Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η Γαλλία του Μακρόν, προσπαθεί να ανακτήσει το χαμένο της πρεστίζ, ως μια παγκόσμια, ηγετική και “αυτόνομη” δύναμη. Οι ενέργειες της χώρας στο πεδίο της εξωτερικής της πολιτικής, δείχνουν με σαφήνεια τη συγκεκριμένη πραγματικότητα.

Ads

Διαβάστε επίσης

Πιο συγκεκριμένα, από το άνοιγμα γαλλόφωνων σχολείων στην Αφρική, έως τις επισκέψεις Μακρόν στη Βηρυτό τις αμέσως επόμενες μέρες μετά την έκρηξη, την “ταύτιση απόψεων” με τον ευρωπαϊκό Νότο στο ζήτημα του ευρω-ομόλογου και των διαπραγματεύσεων για το Ταμείο Ανάκαμψης τον Ιούλιο, τις δηλώσεις του Προέδρου της Γαλλίας, περί “εγκεφαλικά νεκρού” ΝΑΤΟ αλλά και φυσικά την “έμπρακτη” στήριξη προς την Ελλάδα στα ελληνοτουρκικά, ο Μακρόν, και η γεωπολιτική ατζέντα της κυβέρνησης του, έχουν έναν ξεκάθαρο στόχο: Να δείξουν ότι η Γαλλία είναι παρούσα και δυνατή στην ευρωπαϊκή (και κατ’ επέκταση στην παγκόσμια) γεωπολιτική σκηνή και πως τα συμφέροντα της, “πρέπει” να γίνονται σεβαστά από όλους.

“Ο Μακρόν ελπίζει ότι θα εξισορροπήσει την παντοδυναμία της Γερμανίας στην Ευρωζώνη”

Ads

Για να πετύχει όμως κάτι τέτοιο σε παγκόσμια κλίμακα, αναγκαία είναι η ισχυροποίηση της θέσης της Γαλλίας στο “σπίτι της”, δηλαδή, στην Ευρώπη, όπου η κυριαρχία της Γερμανίας, είναι έκδηλη.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο δημοσιογράφος, Γιώργος Καπόπουλος, στο tvxs, “Ο Μακρόν ξεκίνησε τη θητεία του το 2017, με δύο λόγους όπου εξέθεσε το ευρωπαϊκό του όραμα, τον έναν στην Πνύκα στην Αθήνα και τον άλλον στο μεγάλο αμφιθέατρο της Σορβόννης στο Παρίσι” και συνεχίζει: “Δύο ήταν λοιπόν τα εργαλεία του Μακρόν. Ένα, η πολιτική εμβάθυνση της ΟΝΕ, της Ευρωζώνης, να υπάρχει δηλαδή έλεγχος από τους πολίτες στις λειτουργίες του Κοινού Νομίσματος και να υπάρχει παράλληλα ευελιξία ως προς τις υιοθετούμενες δημοσιονομικές πολιτικές, με άλλα λόγια να μην είναι οι περικοπές και η λιτότητα ο μόνος δρόμος”.

Επί της ουσίας, καθότι οι αυστηρές δημοσιονομικές πολιτικές της λιτότητας και των μνημονίων, έχουν συνδεθεί με τη Γερμανία , ο Μακρόν απέβλεπε σε μια “μεταρρύθμιση” της Ευρωζώνης, η οποία θα απομάκρυνε την ίδια την Ευρωζώνη από τους σκληρούς δημοσιονομικούς όρους με τους οποίους γίνεται αντιληπτή από την κρίση του 2009 έως και σήμερα.
                                                             
Παράλληλα, η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση θα ισχυροποιούσε ενδεχομένως το ρόλο και τη δύναμη της Γαλλίας εντός της Ευρωζώνης, στοιχεία τα οποία αυτήν την στιγμή είναι πράγματι ασθενέστερα σε σύγκριση με τα αντίστοιχα της Γερμανίας. Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί πως, “μέχρι να ξεσπάσει η πανδημία, η Μέρκελ απαντούσε δια της σιωπής ή δια της απευθείας απόρριψης σε όλες τις προτάσεις Μακρόν για μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης. Έπρεπε να έρθει η πανδημία για να υπάρχει κοινός παρανομαστής Παρισιού-Βερολίνου για το Ταμείο Ανάκαμψης, και αυτό όμως φαίνεται σαν μια παρένθεση”, όπως δηλώνει και πάλι ο κ. Καπόπουλος.

Το δεύτερο “εργαλείο” του Μακρόν για την ισχυροποίηση της θέσης του εντός της Ευρώπης, ήταν και το “συγκριτικό του πλεονέκτημα”, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για την αμυντική -στρατιωτική- ισχύ της Γαλλίας, όπως κατατοπιστικά αναφέρει ο κ. Καπόπουλος: “Το δεύτερο κομμάτι που ανέδειξε ο Μακρόν στις συγκεκριμένες ομιλίες (σσ. Στην Πνύκα και το Παρίσι) ήταν μια κοινή ευρωπαϊκή αμυντική δομή. Ο λόγος είναι πολύ απλός. Η Γαλλία, μετά την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι η μόνη στρατιωτική υπερδύναμη στην Ευρώπη, είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και έχει πυρηνικά. Έτσι, μέσω μιας ευρωπαϊκής αμυντικής δομής, όπου η Γαλλία θα παίζει πρωτεύοντα ρόλο, ήλπιζε ο Μακρόν να εξισορροπήσει την παντοδυναμία της Γερμανίας στη διαχείριση του ευρώ και στη διακυβέρνηση της Ευρωζώνης”.

Γαλλία VS Τουρκία και στη μέση.. Ελλάδα

Βέβαια, η κυβέρνηση του Μακρόν, ενώ προσπαθούσε (και προσπαθεί) να πετύχει τα προαναφερθέντα “ευρωπαϊκά οράματα”, έχει συνειδητοποιήσει πως, ενδεχομένως, η μεγαλύτερη πρόκληση στους στόχους της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής (και των οικονομικών συμφερόντων που προασπίζεται), να μην προέρχεται από την ευρωπαϊκή παντοδυναμία της Γερμανίας, αλλά από την Τουρκία.

Όπως αναφέρει και πάλι ο κ. Καπόπουλος, “όπου παρεμβαίνει ο Ερντογάν τα τελευταία χρόνια, πρόκειται για παλιούς χώρους προνομιακής επιρροής της Γαλλίας και για χώρους που σήμερα διακυβεύονται τα γαλλικά ζωτικά συμφέροντα. Η Συρία ήταν γαλλική αποικία από το 1918 μέχρι το 1941, μαζί με τον Λίβανο. Η Λιβύη από την άνοδο του Καντάφι στην εξουσία το 1969 μέχρι και το 2011, ήταν μια χώρα που την ήθελε η Γαλλία υπό την επιρροή της, για τον απλό λόγο ότι συνορεύει με τρεις πρώην γαλλικές και γαλλόφωνες χώρες, το Μαρόκο, την Τυνησία και την Αλγερία και με μια σειρά από γαλλόφωνες χώρες της υποσαχάριας Αφρικής όπως το Μαλί, ο Νίγηρας και το Τσαντ. Άρα όποιος ελέγχει τη Λιβύη, ελέγχει σε σημαντικό βαθμό τη βορειοδυτική Αφρική και την υποσαχάρια Αφρική. Δεν υπάρχει ανάμιξη του Ερντογάν στη Μεσόγειο, στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή που να μη συγκρούεται μετωπικά με τα συμφέροντα της Γαλλίας”.

Οι συγκεκριμένες “αναμίξεις” του Ερντογάν, για τις οποίες γίνεται λόγος, μπορούν να δικαιολογήσουν καλύτερα τη στάση της Γαλλίας απέναντι στην Ελλάδα στα ελληνοτουρκικά του τελευταίου χρονικού διαστήματος. Επί αυτού, ο κ. Καπόπουλος δηλώνει χαρακτηριστικά πως, “η Γαλλία του Μακρόν δεν είναι υπέρ της Ελλάδος, είναι υπέρ των συμφερόντων της Γαλλίας, τα οποία ταυτίζονται με εκείνα της Ελλάδα”, ενώ παράλληλα, ο δημοσιογράφος τονίζει ότι “ακόμα και εάν με ένα μαγικό ραβδί κάποιος άγγιζε τον Ερντογάν και άλλαζε συμπεριφορά και δεχόταν να πάμε στη Χάγη με τους όρους που λέει η Ελλάδα και αναγνώριζε την Κυπριακή Δημοκρατία , αυτό δε σημαίνει ότι λύνονται αυτόματα οι διαφορές , οι αντιδικίες κ οι ανταγωνισμοί Γαλλίας-Τουρκίας”. Ειδικά μάλιστα, από την στιγμή που οι ανταγωνισμοί αυτοί “υποδαυλίζονται”, από τη γερμανική πλευρά, σύμφωνα με τον κ. Καπόπουλο.

Γίνεται επομένως αντιληπτή η συσχέτιση του ελληνοτουρκικού παράγοντα με τις επιδιώξεις της εξωτερικής πολιτικής της σημερινής Γαλλίας. Στο πλαίσιο αυτό, η σημερινή συνάντηση του Μακρόν με τον Κυριάκο Μητσοτάκη έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού από τη μια πλευρά, “θα επιβεβαιωθεί η διαχρονική , στενή σε κρίσιμες στιγμές, στρατιωτική συνεργασία Ελλάδας-Γαλλίας”, ενώ από την άλλη, ενδεχομένως να απαντηθούν αρκετά ερωτήματα σχετικά με τον μελλοντικό (σε βάθος 30ετίας) στρατιωτικό εξοπλισμό της χώρας, όπως δηλώνει ο δημοσιογράφος.

Σε κάθε περίπτωση βέβαια, αξίζει να αναφερθεί πως “η εξωτερική πολιτική είναι ένας τομέας που δύσκολα αλλάζει. Οι πολιτικές αλλαγές ελάχιστα επηρεάζουν την εξωτερική πολιτική”. Επομένως, η συνεργασία της Ελλάδας με τη Γαλλία, χαρακτηρίζεται από “στρατηγικό, και όχι συγκυριακό χαρακτήρα”, σύμφωνα με τον συνεντευξιαζόμενο.                                                                                                                                    

Είναι όμως δεδομένο πως, η γεωπολιτική ατζέντα της Γαλλίας του Μακρόν, δεν αποβλέπει στην προώθηση των εννοιών “Liberté, égalité, fraternité” (Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη) που κυριάρχησαν κατά τη Γαλλική Επανάσταση, ούτε προσδοκά σε “φιλιές” και “αλληλεγγύη” με κράτη. Αντίθετα, αποβλέπει στην προάσπιση γεωπολιτικών και φυσικά οικονομικών συμφερόντων γαλλικών εταιρειών πετρελαίου, παραγωγής όπλων και αρκετών άλλων επιχειρήσεων που βλέπουν με “καλό μάτι” τον Μακρόν.

Το ζήτημα είναι πως , αρκετοί πολίτες της Ελλάδας, μιας χώρας η οποία επηρεάζεται αρκετά (δημοσιονομικά και μη) από τις γεωπολιτικές επιλογές της Γαλλίας, αρνούνται να δουν τη συγκεκριμένη πραγματικότητα. Και για εκείνους, οι Γάλλοι λένε το εξής: “Il n’y a pas plus sourd que celui qui ne veut pas entendre”, δηλαδή, πως “δεν υπάρχει πιο κουφός, από εκείνον που δε θέλει να ακούσει”.