Η δημόσια αντιπαράθεση των πρώην πρωθυπουργών Κ. Σημίτη και Κ. Καραμανλή για τη στρατηγική του Ελσίνκι απέναντι στην Τουρκία, δηλαδή για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, είναι αποκαλυπτική της υποκρισίας της κυβέρνησης Μητσοτάκη στα ελληνοτουρκικά.

Ads

Η αρχή έγινε με την προδημοσίευση αποσπάσματος από βιβλίο του Κ. Σημίτη για τη συμφωνία του Ελσίνκι στο οποίο ασκεί κριτική στον Κ. Καραμανλή επειδή την ανέτρεψε.

Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης έμεινε απαθής. Καμία απάντηση από την πλευρά του Μεγάρου Μαξίμου, καμία αντίδραση από το υπουργείο Εξωτερικών.

Ο Κ. Καραμανλής περίμενε κάλυψη από την πλευρά της κυβέρνησης, δεν τη βρήκε και έσπασε την φημισμένη σιωπή του για να καταθέσει ένα μανιφέστο υπέρ του δόγματος της ακινησίας που καθόρισε τη διπλωματία επί πρωθυπουργίας του.

Ads

Ο πρώην πρωθυπουργός απορρίπτει ως παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας τη συζήτηση για το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης που αποτελεί προϋπόθεση για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας την οποία αποδέχεται ως μοναδική ελληνοτουρκική διαφορά. Επομένως, επί της ουσίας τάσσεται εναντίον της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, πιστός στη στρατηγική της διατήρησης του status quo στο Αιγαίο.

Ανάλογη θέση είχε πάρει νωρίτερα ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς ο οποίος επιπροσθέτως είχε απορρίψει και τις διερευνητικές επαφές με την Τουρκία.

Καραμανλής και Σαμαράς έχουν επιρροή στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ και στα κομματικά της στελέχη. Για το λόγο αυτό ο πρωθυπουργός αποφεύγει να συγκρουστεί μαζί τους ή έστω να τους δυσαρεστήσει.

Εάν ήθελε πραγματικά την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα ήταν εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος να αναμετρηθεί μαζί τους, να υπερβεί εσωκομματικές εντάσεις και να δείξει θάρρος και αποφασιστικότητα. Θα έπρεπε, δηλαδή, να υποτάξει την κομματική ιδιοτέλεια στο εθνικό όφελος, όπως συνέβη για να επιτευχθεί η συμφωνία των Πρεσπών την οποία η ΝΔ πολέμησε με ακραίο λαϊκιστικό πάθος.

Αλλά ο Κ. Μητσοτάκης δεν έχει τέτοια πρόθεση. Κρύβεται πίσω από τον αυταρχισμό του Ρ. Τ. Ερντογάν προκειμένου να αποφύγει τον καταλογισμό της ευθύνης για το αδιέξοδο στα ελληνοτουρκικά από την ΕΕ και τις ΗΠΑ που ενδιαφέρονται για πρόοδο στις διμερείς σχέσεις.

Στην πραγματικότητα δεν θέλει καμία αλλαγή που μπορεί να συνεπάγεται πολιτικό κόστος για το κυβερνών κόμμα. Πόσο μάλλον που μπορεί να τον φέρει αντιμέτωπο με τους προκατόχους του στην ηγεσία και την πρωθυπουργία, συνιδιοκτήτες ενός συστήματος εξουσίας που εργάζεται για τη συντήρησή του ακόμη και αν αυτό είναι σε βάρος των πολλών και της χώρας.

Γιατί από το Κυπριακό μέχρι την αντιμετώπιση του Ερντογάν, η ιστορία μας διδάσκει ότι κάθε πέρυσι – κάθε προηγούμενη δεκαετία – και καλύτερα.