Ογδόντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τον θάνατο του Κωστή Παλαμά, του εθνικού μας ποιητή που δεν μπορεί να δει ότι ο λαός –στον οποίο με πίκρα πίστευε ότι δεν φτάνει το έργο του- τον τιμά μέσα στο σκοτάδι της κατοχής, μετατρέποντας την κηδεία του σε πασχαλινό Επιτάφιο που έχει την θλίψη του θρήνου, αλλά και την βεβαιότητα της Ανάστασης.

Ads

Ο φιμωμένος πνευματικός κόσμος μετρά αρκετές απώλειες την σκληρή περίοδο 1941-1944. Η Πηνελόπη Δέλτα αυτοκτονεί την ημέρα που οι κατακτητές μπαίνουν στην Αθήνα, δείχνοντας έτσι την βαρύτητα της προσβολής που βιώνουν οι άνθρωποι του πνεύματος από την παρουσία του Γ Ράιχ στη σκιά της Ακρόπολης. Στη διάρκεια της Κατοχής φεύγουν από την ζωή οι Ηλίας Βουτιερίδης, Μήτσος Παπανικολάου, Ρώμος Φιλύρας, Μιχάλης Αργυρόπουλος, Αναστάσιος Γρίβας, Τέλος Άγρας και Ναπολέων Λαπαθιώτης. Η μεγαλύτερη απώλεια όμως έρχεται τον Φεβρουάριο του 1943.

Ο μεγάλος μας ποιητής, είναι αρκετό διάστημα άρρωστος από βαριάς μορφής γρίπη. Στις πλάτες του μπορεί να βαραίνουν τα 84 χρόνια του, αλλά αυτό που τον  καταβάλλει περισσότερο είναι η απώλεια της πολυαγαπημένης του συζύγου Μαρίας, λίγες εβδομάδες πριν. Στον ίδιο δεν λέγεται ποτέ η αλήθεια, με αποτέλεσμα να την αναζητά συνεχώς :“Που είναι η Μαρία μου;”, “Γιατί δεν βλέπω την Μαρία;”. Οι κατακτητές επιθυμούν να συνδράμουν στην αποκατάσταση του, αλλά όταν φεύγει από το σπίτι ο Γερμανός στρατιωτικός γιατρός που στέλνει φίλος του, ο Παλαμάς στρέφεται στον τελευταίο επιπλήττοντας τον:“Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό Γιάννη”.

O ποιητής φεύγει από τη ζωή στις 3.20 τα ξημερώματα του Σαββάτου της 27ης Φεβρουαρίου στο σπίτι του στην οδό Περιάνδρου 5 στην Πλάκα. Δύο ώρες πριν η κόρη του Ναυσικά, ακούγοντας μια βυζαντινή ψαλμωδία, πλησιάζει την κάμαρά του και τον βλέπει να ψέλνει κοιμισμένος. Η μοίρα θέλει ο γιος του Άλκης να φεύγει και αυτός τον ίδιο μήνα, όπως και η κόρη του ακριβώς δέκα χρόνια μετά Φεβρουάριο του 1953. Ο Στρατής Μυριβήλης βλέποντάς τον ξαπλωμένο στο ντιβάνι ντυμένο στα μαύρα και σκεπασμένο από άνθη αμυγδαλιάς, λέει στον Πέτρο Χάρη :“Κοίταξε τι γλύκα έχει αυτό το πρόσωπο”. Οι περισσότερες λογοκριμένες εφημερίδες δεν προλαβαίνουν να δημοσιεύσουν την τραγική είδηση, και μόνο όσοι παρατηρούν το αγγελτήριο της κηδείας βλέπουν ότι γίνεται δημοσία δαπάνη την επόμενη ημέρα Κυριακή στις 11,με παράκληση της οικογένειας να μην εκφωνηθούν λόγοι. Άλλοι υποστηρίζουν ότι το τελευταίο αποτελεί απαίτηση των κατακτητών, και άλλοι ότι ο γιος του Λέανδρος δεν επιθυμεί ομιλίες γιατί πρόκειται να φύγει από την χώρα, και δεν θέλει ν’ αντιμετωπίσει προβλήματα από τους Γερμανούς.

Ads

Παρά την έλλειψη ενημέρωσης, το τσουχτερό κρύο και την παντελή απουσία συγκοινωνίας, το Ά νεκροταφείο κατακλύζεται από ανθρώπους του πνεύματος, αλλά και 5.000 λαού που φτάνει από τα πιο απομακρυσμένα προάστια της πόλης. Ο κόσμος δεν ξεχνά το σύνθημα αντίστασης που δίνει ο ποιητής σε φοιτητές που τον  επισκέπτονται τις πρώτες κατοχικές ημέρες, ρωτώντας τον τι πρέπει να πράξουν :“Δεν έχω άλλο να σας πω παρά μονάχα ένα, μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα”. Παρόν στο χώρο, αλλά απομονωμένοι, βρίσκονται ο κατοχικός πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, εκπρόσωποι των πρεσβειών Γερμανίας -Ιταλίας και Ιταλοί φρουροί.

Παρά την απαγόρευση ομιλιών, μετά την νεκρώσιμη ακολουθία που χοροστατεί ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, τον νεκρό αποχαιρετούν ο τελευταίος, ο Άγγελος Σικελιανός και ο Σωτήρης Σκίπης. Η κορύφωση της φόρτισης με την ελεγεία του Σικελιανού και την περήφανη απαγγελία του, αποτελεί σημείο αναφοράς σε όσους την ζουν. Στη συνέχεια ο άρρωστος Σικελιανός, ο οποίος συνοδεύεται από γιατρό, απομακρύνει τους νεκροθάφτες και παίρνοντας το φέρετρο στους ώμους ζητά από τους νέους να κάνουν το ίδιο. Ο Γιώργος Θεοτοκάς αναφέρει:“Τον είδα να περνά μπροστά μου άσπρος και ονειροπαρμένος, σαν υπνοβάτης. Άκουσα τότε την Μαρίκα Κοτοπούλη να λέει “Είναι ο Σικελιανός που θάβει τον Παλαμά”. Κι αυτή η ιδέα την ταράζει σαν να περιείχε ένα συγκλονιστικό συμβολισμό”.

Το τι επακολουθεί αποδίδεται μόνο με την συγκλονιστική περιγραφή μαρτυρία νεαρού φοιτητή που συνοδεύει στις πλάτες του το φέρετρο :“Για μια στιγμή δεν ακούγεται τίποτα. Και τότε ακούγεται ο Σικελιανός. Βγαίνει μπροστά και πάνω απ’ το νεκρό απαγγέλλει βροντές :“Ηχήστε, οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές…”. Η βροντώδης φωνή ραγίζει θαρρείς τους τοίχους. Και τις καρδιές. Φλάμπουρα, νομίζω, ξεπετάγονται από παντού. Οι ανάσες κρατιούνται…Οι “προσκυνημένοι” κάνουν σύσταση να μη συνεχιστεί το “κακό”. Μα ο κόσμος έχει κιόλας υπακούσει στον Παλαμά. Και “μέθυσε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα”. Ανυπάκουος κι ο Σκίπης μπαίνει μπροστά και βρίζει τον κατακτητή. Κλαίγοντας ακατάπαυστα κάνει το στόμα του ντουφέκι. Και χτυπάει: “Μέσ’ από τα κάγκελα τ’ αόρατα–της απέραντής μας φυλακής –μέσα στο κελί το σκοτεινό μας –δεν εβάσταξες τον πόνο της φυλής – κι έπεσες σαν δρυς απ’ τα χτυπήματα –κάποιων μαύρων ξυλοκόπων…”.

Με την αντάρα στα μάτια γυρίζει ο Σικελιανός σε μας: -Ελάτε δω σεις οι νέοι, οι φοιτητές, φωνάζει. Σε σας ανήκει, εσείς να τον πάτε. Τα χάνουμε για μια στιγμή. Μετά ριχνόμαστε στο φέρετρο, παραμερίζοντας ο ένας τον άλλο. Το σηκώνουμε. Προχωράμε. Φτάνουμε στον τάφο. Ο λάκκος ήταν ανοιγμένος. Βγάζω το στεφάνι από το κεφάλι μου και τ’ ακουμπώ στο φέρετρο. Τότε είδα πως πως από την άλλη μεριά αυτός που βαστούσε τον Παλαμά ήταν ο Σικελιανός. Ένας Γερμανός επίσημος, εκ μέρους του πληρεξούσιου για την Ελλάδα, άφησε το στεφάνι του φτύνοντας τον ποιητή με τα λόγια:“Το Τρίτο Ράιχ στον Κωστή Παλαμά. Χάιλ Χίτλερ”. Ο Σικελιανός γλιστράει. Πάει να πέσει. Δίνει μια με το χέρι του και ξεβρομίζει “κατά λάθος” το φέρετρο. Κατεβάζουν το φέρετρο. Ο λαός γονατίζει. Ο Σικελιανός ρίχνει μια φούχτα χώμα. Η Κοτοπούλη άλλη μια. Εγώ επίσης. Γύρω στις άκριες, γραμμές ολόκληρες από καραμπινιέρους και Γερμανούς παραφυλάνε. Μια φοιτήτρια κι ένας γέροντας λιποθυμούν. Να’ ναι απ’ τη συγκίνηση; Ή απ’ την πείνα; Θυμήθηκα τους στίχους του Παλαμά: “Η μεγαλοσύνη στα έθνη δε μετριέται με το στρέμμα με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και το αίμα”.

Η κηδεία μεταβάλλεται πλέον σε πάνδημη αντιστασιακή εκδήλωση. Ο Γιώργος Κατσίμπαλης αρχίζει τον εθνικό ύμνο και όλοι ακολουθούν. : “Σε γνωρίζω από την όψη…”.  Η σύζυγος του ποιητή Μαρία, είχε τον καημό να ζήσει ο Παλαμάς ώστε να ξαναδεί την πατρίδα ελεύθερη, και να τιμηθεί από αυτήν όπως του άξιζε. Και πράγματι γίνονται όλα όπως πρέπει. Ο λαός τιμά τον ποιητή του, το στεφάνι του κατακτητή έπεσε από το φέρετρο με τους εκπροσώπους του ν’ αποχωρούν ταπεινωμένοι, ενώ όσοι βίωσαν την μέθεξη εκείνων των στιγμών αισθάνθηκαν για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια σκλαβιάς, ελεύθεροι, μια και η κηδεία του Παλαμά αποτέλεσε την πρώτη Ανάσταση της υπόδουλης χώρας”. 

Οι αντιδράσεις από τον θάνατο του ποιητή, δεν εξαντλήθηκαν στην κηδεία του. Τις επόμενες ημέρες οι σημαντικότερες πένες της εποχής αποχαιρετούν με κείμενά τους τον κορυφαίο εκπρόσωπο της γενιάς τους. Η απλή αναφορά των ονομάτων αρκεί για να κατανοηθεί η βαρύτητα της απώλειας: Πέτρος Χάρης, Μάριος Καραγάτσης, Ηλίας Βενέζης, Άγγελος Τερζάκης, Ανδρέας Καραντώνης, Ν. Βέης, Βασίλης Ρώτας, Κ. Δημαράς, Μιχάλης Ροδάς, Π. Παλαιολόγος, Α. Λιανουδάκης, Γρηγόρης Ξενόπουλος, Βασίλης Ηλιάδης, Γ. Φτέρης, Α. Παπαδήμας, Μαρίνος Καλλιγάς, Μάρκος Αυγέρης, Αύρα Θεοδωρακοπούλου, Άλκης Θρύλος, Ευάγγελος Παπανούτσος, Ι.Μ Παναγιωτόπουλος, Λ. Κουκούλας, Γ. Βαλέτας, Μ. Κριαράς, Ρ. Γκόλφης, Κλ. Μιμίκος, Λ. Πολίτης, Τέλος Άγρας, Κώστας Βάρναλης. Εκδηλώσεις για τον ποιητή γίνονται σε όλη τη χώρα, όπως στα Γιάννενα όπου οι φοιτητές παρά τις απαγορεύσεις, ανοίγουν τον κεντρικό κινηματογράφο της πόλης διοργανώνοντας πνευματικό μνημόσυνο με ομιλίες, απαγγελίες και τραγούδια.