κουταμάρα ή τρέλα τούς σπρώχνει σε πράξεις με τις οποίες εμείς, το κοινό τους, δεν συμφωνούμε. Είναι ανθρώπινο. Και οι άγριοι, όταν το τοτέμ τούς προδίδει, το καίνε.

Ναι, δεν ειναι της στιγμής, αλλά ειναι αλήθεια: Ο Κατσαρός σε εκείνη τη φάση είχε καταλάβει πιο πολλά. Ο Μίκης  πάλι, ποτέ δεν υπήρξε λαμπρός πολιτικός.

Όμως και ποιος υπήρξε; Η ηγεσία του κινήματος που  άφησε τον ΕΛΑΣ να περιμένει, για να καταλάβουν την Αθήνα οι Άγγλοι; Ή όσοι πήραν την ολέθρια απόφαση για αποχή από τις εκλογές του ’46;

Ακόμα και σήμερα: Ειναι δείγμα πολιτικής σοφίας για ένα Κόμμα να αποδεχτεί χωρίς πολλά πολλά την αποκατάσταση τού …Στάλιν και των Γκουλάγκ, είκοσι χρόνια μετά τη συντριβή τής ΣΕ; Ή μήπως  είμαστε καλύτεροι εμείς, ο περίφημος κυρίαρχος λαός, που  σήμερα κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου, την στιγμή που καταργείται  το κράτος δικαίου, το κράτος πρόνοιας, η ισηγορία και η δημοκρατία;

Και, τελικά, γιατί να περιμένουμε την πολιτική σοφία, που κανένας  δεν είχε, από κάποιον μουσουργό, όσο τεράστιος κι αν είναι; 

Η πολιτική είναι τρομερα δύσκολη τέχνη, δεν είναι για τον καθένα και οι καλλιτέχνες και ποιητές (όπως άλλωστε και εμείς, το κοινό τους) είναι μεγάλα παιδιά, αθώα αλλά και αφελή. Οι δε πραγματικά μεγάλοι δημιουργοί μέσα στα άλλα, είναι καθρέφτες. Οι καθρέφτες μας. Λοιπόν, όπως λέει το παλιό ρωσικό ρητό, που έβαλε ο Γκόγκολ στην προμετωπίδα του Επιθεωρητή του: Μην κατηγορείς τον καθρέφτη, όταν η μούρη σου είναι στραβή.

Πάντως, στην Ελληνική πρώτη εκτέλεση της Καντάτας των Σαδδουκαίων στο Ηρώδειο, όταν  εμφανίστηκε ο Κατσαρός δίπλα στον Μίκη, έγινε πανζουρλισμός, χειροκροτούσαν, δάκρυζαν και  δίπλα μου ήταν ένας άγνωστός μου ηλικιωμένος που κραύγαζε: “Είμαστε εδώ, όλοι οι αριστεροί, Μιχάλη, για να σου ζητήσουμε συγγνώμη”.

Μόνο που όταν  πρότεινε ο Μίκης στον Κατσαρό να συμφάγουν (θα παρευρίσκοντο και αι αρχαί μετα των συζύγων των), ο ποιητής αποποιήθηκε λέγοντας,-Έχω πιο σημαντικά πράγματα να κάνω. Μας καληνύχτισε και πήρε το μοναχικό του δρόμο για το σπίτι του στα Πετράλωνα. Και το πιο σουρεαλιστικό, όταν ο Μίκης πήρε εκείνο το χαρτοφυλάκιο άνευ υπουργείου, διόρισε τον πατέρα μου Διευθυντή Υπουργείου(!!!). Μετά από τρεις μέρες ο Κατσαρός τού είπε: -Μίκη, δεν έχει τίποτα να κάνω εδώ, θα φύγω. Και παραιτήθηκε.

Όσο για το πένθος των ημερών, σήμερα, εν έτει 2021, στην πραγματικότητα δεν θρηνούμε μόνο το Μίκη. Θρηνούμε το θάνατο της εποχής του, στους απόηχους της οποίας μεγαλώσαμε και μεις, οι σημερινοί 60άρηδες, όπως και οι λίγο μεγαλύτεροι, εκείνοι  του 1-1-4, μαζί με την κατασυκοφαντημένη και καθυβρισμένη “γενιά” του Πολυτεχνείου, που εμπνεύστηκε απο εκείνη την ηρωική εποχή και την ξαναέζησε με τον αντι-χουντικό αγώνα.

Ειναι μεγάλη κοινοτοπία να το λέει κανείς και μεγάλη μελούρα, αλλά και τόσο αληθινό: Ο μέγας Θεοδωράκης, ο Κατσαρός, όλοι οι εκατοντάδες  πρωταγωνιστές των  ιστορικών εξάρσεων, του έπους του 40, του έπους της Εθνικής Αντίστασης, του Δεκέμβρη, της Μακρονήσου, των Πέτρινων χρόνων, εκείνα δηλαδή “τα παιδιά της Γαλαρίας” που  αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν, που τόσο έλπισαν και τόσο απογοητεύτηκαν, στη συλλογική συνέιδηση τού Ελληνικού λαού δεν έχουν πεθάνει.

Θα πεθάνουν μόνο όταν η κοινωνία τούς ξεχάσει, όταν ο κόσμος δεν διαβάζει την ποίησή τους, δεν ακούει την μουσική τους, δεν μαθαίνει για την ζωή τους, δεν θυμάται τα οράματά τους. Μέχρι τότε θα ζουν.

image

image

image

image