Ίσως από τα πιο σκοτεινά σημεία της νεότερης ελληνικής ιστορίας είναι το κεφάλαιο εκείνων των Ελλήνων που επέλεξαν στη διάρκεια της Κατοχής να πολεμήσουν τους… Έλληνες. Πρόκειται για τους διαβόητους δωσίλογους, οι οποίοι όχι μόνο ανδρώθηκαν, εξοπλίστηκαν και χρηματοδοτήθηκαν από τον κατακτητή, αλλά αξιοποιήθηκαν και από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις.

Ads

Περιγράφοντας τη δράση των δωσιλόγων, που γρήγορα συστηματοποιήθηκε και έγινε εργαλείο της εξουσίας των ναζί στην Ελλάδα, ο επίκουρος καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Στράτος Δορδανάς μιλώντας παλαιότερα στην εκπομπή «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα»  υπογράμμισε ότι οι δωσίλογοι όχι μόνο συνεργάστηκαν μαζί τους αλλά απέκτησαν και πλούτο σε βάρος των συμπατριωτών τους.

«Κυρίως η συνεργασία ξεκίνησε τη στιγμή που ενδυναμώνονται τα κινήματα αντίστασης στις κατεχόμενες χώρες. Έτσι λοιπόν και στην περίπτωση της Ελλάδος από τις αρχές του 1943 όταν επανακάμπτει το κίνημα αντίστασης μέσα κυρίως από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, εκείνη είναι η χρονική στιγμή κατά την οποία οι Γερμανοί κάνουν δεκτές πλέον προτάσεις τις προηγούμενης περιόδου που είχαν απορρίψει κι εμφανίζονται από την άνοιξη του 1943 τα πρώτα δωσιλογικά τμήματα», εξηγεί ο ιστορικός.

«Αυτά καταρχάς ντύνονται κάτω από μία κίνηση κυβερνητική. Η κυβέρνηση Ράλλη, ένας από τους όρους που θέτει στους Γερμανούς για να σχηματίσει κατοχική κυβέρνηση είναι να δημιουργηθούν εθνικά δωσιλογικά τμήματα. Πρόκειται για τους γερμανοτσολιάδες. Την ίδια στιγμή στην Πελοπόννησο, την Εύβοια και την Μακεδονία, η δημιουργία των Τμημάτων Ασφαλείας γίνεται απευθείας από τους Γερμανούς».

Ads

Με ζήλο…

Την πολιτική στόχευση πίσω από την επιδίωξη ορισμένων Ελλήνων να συνεργαστούν με τον κατακτητή, έχει αναλύσει σε συνέντευξή του στην Deutsche Welle ο Δημήτρης Κουσουρής, επίκουρος Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης και συγγραφέας του βιβλίου «Δίκες των δωσιλόγων 1944 – 1949. Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη». «Οι μηχανισμοί του παλαιού καθεστώτος, του προκατοχικού κράτους συγκροτήθηκαν ούτως ώστε να αποφύγουν την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας κοινωνικής επανάστασης και την κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές, όταν θα έφευγαν οι δυνάμεις κατοχής» είχε επισημάνει.

Μια σειρά από ντοκουμέντα αποκαλύπτουν τον ζήλο με τον οποίο οι δωσίλογοι κυνήγησαν, βασάνισαν, σκότωσαν Έλληνες αγωνιστές της Αντίστασης. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία που είχαν περιγράψει στην κάμερα του «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα» μάρτυρες της μαζικής εκτέλεσης στα Γιαννιτσά, τον Σεπτέμβριο του 1944. Γερμανικά στρατεύματα μαζί με άνδρες του διαβόητου Γεωργίου Πούλου εκτέλεσαν 117 ανθρώπους και έβαλαν τα ίδια τους τα παιδιά να σκάψουν το λάκκο για θαφτούν τα άψυχα κορμιά. Ένας από τα παιδιά τότε λέει στην κάμερα: «Ήρθε ο Πούλος και μας είπε ορισμένες κουβέντες. Δείτε τί παθαίνουν οι γονείς σας, τα αδέλφια σας. Να είστε καθαροί έλληνες, να μη γίνετε κομμουνιστές ποτέ, να είστε πατριώτες». Ο δωσίλογος δολοφόνος των αγωνιστών έλεγε στα παιδιά τους να είναι πατριώτες…

Το μεταπολεμικό ξέπλυμα και το «θάψιμο»

Από τους δωσίλογους, όπως προκύπτει από την ιστορική έρευνα, λίγοι καταδικάστηκαν, με τους περισσότερους να καταφέρνουν να γλιτώσουν την εκτέλεση ή ακόμα και τη φυλακή. Από την έρευνα του Δημήτρη Κουσουρή προκύπτει ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό υποθέσεων δωσιλογισμού εκδικάστηκε, ενώ το 85% αρχειοθετήθηκε.

Ο λόγος, σύμφωνα με τον ιστορικό, είναι ότι «πολλοί δωσίλογοι προσέφεραν κατόπιν τις υπηρεσίες τους στο νέο καθεστώς που στήθηκε υπό την αιγίδα των συμμάχων για την καταπολέμηση του κομμουνισμού. Επίσης διέθεταν σοβαρή οικονομική επιφάνεια και διασυνδέσεις με τον κρατικό μηχανισμό. Και έτσι σε ένα μεγάλο βαθμό κατάφεραν να διαφύγουν της τιμωρίας». Αλλά και στις υποθέσεις που τελικά έφτασαν στο ακροατήριο μόνο το 45% των κατηγορουμένων καταδικάστηκε. Συνολικά εκτελέστηκαν 25 δωσίλογοι στην Ελλάδα, όταν την περίοδο 1944-1949 εκτελέστηκαν από τα έκτακτα στρατοδικεία 3.500 κομμουνιστές ή συμπαθούντες τον Κομμουνισμό.

Την επαύριο του Εμφυλίου Πολέμου, οι δωσίλογοι που είχαν αποφύγει τα δικαστήρια και την τιμωρία εντάχθηκαν με σχετική ευκολία στους μηχανισμούς του κράτους. Σημειώνει σχετικά ο Στράτος Δορδανάς: «Ο εμφύλιος πόλεμος θα λειτουργήσει ως η κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Δηλαδή περνώντας όλος αυτός ο κόσμος της συνεργασίας και του δωσιλογισμού της Κατοχής μέσα απ’ τον εμφύλιο πόλεμο, αφού πρώτα καταγραφεί και καταδικαστεί, αναβαπτίζεται και επανεντάσσεται στον εθνικό κορμό, από το ‘φιλεύσπλαχνο’ κράτος της εθνικοφροσύνης. Και αρχίζουν σιγά – σιγά να χτυπούν τις πόρτες των πολιτικών γραφείων ζητώντας διάφορα επιδόματα ως ‘αγωνιστές της εθνικής αντίστασης’. Το ίδιο το κράτος δέχεται να τους παραχωρήσει ένα μικρό κομμάτι από αυτό ως πρόνοια, αλλά όχι με το αζημίωτο. Είναι ακραιφνείς αντικομμουνιστές, μπαρουτοκαπνισμένοι την περίοδο της κατοχής και τον εμφύλιο πόλεμο».

Οι δωσίλογοι στην υπηρεσία των μεταπολεμικών κυβερνήσεων

Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών, οι δωσίλογοι της Κατοχής δε φαίνεται να έχασαν τα ερείσματά τους. Όπως εξηγεί ο Δημήτρης Κουσουρής, «το παρακράτος είναι το χέρι εφαρμογής του παρά-συντάγματος – της ειδικής δηλαδή νομοθεσίας που θέτει εκτός νόμου την κομμουνιστική αριστερά εκείνη την περίοδο – και που θα χρησιμοποιηθεί στις καίριες στιγμές όταν το καθεστώς θα μπορούσε να κλονιστεί. Τούτο συνέβη το 1963, για παράδειγμα, με τη δολοφονία Λαμπράκη. Είναι γνωστό ότι οι δολοφόνοι του Λαμπράκη, ο Γιοσμάς και οι λοιποί, ήταν δωσίλογοι στην Κατοχή».

Και φυσικά η χούντα αποδείχθηκε εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον για τους δωσίλογους: «Το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών φέρνει ξανά στο προσκήνιο όλο το απωθημένο παρελθόν του δωσιλογισμού που μέχρι τότε μπορούσε να κατοικοεδρεύει στις παρυφές του κυρίαρχου μπλοκ της κοινοβουλευτικής δεξιάς και ήρθε να πάρει την εξουσία και να επανα-νομιμοποιηθεί και δια νόμου», υπογραμμίζει ο Κουσουρής.

Όσον αφορά τους απόγονους των δωσιλόγων και το κατά πόσο ήταν ομαλή η ένταξή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας μετά το τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και του Εμφυλίου, ο Δημήτρης Κουσουρής απαντά: «Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες, οι δωσίλογοι μέσω του Εμφυλίου Πολέμου όχι μόνο επανεντάχθηκαν αρκετά γρήγορα στην κοινωνία και σε επίσημες θέσεις αλλά κάποιοι από αυτούς έγιναν σε λιγότερο από 15 χρόνια μέλη της Ακαδημίας Αθηνών. Τα παιδιά τους, όπως για παράδειγμα ο γιος του Ιωάννη Ράλλη, Πρωθυπουργός της τρίτης κυβέρνησης της Κατοχής, Γεώργιος Ράλλης έκανε καριέρα στη δεξιά παράταξη και έγινε Πρωθυπουργός την δεκαετία του 1980. Θέλω να πω, ότι δεν είχαν ιδιαίτερες δυσκολίες στην επανένταξή τους… με έναν τρόπο αποτέλεσαν έναν πυρήνα ενός πολιτικού προσωπικού αλλά και μιας οικονομικής και πνευματικής ελίτ, οι οποίοι πήραν στα χέρια τους το μεταπολεμικό κράτος».

Γόνοι δωσιλόγων νιώθουν περήφανοι

Έρευνα το 2018 έδειξε ότι οι Γερμανοί πολίτες του σήμερα νιώθουν ευθύνη απέναντι στους λαούς που υπέφεραν από τα εγκλήματα των ναζί. Στην Ελλάδα όπου χιλιάδες άνθρωποι εκτελέστηκαν, ακόμα περισσότεροι βασανίστηκαν και ολόκληρα χωριά κάηκαν, θα περίμενε κανείς οι γόνοι των δωσιλόγων να νιώθουν ντροπή για τα πεπραγμένα των γονιών τους. Ίσως κάποιοι το κάνουν, αλλά υπάρχουν ακόμα πυρήνες επίδοξων συνεχιστών του δωσιλογισμού στην Ελλάδα.

Μπροστά στην κάμερα του «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα», ο ταγματασφαλίτης Παύλος Παπαδόπουλος είχε δηλώσει ευθαρσώς ότι «δε μετανιώνω τίποτα», υποστηρίζοντας ότι «οι Γερμανοί δεν ήταν μπουμπούκια αλλά και οι κομμουνιστές δεν ήταν».

Σε συνέντευξή του στην Deutsche Welle, ο Αλέξανδρος Γιοσμάς, γιος του δωσίλογου Ξενοφώντα Γιοσμά, είχε πει: «Ευτυχώς που πολέμησε ο Γιοσμάς τα κομμούνια, διαφορετικά θα ήμασταν στο Σύμφωνο Βαρσοβίας από το 1944. Οι εθνικιστές εδώ πολέμησαν τα κομμούνια που σφάζανε ελληνικό λαό». Ο πατέρας του που ήταν γνωστός στη Θεσσαλονίκη ως “φον” Γιοσμάς εξαιτίας της συνεργασίας του με τους Γερμανούς, είχε καταδικαστεί για δωσιλογισμό.

Στο ίδιο πνεύμα, ο καταδικασμένος πλέον για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης αρχηγός της Χρυσής Αυγής Νίκος Μιχαλολιάκος είχε πει όταν το νεοναζιστικό μόρφωμα πέρασε για πρώτη φορά την πύλη της Βουλής το 2012: «Είμαστε η σπορά των ηττημένων. Αυτοί είμαστε! Είμαστε οι εθνικιστές, οι εθνικοσοσιαλιστές, οι φασίστες!».