Μόλις λίγα 24ωρα μετά τη διεξαγωγή του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών της Ουκρανίας, στις 21 Απρίλη, και τον θρίαμβο του κωμικού σόουμαν, Βλαντίμιρ Ζελένσκι, έναντι του απερχόμενου προέδρου, Πιότρ Ποροσένκο, το ουκρανικό κοινοβούλιο υπερψήφισε νομοσχέδιο, σύμφωνα με το οποίο, η ουκρανική καθίσταται η μοναδική κρατική γλώσσα της χώρας, περιορίζοντας σημαντικά, καταρχήν τα ρωσικά, αλλά και άλλες μειονοτικές γλώσσες, όπως τα ουγγρικά και τα ταταρικά.

Ads

Μάλιστα, όπως σημειώνει σχετικό αφιέρωμα της Le Monde diplomatique, ο νόμος  υποδηλώνει ότι η αναγνώριση της ρωσικής (ή κάθε άλλης μειονοτικής γλώσσας) ως επίσημης γλώσσας – μαζί με τα ουκρανικά φυσικά – θα ισοδυναμούσε… με «ανατροπή της συνταγματικής τάξης».

Πρόκειται για το τρίτο, κατά σειρά, «πογκρόμ» εναντίον της ρωσικής γλώσσας εκ μέρους του Κιέβου, παρά το γεγονός ότι επισήμως, τα ρωσικά είναι η βασική γλώσσα επικοινωνίας άνω του 17% του ουκρανικού πληθυσμού, ενώ, ανεπίσημα, το ποσοστό αυτό είναι υπέρ πολλαπλάσιο. 

Ωστόσο, ο πρώην πρόεδρος της Ουκρανίας Ποροσένκο δεν το βλέπει καθόλου έτσι. Αντίθετα, όπως το έθεσε τον περασμένο Μάρτιο: «Τώρα είμαστε απελευθερωμένοι από την πολιτιστική κατοχή, η οποία δεν είναι λιγότερο επικίνδυνη από την εδαφική κατοχή».

Ads

Με τον όρο «κατοχή», ο Ποροσένκο εννοούσε την επίσημη εκδοχή του Κιέβου για τον εμφύλιο πόλεμο στο Ντονμπάς, την βιομηχανική περιοχή της Ανατολικής Ουκρανίας, ο οποίος μαίνεται από την Άνοιξη του 2014, μετά τα γεγονότα του Μαϊντάν και την έλευση στην εξουσία φιλοδυτικών πολιτικών δυνάμεων: Ότι πρόκειται για ρωσική «εισβολή» σε ουκρανικά εδάφη και ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για «απελευθερωτικό» πόλεμο.

‘Ομως, αυτήν την εθνικιστική εκδοχή της καταπάτησης των γλωσσικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων δεν την ασπάζονται, όχι μόνο οι ρωσόφωνοι Ουκρανοί, αλλά και φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία προσδοκά το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα στην Ουκρανία.

«Θολά» γλωσσικά εσωτερικά σύνορα

Η γλωσσική γεωγραφία στην Ουκρανία δεν είναι εντελώς οριοθετημένη, παρά το ότι οι δύο κυρίαρχες γλωσσικές κοινότητες εντοπίζονται χοντρικά στη Δύση (ουκρανόφωνοι) και στην Ανατολή (ρωσόφωνοι).

Στο Λβοβ, για παράδειγμα, κοντά στα σύνορα με την Πολωνία, το 95% μιλούν ουκρανικά, ενώ στο Χάρκοβο, στα ανατολικά, τα ρωσικά είναι η γλώσσα του 81% του πληθυσμού.

Αλλά τα πράγματα μπερδεύονται από το ότι μια σημαντική πλειοψηφία Ουκρανών πολιτών αλλάζει γλώσσες ανάλογα με την κατάσταση. Περίπου το 70% δηλώνει ότι η ουκρανική γλώσσα είναι η μητρική του (14% το αντίστοιχο για τη ρωσική γλώσσα), αλλά μόνο το 40% λέει ότι χρησιμοποιεί τα ουκρανικά στη δουλειά.

Σε έρευνες που προσφέρουν την επιλογή «δίγλωσσος/η», το 17% λέει ότι μιλούσε πάντα και τις δύο γλώσσες, ενώ, μια μελέτη του Διεθνούς Ινστιτούτου Κοινωνιολογίας του Κιέβου το 2003 διαπίστωσε ότι το 12% δήλωνε ότι μιλούσαν «Surzhyk», μια διάλεκτο που προέκυψε από ανάμιξη ρωσικών και ουκρανικών.

Τρεις… και ένας νόμοι

Το 2012 ένας νόμος κατέστησε τα ουκρανικά ως τη μόνη επίσημη κρατική γλώσσα, όπως ορίζεται στο μετασοβιετικό Σύνταγμα του 1996, αλλά αναγνώρισε ειδικό καθεστώς για τα ρωσικά.

Μετά το Μαϊντάν, η κατάσταση για τα ρωσικά επιδεινώθηκε ραγδαία. Η δυναμική εμφάνιση εθνικιστικών έως και νεοναζιστικών πολιτικών δυνάμεων που κατάφεραν να δώσουν τον τόνο στα γεγονότα οδήγησε σε μια έντονη αντιρωσική ρητορική. Όταν ξεκίνησε ο εμφύλιος στο Ντονμπάς, ο περιορισμός της χρήσης της ρωσικής γλώσσας αναδείχθηκε σε «πράξη αντίστασης ενάντια στον επιτιθέμενο», όπως το θέτει η Le Monde diplomatique. Τέσσερις νόμοι – εκ των οποίων οι τρεις αμιγώς γλωσσικοί – αποτελούν παραδείγματα αυτής της νέας στάσης.

Ο πρώτος πέρασε την Άνοιξη του 2015. Ουσιαστικά ήταν ένα νομοθετικό «πακέτο» για την «απο-κομμουνιστικοποίηση» και «απο-σοβιετοποίηση» της Ουκρανίας. Μεταξύ άλλων έγιναν ποινικά αδικήματα η χρήση κομμουνιστικών και σοβιετικών συμβόλων – με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να συμμετάσχει σε εκλογική διαδικασία το ουκρανικό Κομμουνιστικό Κόμμα – ενώ, ταυτόχρονα, αναγνωρίστηκαν οι ουκρανικές εθνικιστικές οργανώσεις που είχαν συνεργαστεί με τους ναζί στην κατοχή και τα επιζώντα μέλη τους πήραν συντάξεις. Αυτό το νομοθετικό πλαίσιο ενέτεινε την αντιπαράθεση και με τον ρωσόφωνο πληθυσμό.

Τον Μάιο του 2017 ψηφίστηκε νόμος ο οποίος επιβάλλει το 75% των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών να είναι στα ουκρανικά. Για τα κανάλια πανεθνικής εμβέλειας αυτό το ποσοστό αγγίζει πλέον το 90%.

Η ουκρανόφωνη βραδινή τηλεοπτική ζώνη αυξήθηκε από το 39% στο 64% κατά τη διάρκεια του 2018.

Κάποια περιφερειακά κανάλια αναγκάστηκαν να γίνουν δίγλωσσα για να μην υποστούν συνέπειες.

Μάλιστα, δίγλωσσες έχουν γίνει και εκπομπές. ‘Ετσι, οι δύο παρουσιαστές μιας πολύ δημοφιλούς εκπομπής μιλούν από μία γλώσσα ο καθένας, ταυτόχρονα.

Ο τρίτος νόμος που επικεντρώνεται στην εκπαίδευση, εισήχθη τον Σεπτέμβριο του 2017. Στόχος του είναι να επιβάλει τα ουκρανικά σε όλα τα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μέχρι το 2020, συμπεριλαμβανομένων των εκατοντάδων σχολικών μονάδων όπου η διδασκαλία διενεργείται σήμερα στα ρωσικά ή σε μια μειονοτική γλώσσα. Εξαιρούνται μόνο οι επίσημες γλώσσες της ΕΕ (πολωνική, ουγγρική και ρουμανική) και εκείνες των αυτόχθονων λαών (Τάταροι της Κριμαίας, Γκαγκαούζοι και Ρομά), αλλά μόνο για τη διδασκαλία περιορισμένου αριθμού θεμάτων.

Το ρωσικό θα επιτρέπονται μόνο στα μαθήματα γλώσσας και λογοτεχνίας και έχουν αφαιρεθεί ως επιλογή από το πρόγραμμα διδασκαλίας του τελευταίου διδακτικού έτους.

Αυτός ο νόμος προκάλεσε την αντίδραση της Επιτροπής της Βενετίας, του συμβουλευτικού οργάνου στο Συμβούλιο της Ευρώπης, η οποία, μεταξύ άλλων, ασχολείται με την προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Η Επιτροπή εξέφρασε την ανησυχία της για το γεγονός ότι ο εν λόγω νόμος ενδέχεται να εισάγει διακρίσεις, ιδίως για τον ρωσόφωνο πληθυσμό.

Ο τέταρτος νόμος είναι αυτός του περασμένου Απρίλη. Κλιμακώνει την γλωσσική επίθεση στο ρωσόφωνο πληθυσμό, περιλαμβάνοντας ένα νέο αδίκημα, αυτό της «ασέβειας στην ουκρανική γλώσσα». Μάλιστα, συστήνει και μια ειδική μονάδα επιθεωρητών που θα ανακαλύπτει και θα τιμωρεί κρατικούς υπαλλήλους που χρησιμοποιούν οποιαδήποτε άλλη γλώσσα πλην των ουκρανικών, στην υπηρεσία τους.

Αυτός ο νόμος δεν έχει τεθεί ακόμη σε ισχύ λόγω των προεδρικών εκλογών, παρά την πρόθεση του Ποροσένκο να τον υπογράψει, ως την τελευταία υπογραφή του ως προέδρου. Η αποτυχία του εθνικιστικού προεκλογικού συνθήματός του «Στρατός – Γλώσσα – Πίστη» ανέκοψε την «φόρα» του, αφού δεν μπόρεσε να καλύψει την εκτεταμένη διαφθορά και τον ατελείωτο πόλεμο στα ανατολικά, ο οποίος έχει στοιχίσει τη ζωή σε τουλάχιστον 13.000 ανθρώπους.

Μια συνοπτική «προϊστορία»

Η δυναμική έλευση του τηλεοπτικού κωμικού, Βλαντίμιρ Ζελένσκι – ο οποίος έχει στενές σχέσεις με τον Ουκρανό ολιγάρχη και πολιτικό εχθρό του Ποροσένκο, Κολομόισκι – δεν είναι βέβαιο ότι θα μαλακώσει την πολιτική του Ποροσένκο για ταχεία μετάβαση στην υποχρεωτική χρήση της ουκρανικής γλώσσας, παρά το γεγονός ότι ο – κυρίως ρωσόφωνος – νέος πρόεδρος ενσαρκώνει την πολυπλοκότητα της γλωσσικής κληρονομιάς της Ουκρανίας: Ξεκινά συνεντεύξεις στα ουκρανικά και μετά «γλιστρά» στα ρωσικά.

Αυτό οφείλεται στην μακραίωνη, στενή σχέση αυτών των αδελφών λαών, η οποία όμως δοκιμάστηκε από την τσαρική επεκτατικότητα, η οποία προχώρησε σε μια διαδικασία «ρωσοποίησης».

Η Επανάσταση του Οχτώβρη που διάλυσε την τσαρική αυτοκρατορία έδωσε για πρώτη φορά γλωσσικά, πολιτισμικά και εθνικά δικαιώματα στους πολλούς λαούς της ΕΣΣΔ. Κατά τη 10ετία του ’20 εφαρμόστηκε για πρώτη φορά πολιτική κατά των διακρίσεων και υπέρ των δικαιωμάτων των μη ρωσόφωνων πληθυσμών.

Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, τα ρωσικά καθιερώθηκαν ως η lingua franca για της επικοινωνία στο εσωτερικό της, χωρίς να θιχτεί η διδασκαλία των άλλων γλωσσών εντός των Σοβιετικών Δημοκρατιών.

Σύμφωνα με την Le Monde diplomatique, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν άρχισαν να αναπτύσσονται αποκλίνουσες εθνικιστικές φιλοδοξίες, διαμορφώθηκαν δύο αντιθετικά «στρατόπεδα» στην Ουκρανία: Ένα φιλο-ευρωπαϊκό και, ταυτόχρονα, εθνικιστικό, που ήθελε μια «αναγέννηση» της ουκρανικής γλώσσας, θεωρώντας ότι υποτιμάται ως«χωριάτικη» από την πνευματική ελίτ και εκείνο που απαιτούσε ένα επίσημα δίγλωσσο κράτος.

Μέχρι και το Μαϊντάν, η επίσημη κρατική πολιτική της Ουκρανίας στο γλωσσικό ζήτημα προέτασσε μεν τα ουκρανικά, αλλά προέβλεπε ένα ειδικό καθεστώς προστασίας για τα ρωσικά.

Αυτό το καθεστώς διατηρήθηκε ακόμη και μετά την «πορτοκαλί επανάσταση» του 2004, όπου ανέδειξε στην εξουσία τους επίσης φιλοδυτικούς, Βίκτωρ Γιούστσενκο και Γιούλια Τιμοσένκο, οι οποίοι ήταν και οι πρώτοι που προχώρησαν σε εύρειας «απο-σοβιετοποίηση» της χώρας, καταστρέφοντας πολλά αγάλματα του Λένιν και αλλάζοντας ονομασίες δρόμων.

Στα χρόνια που ακολούθησαν οι υπερασπιστές των γλωσσικών δικαιωμάτων απαίτησαν να αναγνωριστεί το ουκρανικό κράτος ως δίγλωσσο.

Ο πρόεδρος Βίκτορ Γιανουκόβιτς – ο οποίος ανατράπηκε από το Μαϊντάν – επιδίωξε συμβιβασμό, με τη χορήγηση παράλληλου καθεστώτος επίσημης γλώσσας στα ρωσικά σε περιοχές που ήταν τουλάχιστον 10% ρωσόφωνες.

Ο συμβιβασμός αυτός έληξε το 2014 με το Μαϊντάν, την ανατροπή του Γιανουκόβιτς και την ανάκληση, από το κοινοβούλιο, του καθεστώτος επίσημης γλώσσας από τα ρωσικά, το οποίο αποτέλεσε και το «φυτίλι» για το ξέσπασμα του πολέμου στο Ντονμπάς. 

Σήμερα

Ωστόσο, τα ρωσικά αντέχουν εντυπωσιακά. Παρά το νομοθετικό μπαράζ, σχεδόν το 60% των ημερήσιων εφημερίδων εξακολουθεί είναι στα ρωσικά.

Η ρωσική μουσική και τηλεόραση παραμένουν δημοφιλή, ιδίως μεταξύ των νέων. Οι επτά από τις 10 τηλεοπτικές σειρές που αναζητούνται συχνότερα στο Google στην Ουκρανία είναι ρωσικής παραγωγής, με τρεις ρωσικές αστυνομικές σειρές στην κορυφή της λίστας.

Τα βιβλία στα ρωσικά καταγράφουν τρεις φορές καλύτερες πωλήσεις από αυτά στην ουκρανική, παρά την απαγόρευση του 2015 σε κάποια ρωσικά βιβλία που κρίνονται ως «αντι-ουκρανικά». Είναι χαρακτηριστικό της αντιρωσικής υστερίας, ότι στα 150 απαγορευμένα βιβλία βρίσκονται και παιδικά παραμύθια από την σοβιετική εποχή.

Παρόλο που η ρωσική μηχανή αναζήτησης Yandex και το κοινωνικό δίκτυο VK απαγορεύονται, η ρωσική κυριαρχεί στο διαδίκτυο. Όταν το ενδιαφέρον για τον διαγωνισμό τραγουδιού Eurovision του 2019 ήταν στο αποκορύφωμά του, υπήρχαν διπλάσιες αναζητήσεις στα ρωσικά από ό,τι στα ουκρανικά

Σε μια προεκλογική του συνέντευξη σε ευρωπαϊκά δίκτυα τον περασμένο Μάρτη, ο Ζελένσκι προσπάθησε να πατήσει σε δύο βάρκες λέγοντας ότι «η ουκρανική είναι η κρατική γλώσσα, αλλά δεν πρέπει να ασκεί πίεση στα ρωσικά ή τις άλλες γλώσσες που μιλιούνται στην Ουκρανία».

Είναι πιθανό, εκτιμά η Le Monde diplomatique, ότι θα προσπαθήσει να μετριάσει τη διπλωματική κρίση που προκάλεσε ο νόμος για την εκπαίδευση. Μετά την ψήφισή του, 37 ευρωβουλευτές από την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Σλοβακία και τη Βουλγαρία έστειλαν μια ανοικτή επιστολή διαμαρτυρίας στον Ποροσένκο και έκτοτε η Ουγγαρία άσκησε τρεις φορές βέτο για μια σύνοδο κορυφής ΝΑΤΟ-Ουκρανίας, επειδή πιστεύει ότι ο νόμος επιβάλει διακρίσεις στην ουγγρική μειονότητα.

Μια τέτοια έντονη αντίδραση, παρά τον μικρό αριθμό σχολείων που εμπλέκονται – μόλις 6 σε ό,τι αφορά στους ουγγαρόφωνους πληθυσμούς της Ουκρανίας – εξέπληξε τους Ουκρανούς, ειδικά καθώς η Ρωσία παρέμεινε σιωπηλή, παρά το ότι οι ρωσόφωνοι της Ουκρανίας είναι εκατομμύρια.

Ο Πόροσνκοκο τελικά υποχώρησε στη διεθνή πίεση και ανέβαλε την εφαρμογή του νόμου μέχρι το 2023, μια καθυστέρηση που μπορεί να παραταθεί κι άλλο.

Ο Ζελένσκι πάντως, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των κομμάτων του κοινοβουλίου, μοιράζονται τον κοινό στόχο για σταδιακή εξαφάνιση της ρωσικής γλώσσας από τη δημόσια σφαίρα υπέρ της ουκρανικής. Οι διαφορές αφορούν μόνο στην ταχύτητα. «Το εκπαιδευτικό μας σύστημα λειτουργεί σήμερα με τέτοιο τρόπο ώστε οι μελλοντικές γενιές να μιλούν Ουκρανικά», δήλωσε ο Ζελένσκι στους δημοσιογράφους τον Μάρτιο. Και εμφανίστηκε ικανοποιημένος για το γεγονός ότι τα δικά του, ουκρανόφωνα παιδιά, έπρεπε τώρα να προσπαθήσουν να μεταφράσουν αν ήθελαν να μιλούν ρωσικά μαζί του.

Ωστόσο, εκτός της κρατικής επιθετικότητας, ο ουκρανικός ρωσσόφωνος πληθυσμός αντιμετωπίζει ένα νέο πρόβλημα. Η ένωση της Κριμαίας με την Ρωσία και η μη συμμετοχή του Ντονμπάς στις εκλογές, μείωσε δραματικά την πολιτική εκπροσώπηση των ρωσώφωνων στο κοινοβούλιο.

Μόνο το Αντιπολιτευτικό Μπλοκ, ένα πρόσφατα σχηματισμένο πολιτικό κόμμα που διαδέχθηκε το Κόμμα των Περιφερειών του Γιανουκόβιτς, (που πλέον έχει διασπαστεί), υπερασπίζεται την πολυγλωσσική Ουκρανία. Αυτό το κόμμα έχει μόλις 38 έδρες από τις 450, σε σύγκριση με 78 από τις 478 στο προηγούμενο κοινοβούλιο.

Εάν εγκριθεί ο νέος νόμος περί κρατικής γλώσσας, θα τερματιστεί κάθε ελπίδα για την αποκατάσταση της πολυγλωσσίας, με την εξαφάνισή της, μέσω της καταπίεσης του ρωσόφωνου πληθυσμού, ο οποίος δεν θα έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί τη μητρική γλώσσα του στη δημόσια σφαίρα.

Επιπλέον, όπως αναφέρει η Le Monde diplomatique, όσο συνεχίζεται ο πόλεμος, η υπεράσπιση της ουκρανικής γλώσσας είναι ένας τρόπος δήλωσης του ουκρανικού εθνικισμού, ακόμη και για τους ρωσόφωνους Ουκρανούς. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ένας διάσημος μπλόγκερ, ο Αλεξάντρ Τοντορτσούκ, προς γενική κατάπληξη, έκανε τη μετάβαση από τα ρωσικά στα ουκρανικά πριν από τρία χρόνια. Και άλλα δημόσια πρόσωπα τον ακολούθησαν.

Ο τηλεοπτικός παρουσιαστής Πάβελ Καζάριν προκάλεσε αίσθηση τον Απρίλιο του 2017, λέγοντας: «Γεννήθηκα στην Κριμαία και η μητρική μου γλώσσα είναι τα ρωσικά, αλλά οι ρωσόφωνοι που θεωρούν δικαίωμά τους να μην μαθαίνουν την ουκρανική γλώσσα πάντα με ενοχλούσαν. Έτσι, θέτω την Πρόκληση Καζάριν: Να μάθω ουκρανικά σε τρεις μήνες».

Η έκβαση του πολέμου, αλλά και και η συνέπεια ή μη της «αντι-ολιγαρχικής» ρητορικής του Ζελένσκι, θα κρίνουν αν και πόσο θα συνεχιστεί αυτή η τάση.