Την Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020 ο οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος έλαβε στην έδρα του, στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης, μια επίσημη επιστολή από τον πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας, Ζόραν Ζάεφ, με την οποία τον προέτρεπε να παραχωρήσει στην Ορθόδοξη Εκκλησία της χώρας του την αυτοκεφαλία ή εκκλησιαστική ανεξαρτησία, και να τερματίσει έτσι την παλιά της διαμάχη με τη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία. Παράμοια επιστολή απέστειλε στον Πατριάρχη Βαρθολομαίο και ο Πρόεδρος της Βόρειας Μακεδονίας, Στέβο Πενταρόβσκι, ζητώντας του το ίδιο.

Ads

Αυτές οι επιστολές αποτελούν τη συνέχεια των προσπαθειών του Ζάεφ ώστε να κλείσει αυτό το ευαίσθητο εκκλησιαστικό ζήτημα και να “κανονικοποιήσει” τη χώρα του και την εκκλησία της, η οποία για την ώρα θεωρείται “σχισματική”. Οι επιστολές ανέφεραν πως οι Ορθόδοξοι στη Βόρεια Μακεδονία αξίζουν την ανεξαρτησία της Εκκλησίας τους, αφού την ονειρεύονται επί έναν αιώνα, και αναμένουν να αναγνωριστεί το αυτοκέφαλο καθεστώς της «με την ευλογία και γραπτή απόφαση» του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης. «Απαιτούμε να είμαστε ελεύθεροι εκκλησιαστικά στα σύνορα της χώρας μας και για τους ιεράρχες μας να ιερουργούν παράλληλα με τους ιεράρχες όλων των Ορθόδοξων εκκλησιών στον κόσμο», ζήτησε ο Ζάεφ από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
 
Ουκρανία – Βόρεια Μακεδονία – Μαυροβούνιο: παρόμοιες εκκλησιαστικές διαμάχες

Τόσο ο Ζάεφ, όσο και η λεγόμενη “μακεδονική” Εκκλησία, είχαν αποστείλει και το 2018 επιστολές με το ίδιο αίτημα στον πατριάρχη Βαρθολομαίο, τον παγκόσμιο πνευματικό ηγέτη του Ορθόδοξου Χριστιανισμού. Είχαν ενθαρρυνθεί τότε από την απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη να προχωρήσει στην αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, σε αντίθεση με τις επιθυμίες της Ρωσικής Εκκλησίας και της πολιτικής ηγεσίας της Ρωσίας, ακόμη και του ίδιου του “τσάρου” Πούτιν.

Ωστόσο ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος είχε τότε απορρίψει έμμεσα τον αίτημα της Βόρειας Μακεδονίας, να αναγνωριστεί η αυτοκεφαλία της ως “Αρχιεπισκοπή Αχρίδας”, επιμένοντας πως οι καταστάσεις στη Βόρεια Μακεδονία και την Ουκρανία ήταν διαφορετικές. Συμβούλευσε μάλιστα την λεγόμενη “μακεδονική” Εκκλησία να αναζητήσει λύση στα προβλήματά της σχετικά με το εκκλησιαστικό καθεστώς της μέσω καινούργιων συνομιλιών με την Εκκλησία της Σερβίας. Ωστόσο οι συνομιλίες αυτές δεν καρποφόρησαν.
Στο μεταξύ η Σέρβικη Ορθόδοξη Εκκλησία ενεπλάκη σε ένα καινούργιο “εκκλησιαστικό πόλεμο” στο Μαυροβούνιο, αυτή τη φορά με την κυβέρνηση του Τζουκάνοβιτς, η οποία επιθυμούσε να ιδρύσει μια αυτοκέφαλη, και μακριά από τον έλεγχο του Βελιγραδίου, “Ορθόδοξη Εκκλησία του Μαυροβουνίου”. Έτσι η διαμάχη με την “σχισματική” εκκλησία της Βόρειας Μακεδονίας δεν ήταν πλέον προτεραιότητα για το Βελιγράδι.
 
Η ταραχώδη ιστορική περιπέτεια της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας

Ads

Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία απέκτησε την αυτοκεφαλία της το 1219 και στη συνέχεια εξελίχθηκε σε πατριαρχείο, έχοντας ισχυρή θέση ανάμεσα στις Ορθόδοξες Εκκλησίες στον κόσμο. Ωστόσο η Αρχιεπισκοπή Αχρίδας, η οποία ιδρύθηκε το 971 από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή, είναι παλαιότερη και είχε αρχικά υπό τη δικαιοδοσία της τη Βουλγαρία, τη βόρεια Μακεδονία και τμήμα της Αλβανίας. Το 1018, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ την καθιστά αυτοκέφαλη. Οι προκαθήμενοι της ήταν σχεδόν όλοι βυζαντινοί. Με την ίδρυση της Σερβικής εκκλησίας (13ος αιώνας) και την ανασύσταση της Βουλγαρικής Εκκλησίας, η Αρχιεπισκοπή Αχρίδας είδε τη δικαιοδοσία της να περιορίζεται σημαντικά. Συνέχισε ωστόσο να υπάρχει και μετά την οθωμανική κατάκτηση και τελικά καταργήθηκε το 1767.

Όταν το 1870 δημιουργήθηκε η βουλγαρική Εξαρχία, τοποθετήθηκαν στην επισκοπή Αχρίδας Βούλγαροι μητροπολίτες. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) όμως, και την προσάρτηση της Βόρειας Μακεδονίας στη Σερβία, τοποθετήθηκαν εκεί Σέρβοι μητροπολίτες και αυτές οι εκκλησιαστικές επαρχίες περιήλθαν στη δικαιοδοσία της Σερβικής Εκκλησίας. Έτσι, προέκυψε το παράδοξο φαινόμενο η σερβική “μητέρα” εκκλησία να είναι, τουλάχιστον για δύο αιώνες, νεότερη από τη “θυγατρική” της πλέον Αρχιεπισκοπή Αχρίδας.

Κατά τη διάρκεια του Β’ Π. Πολέμου και τη βουλγαρική κατοχή της περιοχής οι Σέρβοι ιεράρχες αντικαταστάθηκαν με Βούλγαρους. Μετά τον πόλεμο η νέα γιουγκοσλαβική ηγεσία του Τίτο δεν επέτρεψε στους Σέρβους μητροπολίτες να επιστρέψουν στις θέσεις που κατείχαν προηγουμένως. Ταυτόχρονα στους κόλπους του εθνικά προσανατολισμένου κλήρου της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, η οποία αναβαθμίστηκε σε μία από τις έξι σοσιαλιστικές δημοκρατίας που αποτελούσαν την Γιουγκοσλαβία (SFRJ), και ήταν απογοητευμένος από τη σερβική και βουλγάρική εκκλησιαστική διοίκηση, άρχισε να ωριμάζει η ιδέα της εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας, επιθυμώντας οι λειτουργίες να γίνονται πλέον στη σλαβομακεδονική γλώσσα. Τον Οκτώβριο του 1958 η κληρικολαϊκή συνέλευση στα Σκόπια αποφάσισε την ανανέωση της παλαιάς Αρχιεπισκοπής Αχρίδας, εκλέγοντας μητροπολίτη και επισκόπους και ψηφίζοντας το καταστατικό της λεγόμενης “μακεδονικής” Εκκλησίας. Η Σερβική Εκκλησία χαρακτήρισε την όλη κίνηση ως μη κανονική, αλλά δεν αμφισβήτησε ευθέως την αυτονομία της, αν και συνέχισε να τη θεωρεί ως τμήμα της ενιαίας Σερβικής Εκκλησίας. 

Το 1967,  κατά την επέτειο των 200 ετών από την κατάργηση της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας από τους Τούρκους (1767), έχοντας την υποστήριξη της κεντρικής ηγεσίας της Γιουγκοσλαβίας, ανακηρύχθηκε το αυτοκέφαλο της “μακεδονικής” Εκκλησίας. Η λογική πίσω από αυτή την κίνηση ήταν ότι στα Βαλκάνια, παράλληλα με την δημιουργία των ανεξάρτητων εθνικών κρατών, καθιερώθηκε η αρχή το κλίμα της εκκλησιαστικής οργάνωσης να συμπίπτει με τα κρατικά όρια. Ωστόσο η Σερβική Εκκλησία, αν και αναγνώριζε την αυτονομία της εν λόγω εκκλησίας, εντούτοις συνέχισε να τη θεωρεί τμήμα της, αρνούμενη να επικυρώσει την εκκλησιαστική της ανεξαρτησία. Στη συνέχεια το Βελιγράδι κήρυξε “σχισματική” την ηγεσία της “μακεδονικής” εκκλησίας, αλλά όχι όμως τους πιστούς της, τους οποίους και συνέχισε να διεκδικεί εκκλησιαστικά.
 
Η εκκλησιαστική διαμάχη Σκοπίων-Βελιγραδίου και ο ρυθμιστικός ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Έτσι το αυτοκέφαλο της ορθόδοξης Εκκλησίας της Βόρειας Μακεδονίας δεν αναγνωρίστηκε, ως σήμερα, από καμία άλλη ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ εξακολουθεί να υπάρχει έντονη εκκλησιαστική διαμάχη μεταξύ Σκοπίων και Βελιγραδίου γι’ αυτό το ζήτημα. Η Σερβική Εκκλησία επιμένει ότι η “μακεδονική” Εκκλησία μπορεί να αποκτήσει μόνο ένα είδος αυτόνομης κατάστασης εντός της Σερβικής Εκκλησίας, όμως η εκκλησιαστική και πολιτική ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας επιμένουν στην αναγνώριση της εκκλησιαστικής τους ανεξαρτησίας και της επανίδρυσης της ιστορικής Αρχιεπισκοπής Αχρίδας. Οι τελευταίες δεκαετίες έχουν δει πολλές αποτυχημένες προσπάθειες επίλυσης της διαφοράς, αλλά μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών και την αναγνώριση της εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας της Ουκρανίας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, η εκκλησιαστική και πολιτική ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας αναθάρρησε και ελπίζει πως αυτή τη φορά έχει περισσότερες πιθανότητες να επιτύχει τους στόχους της.
Οι ειδικοί επί του συγκεκριμένου θέματος στη Βόρεια Μακεδονία υποστηρίζουν πως οι τελευταίες επιστολές που έστειλε η πολιτική ηγεσία της χώρας αποκαλύπτουν περισσότερα για τον τρόπο που ελπίζουν ότι η διαφορά θα μπορούσε τώρα να επιλυθεί. Και οι δύο επιστολές υπενθυμίζουν στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο την κανονικότητα του δικαιώματος ακρόασης των προσφυγών και της επίλυσης μακροχρόνιων διαφορών μεταξύ των Εκκλησιών. Ένας καθηγητής Θεολογίας στο πανεπιστήμιο των Σκοπίων δήλωσε ότι οι κανόνες από το Τέταρτο Συμβούλιο της Εκκλησίας «προσδιορίζουν τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης ως την απόλυτη αρχή όταν πρόκειται για διαφορές μεταξύ τοπικών εκκλησιών».
 
Σέρβικες αντιδράσεις και η ¨ανοικτή πληγή” της Εκκλησίας του Μαυροβουνίου

Από την πλευρά τους οι Σέρβοι πολιτικοί επέκριναν τις επιστολές που έστειλαν οι ηγέτες της Βόρειας Μακεδονίας στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Ο υπουργός Εξωτερικών της Σερβίας Ίβιτσα Ντάτσιτς προειδοποίησε τη Βόρεια Μακεδονία να μην επιδιώξει «συντομεύσεις» για την επίλυση του ευαίσθητου ζητήματος και να σεβαστεί τους γνωστούς κανόνες της Εκκλησίας. «Θέλουμε να επιτύχουμε μια συμφωνία, αλλά σίγουρα πρέπει να σεβόμαστε τους κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και περιμένουμε επίσης ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα είναι στην ίδια πλευρά, όπως ήταν όταν έκανε εκκλήσεις κατά του σχηματισμού της λεγόμενης Ορθόδοξης Εκκλησίας του Μαυροβουνίου», είπε, αναφέροντας παρόμοιες απαιτήσεις για αυτοκεφαλία στο Μαυροβούνιο.

Πρέπει να σημειωθεί επίσης πως το 2018 η Σερβική Εκκλησία κράτησε πολύ επιφυλακτική στάση απέναντι στην αναγνώριση της εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας της Ουκρανίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όχι τόσο επειδή ενόχλησε τη Ρωσική “μητέρα” Εκκλησία, όσο επειδή ανησυχούσε πως θα μπορούσε να συμβεί κάτι παρόμοιο και στις περιπτώσεις που την αφορούν άμεσα (Βόρεια Μακεδονία και Μαυροβούνιο).

Η Σερβική Εκκλησία αντιτίθεται κατηγορηματικά στη χορήγηση τέτοιου καθεστώτος είτε στην Εκκλησία στο Μαυροβούνιο είτε στη Βόρεια Μακεδονία. Η διαφορά, ωστόσο, είναι ότι η Σερβική Εκκλησία διαθέτει μεγάλο έλεγχο επί του πεδίου στο Μαυροβούνιο, όπου την υποστηρίζει η πλειονότητα των ορθόδοξων πιστών. Αντίθετα στη Βόρεια Μακεδονία η Σέρβικη Εκκλησία δεν έχει μεγάλη επιρροή στους πιστούς, οι οποίοι υποστηρίζουν πλειοψηφικά την δική τους εκκλησία και επιθυμούν την ανεξαρτησία της, κάτι που απολαμβάνει και την απόλυτη υποστήριξη του πολιτικού κατεστημένου της χώρας.