Σχεδόν 70 χρόνια μετά την ναζιστική θηριωδία, πάνω από 300 λείψανα θυμάτων, τα σώματα των οποίων είχαν χρησιμοποιηθεί για ιατρικά πειράματα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενταφιάστηκαν τελικά την Τρίτη σε ένα κοιμητήριο του Βερολίνου, παρουσία των απογόνων τους.

Ads

Η τελετή έγινε με πρωτοβουλία ενός μεγάλου γερμανικού νοσοκομείου, την φημισμένης Πανεπιστημιακής κλινικής «Σαριτέ», προκειμένου να αντιμετωπίσει το σκοτεινό, ναζιστικό παρελθόν του.

Πολλοί γιατροί σε διευθυντικές θέσεις, κατά την περίοδο του ναζισμού μετέτρεψαν τις κλινικές και τα ινστιτούτα τους σε τόπους εφαρμογής της ρατσιστικής και καταστροφικής ιατρικής των Ναζί αναφέρει χαρακτηριστικά η οργάνωση για τη Μνήμη της Γερμανικής Αντίστασης, που συνδιοργάνωσε την τελετή.

Τα 300 δείγματα ιστών, τοποθετημένα σε πλακάκια εργαστηρίου, βρέθηκαν μέσα σε μικρά κουτιά από τους κληρονόμους του ανατόμου Χέρμαν Στίφε που την εποχή εκείνη έκανε πειράματα. Τα δείγματα, που σχεδόν δεν διακρίνονται δια γυμνού οφθαλμού, παραδόθηκαν το 2016 στον καθηγητή Αντρέας Βίνκελμαν, ώστε να προσπαθήσει να εξακριβώσει σε ποιους ανήκαν.

Ads

Πειράματα σε ωάρια και όρχεις από όργανα εκτελεσμένων

Ο Χέρμαν Στίφε, ο διευθυντής του Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ανατομίας του Βερολίνου από το 1935 μέχρι τον θάνατό του το 1952, είχε μια παράξενη ειδικότητα: Μελετούσε τις επιπτώσεις του στρες και του φόβου στο γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα.

Ειδικότερα, το 1935 έγινε διευθυντής Ανατομίας στο φημισμένο νοσοκομείο Σαριτέ, όπου ερευνούσε την επίδραση του φόβου στις ωοθήκες και στους όρχεις. Για τα πειράματά του χρησιμοποιούσε όργανα εκτελεσμένων στη φυλακή του Πλάτενζεε και το στρατόπεδο εξόντωσης του Ράβενσμπουργκ.

Στο πλαίσιο των ερευνών του, ο επιστήμονας μελέτησε κυρίως ιστολογικά δείγματα από τα γεννητικά όργανα γυναικών που είχαν εκτελεστεί από τους Ναζί.

Σε αντίθεση με άλλους διαβόητους επιστήμονες, όπως ο Γιόζεφ Μένγκελε, ο αποκαλούμενος και «Άγγελος του Θανάτου» στο Άουσβιτς, ο Χέρμαν Στίφε δεν ήταν μέλος του ναζιστικού κόμματος και δεν έκανε πειράματα σε ζωντανούς ανθρώπους. Ήξερε όμως πολύ καλά από πού προέρχονταν τα «δείγματα» που μελετούσε.

«Είχα τις ωοθήκες δέκα λεπτά μετά τον θάνατο» καυχιόταν το 1942 σε ένα βιβλίο του για τα γυναικεία όργανα αναπαραγωγής.

Ο Στίφε, έπαιρνε από τα πτώματα ιστούς τους οποίους στη συνέχεια έκαιγε και απομάκρυνε τη στάχτη. Τα πτώματα πιθανότατα ενταφιάζονταν σε ομαδικούς τάφους.

Μετά τον πόλεμο, ο Χέρμαν Στίφε δεν διώχθηκε από τη δικαιοσύνη και συνέχισε την καριέρα του, όπως πολλοί άλλοι επιστήμονες που εργάστηκαν για τους Ναζί. Ετσι, έγινε τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου και τιμητικό μέλος της Γερμανικής Γυναικολογικής Εταιρείας. Όταν πέθανε το 1952 η επετηρίδα της Βαυαρικής Ακαδημίας Επιστημών εκθείαζε την προσφορά του στην ερευνητική επιστήμη.

Μέχρι και σήμερα, τα συμπεράσματα των ερευνών του – παρά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγιναν – θεωρούνται σημαντικά για τη σύγχρονη γυναικολογία. Παραμένει επίσης «επίτιμο μέλος, μετά θάνατον» της Γερμανικής Εταιρείας Γυναικολογίας και Μαιευτικής.

Πριν από τρία χρόνια εμφανίστηκαν παρασκευάσματα με μικροσκοπικά ανθρώπινα υπολείμματα εκτελεσμένων κυρίως γυναικών που χρησιμοποίησε για τις έρευνές του. Ειδικότητά του ο γυναικείος έμμηνος κύκλος. Έπαιρνε από τα πτώματα ιστούς τους οποίους στη συνέχεια έκαιγε και απομάκρυνε τη στάχτη. «Ο Στίβε», είπε ο επικεφαλής του Μνημείου Γερμανικής Αντίστασης, Γιοχάνες Τούχελ, «υπηρέτησε την εθνικοσοσιαλιστική παράνομη δικαιοσύνη» και περιέγραψε την ιδιαίτερη σκληρότητα του Χίτλερ απέναντι στους αντιστασιακούς.

Ο Καρλ Μαξ Εϊνχόπλ, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Σαριτέ, υπογράμμισε ότι ο Στίβε ήταν θύτης υπό διπλή έννοια. «Προσπάθησε αφενός να κάνει πειράματα επάνω σε πτώματα απομακρύνοντας τα υπολείμματά τους και αφετέρου χωρίς να μάθουν οι δικοί τους πότε το έκανε και πού. «Είναι σαφές ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν αντιστασιακοί, στους οποίους οφείλουμε τιμή και επιστροφή της αξιοπρέπειάς τους».

Μεταξύ εκείνων των αντιστασιακών ήταν και η Έρικα φον Μπρόκντορφ.  Το δικαστήριο του τρίτου Ράιχ είχε καταδικάσει την Έρικα, νέα μητέρα, σε καταναγκαστικά έργα για 10 χρόνια. Αλλά ο Χίτλερ ήθελε την θανατική ποινή και το δικαστήριο την μετέτρεψε στην εσχάτη των ποινών. «Το βράδυ της 13ης Μαΐου, ανάμεσα στις 19.00 και 19.36 κάθε 3 λεπτά γίνονταν από μια εκτέλεση, συνολικά 13 εκτελέσεις. Στις 20.00 τα πτώματα βρίσκονταν ήδη στο ανατομείο του Στίβε». Τίποτα δεν έμεινε για την μοναχοκόρη της Σάσκια, 81 ετών σήμερα, ούτε ένα ίχνος από τη μητέρα της.

Μέχρι χθες. Μετά από πάνω από επτά δεκαετίες τα ανθρώπινα υπολείμματα της Έρικας ενταφιάστηκαν στο δημοτικό νεκροταφείο Ντοροτέεν, στην καρδιά του ανατολικού Βερολίνου.

Στην οικουμενική τελετή στην εκκλησία του νεκροταφείου ο καθολικός ιερέας Λουτς Νεκ και ο ραβίνος Αντρέα Ναχάμα έψαλαν στα γερμανικά και τα εβραϊκά. Συγγενείς και επισκέπτες έριξαν μια χούφτα χώμα στην λακκούβα, όπου ήταν η τεφροδόχος. Αργότερα  θα την σκεπάσει μια πλάκα από γρανίτη. Η τελευταία κατοικία εκατοντάδων ανθρώπων. «Πρέπει να αντιληφτείτε ότι αυτά τα μικροσωματίδια δεν μπορεί να ήταν η μητέρα μου. Η μητέρα μου έμοιαζε αλλιώς» προσπαθεί να βρει τα κατάλληλα λόγια η Σάσκια. «Αλλά είμαι χαρούμενη που υπάρχει αυτός ο τόπος». Γιατί έπρεπε να συνεχίσει να πηγαίνει στο Πλάτενζεε, τόπο φρίκης, όπως λέει.

Δίπλα στον τάφο η Έρικα θύμισε ότι από το δωμάτιο της σοφίτας που έμενε η μητέρα της βρίσκονταν ο ασύρματος επικοινωνίας των αντιστασιακών, μέχρις ότου κάποιος πρόδωσε το μέρος. «Η εξιστόρηση μαρτύρων της εποχής είναι σήμερα το καθήκον μου» λέει η Έρικα, που συναντά πολύ συχνά νέους ανθρώπους. Διηγείται ότι μια ψηφίδα από πέτρα γράφει το όνομα της μητέρας της και ένας χώρος στο σιδηροδρομικό κόμβο Südkreuz έχει πάρει το όνομα Έρικα φον Μπρόκντορφ. «Αλλά εδώ σε αυτό το νεκροταφείο ο χώρος είναι όμορφος». Επιτέλους, έχει έναν τόπο για να κλάψει…

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Deutsche Welle