Η φωτιά που κατέστρεψε τον Γκρένφελ Τάουερ και σκότωσε δεκάδες ανθρώπους που έμεναν στο κτίριο επιβεβαίωσε απλώς ένα συμπέρασμα που είχε εξαχθεί ήδη, εδώ και πολλά χρόνια: Το Λονδίνο έχει γίνει μια πόλη του κεφαλαίου, όχι των ανθρώπων. Και τα κτίριά του χτίζονται για να γίνονται χρηματοοικονομικές συναλλαγές κι όχι για να δημιουργούνται σπίτια. 

Ads

Οι υπουργοί που ήταν υπεύθυνοι για τις μεγάλες περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες τα τελευταία χρόνια αναγκάστηκαν να δώσουν δύσκολες συνεντεύξεις, προσπαθώντας να υπερασπιστούν τις πολιτικές τους, έχοντας απέναντί τους την τραγωδία του Γκρένφελ, την καταστροφή δηλαδή ενός δημόσιου συγκροτήματος εργατικών κατοικιών σε μια από τις πλούσιες περιοχές του Λονδίνου. 

Μια πόλη που λειτουργεί για τους πλούσιους 

Η καταστροφή κατέστησε σαφή τα τρομερά αποτελέσματα των ιδεολογικών δεσμεύσεων για την περικοπή δαπανών στις οικοδομικές εργασίες, ακόμη και στους πόρους που αφορούν στους κανονισμούς ασφαλείας, που συμπεριλαμβάνουν την πυροπροστατευτική επένδυση. Οι πολίτες αμφισβητούν τις πολιτικές και οικονομικές επιλογές που καταλήγουν σε χαμηλού κόστους επιλογές ασφαλείας. Υπάρχει η έντονη αίσθηση ότι οι φτωχοί έχουν λιγότερη σημασία σε μια πόλη που λειτουργεί για τους πλούσιους. 

Ads

Η μείωση των κονδυλίων στις τοπικές αρχές και δημόσιες υπηρεσίες και η γραφειοκρατία όσον αφορά τους κανονισμούς για την υγεία και την ασφάλεια, σε συνδυασμό με τις βαθιές κοινωνικές ανισότητες προκάλεσαν μια καταστροφή με σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις. Ο πύργος βρισκόταν στον βασιλικό δήμο του Κένσιγκτον και Τσέλσι, μια κοινοβουλευτική εκλογική περιφέρεια που στις γενικές εκλογές άλλαξε χέρια – από τους Συντηρητικούς στους Εργατικούς – για πρώτη φορά και για μόλις 20 ψήφους, κυρίως λόγω της βαθιάς ανησυχίας που υπάρχει για τη στέγαση. 

Οι τεράστιες κοινωνικές ανισότητες

Ο δήμος είχε επιλέξει να έχει πλεονάσματα στον προϋπολογισμό και να κάνει περικοπές στους φόρους και παράλληλα να βρει φτηνές λύσεις στη δημόσια στέγαση και την ασφάλεια. Οι ανισότητες στο Λονδίνο είναι πιο εμφανείς στην κοινωνική γεωγραφία των δυτικών ζωνών, όπου τα δημόσια κτίρια προσφέρουν οικονομικά προσιτή στέγαση σε εκείνους που έχουν καθόλου ή χαμηλά εισοδήματα. Όλα αυτά, ανάμεσα σε σπίτια που κοστίζουν εκατομμύρια και οι τιμές των οποίων φουσκώνουν με επενδυτικά κεφάλαια offshore εταιρειών και φυσικά απευθύνονται σε πλούσιους αγοραστές. 

Η κοινωνική καταστροφή που προήλθε από τη λιτότητα δημιούργησε ένα «μνημείο» των σκληρών πολιτικών επιλογών της περασμένης δεκαετίας. Οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι οι φτωχοί έμειναν στο περιθώριο και τελικά πήραν μια ωμή, σκληρή συμφωνία για την κοινωνική και φυσική τους προστασία. Ορισμένοι άρχισαν να νιώθουν ότι αυτή η καταστροφή είναι μέρος ενός σχεδίου για την απαλλαγή από συγκεκριμένες περιοχές των φτωχών ανθρώπων και των αντιαισθητικών κατοικιών που απευθύνονται στους πολίτες χαμηλού εισοδήματος. Η καταστροφή ήρθε σε μια καθοριστική στιγμή, με μια επισφαλή κυβέρνηση να αγωνίζεται να βρει μια συμμαχία για να κυβερνήσει κι ενώ οι εξαγγελίες της για ένα σκληρό Brexit άρχισαν να αποσυντίθενται. 

Σε ποιον ανήκει το Λονδίνο; 

Η διάθεση του Λονδίνου και του πληθυσμού της πόλης αλλάζει. Υπάρχει μια αίσθηση ότι στις μελλοντικές εκλογές θα έρθουν έντονες αλλαγές μετά την ψήφο των νέων και το σεβασμό που πλέον είναι έκδηλος για το Εργατικό Κόμμα του Τζέρεμι Κόρμπιν. Οι άνθρωποι ρωτούν ποιανού είναι το Λονδίνο και η απάντηση δεν μπορεί να είναι του κεφαλαίου. Η καταστροφή του Γκρένφελ οδήγησε σε δημόσιες κραυγές για επενδύσεις και ανακατασκευές υψηλής ποιότητας οικονομικά προσιτών κατοικιών και αναγνώρισης ότι η μείωση των δημόσιων δαπανών και η σκληρή μεταχείριση των φτωχών αστικών περιοχών είναι το πρόβλημα. Αυτό, κι όχι οι δημόσιες κατοικίες. 

Πολυτελή άδεια κτίρια

Οι περισσότερες σημερινές και μελλοντικές κατασκευές στο Λονδίνο δεν αφορούν δημόσιες κατοικίες. Περισσότερες από 400 μεγάλες κατασκευές βρίσκονται σε εξέλιξη ή έχουν λάβει άδεια οικοδόμησης. Σχεδόν κανένα σπίτι σε αυτά τα κτίρια δεν θα είναι οικονομικά προσιτό και πολύ λίγα από τα κτίρια αυτά είναι δημόσιες κατοικίες. Αναφορικά με τις τεράστιες ανισότητες του Λονδίνου και τα προβλήματα στέγασης για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, οι ιδιωτικοί πύργοι, αυτό που κάνουν, είναι να σηματοδοτούν τα κοινωνικά άκρα της πόλης και την ανικανότητα του κράτους και της αγοράς να βρουν λύσεις για τις κοινωνικές ανάγκες. 

Τέτοιου είδους κτίρια προορίζονται για την παγκόσμια ελίτ και μοιάζουν με ένα περιβάλλον ικανό να φιλοξενήσει απλώς χρήματα. Η κοινότητα που φαντάστηκαν οι αρχιτέκτονες και οι κτηματομεσίτες και που απεικονίστηκε στις διαφημιστικές πινακίδες και τα φυλλάδια είχαν στόχο την τάξη των πλούσιων και των επενδυτών. Το σχέδιο αυτό απέτυχε. Ένα μεγάλο μέρος της οικιστικής ανάπτυξης κατά μήκος του Τάμεση είναι μια παρωδία. Νεκροί χώροι και άδειες κατοικίες που η σημασία τους είναι τελικά η συνειδητοποίηση ότι αποτιμήθηκαν για την επίτευξη της μέγιστης ανταλλακτικής αξίας, αντί της οικιακής χρήσης. Το ερώτημα του ποιος επωφελείται από μια τέτοια εξέλιξη είναι ενοχλητικό για τους μάνατζερ και τους πολιτικούς. 

Η ανάδειξη του Λονδίνου ως πόλου έλξης για τους υπερ-πλούσιους δεν ήταν καθόλου καλή είδηση για τον ευρύτερο πληθυσμό της πόλης. Στις καλές εποχές υπήρξε μια επιθετική επέκταση του εξευρωπαϊσμού, εξώσεις ιδιωτών ενοικιαστών, κατεδαφίσεις δημόσιων κτημάτων, αλλαγές στην πολιτική κοινωνικής πρόνοιας και μετακινήσεις νοικοκυριών. Οι επενδύσεις και η καταστροφή μπορεί να σχετίζονται. Ο κοινωνικός φιλόσοφος Έρικ Φρομ θα μπορούσε να είναι ένας οδηγός μπροστά στα ερείπια που δημιουργούν οι επενδυτές. Υποστήριζε ότι ο πολιτισμός μας εστίαζε στα πράγματα κι όχι στους ανθρώπους, στην κατοχή κι όχι στην ύπαρξη. Σκεφτόταν ότι η ανθρώπινη επιθυμία για άψυχα πράγματα πρότεινε μια νεκροφιλική κουλτούρα, βασισμένη στην άρνηση του θανάτου και την αναζήτηση γυαλιστερών αντικειμένων. 

Κάπως έτσι, οι πολυτελείς ουρανοξύστες του Λονδίνου είναι το αποτέλεσμα μιας αστικής πολιτικής οικονομίας δεμένης στο άρμα του κεφαλαίου και τις ανεξέλεγκτες και παγκόσμιες στρατηγικές των πλουσίων. Τα ακίνητα παρουσιάζονται ως σημάδια προσωπικής προόδου ενώ παραμένουν εντελώς ή εν μέρει ακατοίκητα. Τα υλικά διαφήμισης και μάρκετινγκ δείχνουν άδειους εσωτερικούς χώρους με θέα στην πόλη. Έτσι οι υποψήφιοι αγοραστές είναι σε θέση να βλέπουν την παρουσία τους εκεί ως θριαμβευτές της πόλης, χωρίς να χρειάζεται να δουν την κοινωνική ζωή ή τις ενοχλητικές κοινωνικές διαφορές. 

Η διάβρωση της κοινωνικής ζωής της πόλης

Αυτοί οι χώροι όμως διαβρώνουν την κοινωνική ζωή της πόλης. Οι τεράστιες ανέσεις που δημιουργήθηκαν για το διεθνές κεφάλαιο ενθάρρυναν τη λογική της οικοδόμησης για τις ανάγκες των πλουσίων. Τέτοιες επενδύσεις καταστρέφουν τη νομιμότητα και τον ζωτικό ρόλο της δημόσιας στέγασης η οποία λογίστηκε ως ακριβή δημόσια δαπάνη. Η ευρύτερη κοινωνικότητα της πόλης εξατμίζεται κι όλα αυτά εποπτεύονται από ένα πολιτικό σύστημα που πίστευε ότι η πόλη έπρεπε να χαρακτηρίζεται από την παρουσία του πλούτου κι όχι από τη δημιουργία και την προσφορά. 

Ο εκτοπισμός των φτωχών 

Την ώρα λοιπόν που υπερπολυτελείς κατοικίες μένουν άδειες στις ακριβότερες και καλύτερες περιοχές της αγγλικής πρωτεύουσας, ένα σωρό νοικοκυριά περιμένουν στις λίστες στέγασης των τοπικών αρχών και μετακινούνται αναγκαστικά εκτός της γειτονιάς τους ή ακόμη κι έξω από την πόλη. Παράλληλα εκατοντάδες χιλιάδες περιμένουν στις λίστες για τις δημόσιες κατοικίες του Λονδίνου. Περπατώντας κατά μήκος του Τάμεση μπορεί, όμως, κανείς να δει τους πολυπληθείς νέους πύργους κατά μήκους του ποταμιού. Εξωτερικά λάμπουν αλλά τελικά αναδύουν το άρωμα διεφθαρμένων συμφωνιών και ενός συστήματος στέγασης που δεν συμβαδίζει με τις ανάγκες των απλών πολιτών. 

Ο δήμαρχος του Λονδίνου, Σαντίκ Καν, κινείται σε μια λίγο διαφορετική κατεύθυνση. Ξεκίνησε έρευνα για τον αριθμό των ακατοίκητων σπιτιών που αγόρασαν επενδυτές μέσω υπεράκτιων εταιρειών. Πρόσφατη μελέτη εντόπισε τις κατοικίες με ασυνήθιστα χαμηλή κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι περίπου 21.000 σπίτια είναι άδεια για μεγάλη χρονική περίοδο. Σύμφωνα δε, με την κυβερνητική στατιστική υπηρεσία περίπου το 5% των σπιτιών στο κεντρικό και δυτικό Λονδίνο είναι κενά. 

Πολλές ομάδες έχουν επίσης επισημάνει την εγκληματική και ανώνυμη αγορά χιλιάδων σπιτιών. Ο επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Εγκλήματος υποστήριξε ότι τα χρήματα που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες είναι αυτά που οδηγούν τις τιμές των ακινήτων στο Λονδίνο και ότι ποσά εκατοντάδων εκατομμυρίων λιρών που χρησιμοποιήθηκαν σε αγορές ακινήτων, υποβάλλονται σε ποινική έρευνα ως έσοδα από δωροδοκία. Τα στοιχεία αυτά είναι ένα μικρό μέρος του συνόλου. Σύμφωνα με την Διεθνή Διαφάνεια το 10% των ακινήτων του δήμου Κέσινγκτον και Τσέλι – όπου έλαβε χώρα η τραγωδία του Γκρένφελ – ανήκουν σε ιδιοκτήτες που δεν φαίνονται πουθενά μέσω μιας «δικαιοδοσίας απορρήτου», και συνδέονται με ένα κεφάλαιο 122 δισ. λιρών σε offshore εταιρεία. Πολλές τέτοιες περιπτώσεις δεν διώκονται από τις φορολογικές αρχές που στερούνται δημοσίων πόρων. 

Μία από τις χειρότερες αδικίες είναι ότι ενώ οι εργαζόμενοι – ακόμη και εκείνοι με αξιοσέβαστα εισοδήματα – αγωνίζονται να αποκτήσουν μια αξιοπρεπή στέγη, το Λονδίνο κατασκευάζει χιλιάδες διαμερίσματα για ανθρώπους που ποτέ δεν θα μπορέσουν να τα χρησιμοποιήσουν. Πόσο σαθρό είναι ένα σύστημα που δεν αμφισβητεί την κατασκευή ενός μπλοκ εκατοντάδων διαμερισμάτων, στο οποίο ένα στούντιο κοστίζει πάνω από 600.000 λίρες ενώ τα προσιτά σπίτια χαρακτηρίζονται κίνδυνος για τη βιωσιμότητα της αγοράς; 

Η δύναμη που έγινε Αχίλλειος πτέρνα

Η κριτική αυτή αυξάνεται τα τελευταία χρόνια. Τώρα πια όμως υπάρχει επίσης έντονος και αυξανόμενος θυμός ακόμη κι αν δεν υπάρχει ακόμη μια αποτελεσματική αντίσταση. Σήμερα το Λονδίνο αντιμετωπίζει και πάλι ένα αβέβαιο μέλλον. Με το Brexit να βρίσκεται σε εξέλιξη, οι κυβερνώντες προσπαθούν να κρατήσουν τη χήνα με τα χρυσά αυγά – δηλαδή τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα – κάνοντας πολύ λίγα για την εργατική τάξη. 

Οι αναλυτές αναρωτιούνται πόσοι τραπεζίτες ή ιδρύματα θα φύγουν μετά από το Brexit. Η πιθανή απάντηση είναι χιλιάδες. Ακόμη κι αν οι τράπεζες δεν είναι τόσο εύκολο να μετακινηθούν, οι υπηρεσίες τους είναι και μια μεγάλη ή μερική εκκένωση της αγγλικής πρωτεύουσας είναι πολύ πιθανή. Αυτό που ήταν η δύναμη της πόλης γίνεται τώρα η Αχίλλειος πτέρνα της. 

Το πολιτισμικό σοκ και η σύγκρουση του κεφαλαίου με την καθημερινή ζωή είναι τα χαρακτηριστικά μιας πόλης που δεν εξυπηρετεί τον ενεργό, εργαζόμενο πληθυσμό της. Μιας πόλης που γίνεται όλο και πιο μεγάλη, όλο και πιο λαμπερή, όλο και πιο άδεια. 

* Με πληροφορίες από το άρθρο «London, whose city?», του Rowland Atkinson, για την Le Monde Diplomatique. Ο Rowland Atkinson, είναι πρόεδρος της Inclusive Societies στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ και συγγραφέας των βιβλίων «Domestic Fortress: Fear and the New Home Front» (Εσωτερικό φρούριο: Ο φόβος και το νέο εσωτερικό μέτωπο) και «Building Better Societies: Promoting Social Justice in a World Falling Apart» (Χτίζοντας καλύτερες κοινωνίες: Προωθώντας την κοινωνική δικαιοσύνη σε έναν κόσμο που διαλύεται).