Όταν έγινε γνωστός ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη, το νεκρικό σεντόνι σκέπασε όλα τα μικρά: Εξαφανίστηκαν ο μικροπολιτικός θόρυβος, οι ανόητοι καβγάδες στα social media, η δήθεν καταιγιστική επικαιρότητα, ακόμη και τα προβλήματα της καθημερινότητάς μας.

Ads

Ξαφνικά, όλα απέκτησαν τις αληθινές τους διαστάσεις. Δεν υπήρχε τίποτα αρκετά επείγον και σπουδαίο για να γίνει πρώτο θέμα στις ειδήσεις και να στεφθεί με μεγάλο τίτλο. Και δεν υπήρχε κανείς που να έχει να πει κάτι σημαντικό για να ακουστεί.

Η μουσική του, η εικόνα του να διευθύνει την ορχήστρα, να τραγουδάει, να σπαράζει στη σκηνή, να απογειώνεται, να αποθεώνεται, η αναδρομή στην πολυκύμαντη ζωή του, τα κομμάτια της ιστορίας του ανακατεμένα με την ιστορία της πατρίδας μας, αυτό που ήταν στη ζωή και στην τέχνη, αυτό που ήταν για τον τόπο, για τον κόσμο, για όλους και για τον καθένα χωριστά, κατέκλυσε ολόκληρη την εξωτερική πραγματικότητα –  σε πολλούς και την εσωτερική.

Ειπώθηκαν και γράφτηκαν πολλά, εδώ και αλλού, στη χώρα μας και στο εξωτερικό, παντού, γιατί το έργο του ανήκει στην οικουμένη και στην αιωνιότητα.

Ads

Ό,τι και να πει κανείς για τη δημιουργία του θα είναι λίγο, ό,τι και να πει για την προσωπικότητά του θα είναι λάθος. Ηταν τόσο ψηλό βουνό που μπορούσε να έχει βαθιές χαράδρες – ή μάλλον δεν θα μπορούσε να μην έχει.

Πηγαίνοντας να βρει τον Ελύτη και τον Ρίτσο, τον Λειβαδίτη και τον Σεφέρη, τον Καζαντζάκη και τον Μάνο, τον Νερούντα και τον Λόρκα, αφήνει πίσω του έναν λαό που δεν είναι ενωμένος όπως τον ονειρευόταν, έναν κόσμο που δεν είναι δίκαιος όσο τον ήθελε και μεγέθη που δεν είναι μεγάλα όπως αυτά που διάλεξε να βλέπει στη δύση του.

Το πιο οδυνηρό στον αποχαιρετισμό του είναι, ίσως, ότι ξέρουμε πως δεν θα συναντήσουμε άλλον Μίκη να ανοίγει τα χέρια του και να αγκαλιάζει όλους τους αδικημένους της γης, ούτε θα ακούσουμε άλλη τέτοια άγια μουσική να πέφτει από τον ουρανό μαζί με τη βροχή και με τα  αστέρια.