«Με τον Ιγκλέσιας ναι! Με τον Κασάδο, όχι!». Με το σύνθημα αυτό υποδέχθηκαν τον Πέδρο Σάντσεθ οι  υποστηρικτές του, το βράδυ των εκλογών στην Ισπανία, των τέταρτων μέσα σε τέσσερα χρόνια, ζητώντας του να συνεργαστεί για τον σχηματισμό κυβέρνησης με το αριστερό κόμμα των Podemos και όχι με το δεξιό «Λαϊκό Κόμμα».

Ads

«Φωνή λαού» και η απαίτηση των οπαδών του Σοσιαλιστικού κόμματος έγινε πραγματικότητα, με τους  δύο ηγέτες να καταλήγουν δύο 24ωρα μετά σε μια προκαταρκτική συμφωνία για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού, με τον Πάμπλο Ιγκλέσιας των Podemos να αναλαμβάνει αντιπρόεδρος.

«Όπως είχα πει και τη νύχτα των εκλογών μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, αυτό που ήταν ιστορική ευκαιρία τον Απρίλιο έγινε ιστορική αναγκαιότητα. Είμαι ευτυχής να ανακοινώσω σήμερα ότι μαζί με τον Πέδρο Σάντσεθ καταλήξαμε σε μια προκαταρκτική συμφωνία για τη συγκρότηση μιας προοδευτικής κυβέρνησης συνασπισμού, που θα συνδυάζει την εμπειρία του Σοσιαλιστικού Κόμματος με το θάρρος των Podemos», είπε ο Πάμπλο Ιγκλέσιας.

«Θα είναι μια προοδευτική κυβέρνηση που θα αποτελείται από προοδευτικές δυνάμεις, οι οποίες θα εργαστούν με στόχο την πρόοδο. Χώρος για μίσος ανάμεσα στους Ισπανούς δεν υπάρχει», επεσήμανε από την πλευρά του ο Πέδρο Σάντσεθ, επισημαίνοντας ότι η κυβέρνηση «θα είναι για τέσσερα χρόνια, ολόκληρη την θητεία».

Ads

Η πολιτική ειρωνεία έγκειται στο γεγονός, ότι η χώρα οδηγήθηκε στις εκλογές της 10ης Νοεμβρίου… επειδή ο Σάντσεθ δεν κατέληξε σε κυβερνητική συμφωνία με τους Podemos μετά τις εκλογές του περασμένου Απριλίου, με τον Σοσιαλιστή ηγέτη να βασίζεται στις δημοσκοπήσεις που έδειχναν άνοδο του κόμματός του. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο ιστότοπος πολιτικών αναλύσεων Foreign Policy, ο Σάντσεθ έχασε το στοίχημα και δεν ήταν το κόμμα του ο πραγματικός νικητής των εκλογών. Και όχι μόνο επειδή οι 120 έδρες που διαθέτουν οι Σοσιαλιστές και οι 35 των Podemos δεν επαρκούν για την πλειοψηφία στην Βουλή των 350 εδρών. 

Λίγα χιλιόμετρα μακριά από το εκλογικό κέντρο των  Σοσιαλιστών, λάμβανε χώρα ακόμη μία πανηγυρική βραδιά, στην έδρα του ακροδεξιού κόμματος Vox. Όχι άδικα. Οι νοσταλγοί του δικτάτορα  Φράνκο εξασφάλισαν 52 έδρες, τις διπλάσιες και πλέον από τις 24 που είχε λάβει στις εκλογές του Απριλίου, οπότε για πρώτη φορά ακροδεξιό κόμμα μπήκε στην ισπανική Βουλή μετά την πτώση της χούντας. Για το Foreign Policy, το συμπέρασμα είναι, πως, στην προσπάθειά τους να υποβαθμίσουν όσους βρίσκονται στα αριστερά τους, οι Σοσιαλιστές είχαν ενισχύσει την άκρα δεξιά.

«Πληρώνοντας» την αντι-καταλανική προεκλογική ρητορική

Αλλά τώρα ο Σάντσεθ «πληρώνει» την προεκλογική τακτική του και σε σχέση με την Καταλονία. Το αυτονομιστικό καταλανικό κόμμα ERC, του οποίου ο ηγέτης, Oriol Junqueras, καταδικάστηκε πρόσφατα σε φυλάκιση 13 ετών σε σχέση με την απόπειρα απόσχισης του 2017, απαιτεί αλλαγή στη ρητορική του σοσιαλιστή ηγέτη για την Καταλονία και η δημιουργία μιας εξωκοινοβουλευτικής επιτροπής, σε αντάλλαγμα για την υποστήριξή του.

‘Οχι άδικα. Ο Σάντσεθ είχε σκληρύνει την ρητορική του για την Καταλονία τις τελευταίες ημέρες της προεκλογικής εκστρατείας, σε μια προσπάθεια να «ψαρέψει» ψήφους από τους αναποφάσιστους. Λίγο πριν την  κάλπη, δήλωσε ότι υποστηρίζει την επανεισαγωγή ποινικών κυρώσεων έναντι όποιου καλεί σε «παράνομα» δημοψηφίσματα. Σήμερα βέβαια τα «γυρίζει» διότι έχει ανάγκη τους 13 βουλευτές των Καταλανών για να γίνει πρωθυπουργός. «Αίφνης», λοιπόν, «ανακάλυψε», πως το καταλανικό ζήτημα δεν αποτελεί «μια πολιτική κρίση» ή μια  «εδαφική κρίση», αλλά «μια κρίση συνύπαρξης».

Το ERC είχε ζητήσει δημοσίως από τον ηγέτη του PSOE να παραδεχθεί ότι η κρίση στην Καταλονία είναι πολιτική. Τώρα, ο Σάντσεθ ουσιαστικά εκβιάζει τους 13 βουλευτές του ERC στο Κογκρέσο, ότι εάν δεν βοηθήσουν στη δημιουργία κεντροαριστερής κυβέρνησης με την αποχή τους κατά την ψηφοφορία, θα μπορούσε να υπάρξει  τρίτη εκλογική διαδικασία στην Ισπανία μέσα σε ένα χρόνο, η οποία θα μπορούσε να αποφέρει ακόμη μεγαλύτερα κέρδη στην ακροδεξιά, η οποία υπερδιπλασίασε την παρουσία της από τον Κογκρέσο από τον Απρίλιο. «Διαφορετικά, ποια λύση προτείνετε; Τι είδους κυβέρνηση θέλετε;», ρωτάει τους Καταλανούς ο Σάντσεθ.

Οι παλινωδίες των Σοσιαλιστών

Το παραπάνω ερώτημα ο Σάντσεθ μάλλον πρέπει να το απευθύνει καταρχήν στον εαυτό του. Ο σοσιαλιστής ηγέτης ήρθε στην εξουσία τον Ιούνιο του 2018 μετά από μια διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης, από την οποία ανατράπηκε η κυβέρνηση του συντηρητικού πρωθυπουργού, Μαριάνο Ραχόι. Η ομάδα των κομμάτων που ψήφισαν εναντίον του Ραχόι και υπέρ του Σάντσεθ περιελάμβανε τον φυσικό σύμμαχό του, τους Podemos, αλλά και έξι κόμματα από την Καταλονία, τη Χώρα των Βάσκων, τη Βαλένθια και τις Κανάριες Νήσους. Όταν ο Σάντσεθ προσπάθησε να περάσει τον προϋπολογισμό του, τα καταλανικά κόμματα υπέρ της ανεξαρτησίας απαίτησαν  μεγάλες παραχωρήσεις από την κεντρική κυβέρνηση, ζητώντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Καταλονίας. Η απάντηση του Σάντσεθ ήταν ένα απότομο και ηχηρό «όχι».

Το αποτέλεσμα ήταν να μην περάσει ο προϋπολογισμός και να προκηρυχθούν εκλογές για τον Απρίλιο. Τα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά για τα κόμματα της  κεντροαριστεράς. Ο Σάντσεθ, ο οποίος είχε γίνει πρωθυπουργός με υποστήριξη από την αριστερά, ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της εκστρατείας ότι θα μπορούσε να σχηματίσει προοδευτική κυβέρνηση με τους Podemos. Τη νύχτα της εκλογικής τους νίκης, οι οπαδοί των Σοσιαλιστών σοσιαλιστές φώναζαν στον Σάντσεθ, «όχι με τον Ριβέρα!».

Εκείνη τη στιγμή, το κεντροδεξιό Ciudadanos, του οποίου ηγούνταν ο Αλμπερτ Ριβέρα, ήταν το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα, που με τις 57 έδρες του θα μπορούσε να καταλήξει σε συμφωνία με τους Σοσιαλιστές και να δώσει στον Σάντσεθ μια σταθερή κυβέρνηση τετραετίας. Οι Ciudadanos προσπάθησαν να τοποθετηθούν ως κεντρικό κόμμα ικανό να συνεργαστεί τόσο με την κεντροαριστερά όσο και με την κεντροδεξιά, με μεγάλη έμφαση στην ισπανική ενότητα, ειδικά στην περίπτωση της Καταλονίας, όπου το κόμμα σχηματίστηκε αρχικά. Με την άνοδο του ακροδεξιού Vox, ωστόσο, οι εθνικιστές ψηφοφόροι που είχε προσελκύσει βρήκαν μια πιο κατάλληλη πολιτική στέγη και εγκατέλειψαν τους Ciudadanos.

Οι διαπραγματεύσεις μετά τις εκλογές του Απριλίου μεταξύ των κομμάτων της Αριστεράς δεν πήγαν καλά. Οι Podemos επέμεναν, ότι ο μόνος τρόπος για να βοηθήσουν τον Σάντσεθ να αποσπάσει τις απαραίτητες ψήφους στη Βουλή για να σχηματίσει κυβέρνηση, θα   ήταν μια κυβέρνηση συνασπισμού με τους Podemos.

Ο Σάντσεθ κινήθηκε με τακτικισμούς, προσπαθώντας να  αποφύγει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θέλοντας να περιορίσει τους Podemos σε εξωτερικό «δεκανίκι». Στη συνέχεια προσέφερε μια αόριστη «κυβέρνηση συνεργασίας» και μόνο μετά από την επιμονή Podemos, φάνηκε να δέχεται, με τον όρο να μην συμμετέχει σε αυτήν την κυβέρνηση ο Ιγκλέσιας δεν πρέπει να βρίσκεται στην κυβέρνηση. Ο Ιγκλέσιας αποδέχτηκε το αίτημα, προτείνοντας το ανώτερο ηγετικό στέλεχος των Podemos, Ιρένε Μόντερο για τη θέση του αναπληρωτή πρωθυπουργού.

Φαίνεται όμως πως αυτή η εξέλιξη αιφνιδίασε τον Σάντσεθ, ο οποίος φάνηκε ότι δεν του άρεσε μια τέτοια  κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι οι Podemos υποχωρούσαν συνεχώς, φτάνοντας στο σημείο να  παραιτούνται και από την ανάληψη του εμβληματικού για το κόμμα, υπουργείου Εργασίας. Τα βασκικά και καταλανικά κόμματα προειδοποιούσαν και τις δύο πλευρές, πως αν δεν προχωρήσουν σε κυβέρνηση, θα την κάνει η Δεξιά.

Σε μια ύστατη προσπάθεια να αποτρέψει την αυτόματη, συνταγματικά, επανάληψη των εκλογών, ο Ιγκλέσιας δήλωσε ότι το κόμμα του θα αποδεχόταν την τελευταία προσφορά των Σοσιαλιστών. Ο Σάντσεθ ήταν ανένδοτος: Οποιοσδήποτε συνασπισμός ήταν εκτός τραπεζιού συζήτησης.

Η σιγουριά του βασιζόταν στις δημοσκοπήσεις που έδειχναν άνοδο των Σοσιαλιστών – άρα περισσότερες έδρες, αρα  καλύτερη διαπραγματευτική θέση – πτώση των Podemos και Ciudadanos και «απορρόφηση» του Vox από το Λαϊκό Κόμμα. Ο  Σάντσεθ, επιδεικνύοντας βαθιά πολιτική ανωριμότητα, απαίτησε από τους Podemos να τον στηρίξουν χωρίς κυβέρνηση συνασπισμού. Οι Podemos αρνήθηκαν. Ο δρόμος για τις εκλογές είχε ανοίξει.

Στο μεταξύ, στις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές που διεξήχθησαν τον Μάιο, το Λαϊκό Κόμμα έχασε κάποιες ψήφους αλλά κατόρθωσε να κρατήσει τη σημαντικότερη περιφέρεια, αυτή της Μαδρίτης. Στις 14 Οκτωβρίου το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας απέδωσε τις από μακρού αναμενόμενες ποινές για τους  φυλακισμένους αυτονομιστές ηγέτες των Καταλανών μετά την αποτυχημένη προσπάθεια ανεξαρτησίας το 2017. Όπως αναμενόταν, οι σκληρές καταδίκες προκάλεσαν τεράστιες διαμαρτυρίες στην Καταλονία. Το αεροδρόμιο της Βαρκελώνης έπαψε να λειτουργεί, και η αστυνομία χτύπησε τις διαδηλώσεις.

Η ακροδεξιά βρήκε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει την εθνικιστική ατζέντα της. Σταδιακά η δημοτικότητα του Vox αυξήθηκε. Το Λαϊκό Κόμμα και οι Ciudadanos έκαναν το λάθος να προσπαθήσουν να μιμηθούν την σκληρή αντι-καταλανική ρητορική του Vox σε μια προσπάθεια αποφυγής απώλειας ψηφοφόρων. Λίγες μέρες πριν από τις εκλογές, και οι δύο ψήφισαν υπέρ του νομοσχεδίου του Vox στην περιφερειακή συνέλευση της Μαδρίτης ζητώντας την απαγόρευση των κομμάτων υπέρ της ανεξαρτησίας, παρόλο που οι περιφερειακές συνελεύσεις δεν έχουν λόγο σε τέτοια θέματα. Ακόμη και ο Σάντσεθ κατέφυγε στον εθνικισμό  όποτε αναφερόταν στην Καταλονία.

Αλλά όλοι «έπαιζαν» σε «πιασμένο» «γήπεδο».

Στις εκλογές της 10ης Νοεμβρίου, οι Ciudadanos έχασε 47 από τις 57 έδρες τους. Ο Ριβέρα παραιτήθηκε την επόμενη μέρα. Χάρη στους πρώην υποστηρικτές των Ciudadanos, το Vox υπερδιπλασίασε τις έδρες του. Ο ηγέτης του, Σαντιάγκο Αμπασκάλ, «ξεσάλωσε». Υποσχέθηκε να χρησιμοποιήσει τις 52 έδρες του κόμματος για να επανεξετάσει «όλους τους νόμους που σκοτώνουν την ελευθερία» και επιτέθηκαν στην «προοδευτική δικτατορία». Δύο νόμοι βρίσκονται στο στόχαστρο της ακροδεξιάς: Ο νόμος για τη φυλετική βία, ο οποίος υποχρεώνει την κυβέρνηση να στηρίζει τα θύματα κακοποίησης και να δημιουργεί ειδικά δικαστήρια βίας λόγω φύλου και ο νόμος για την  ιστορική μνήμη, που ψηφίστηκε το 2007 από την προηγούμενη σοσιαλιστική κυβέρνηση, με τον οποίο  αναγνωρίζονται τα θύματα του ισπανικού εμφυλίου πολέμου και υποχρεώνεται το κράτος να μεριμνά για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Το Vox  θεωρεί ότι ο πρώτος νόμος είναι… «κατά των ανδρών», ενώ ο δεύτερος φοβίζει την ακροδεξιά επειδή θα έρθουν στο φως όλα τα εγκλήματα του φρανκισμού.

image

Φυσικά, ψηλά στην ατζέντα του είναι η αντιπροσφυγική ρητορική του και η πολιτική ασύλου, απαιτώντας να «ασφαλιστούν» τα σύνορα, ενώ έφτασε στο σημείο να διαβάζει μια λίστα ανθρώπων με αραβικά ονόματα σε προεκλογική συγκέντρωση, οι οποίοι λαμβάνουν κοινωνική βοήθεια υπονοώντας ότι «δεν» την δικαιούνται επειδή «δεν» είναι Ισπανοί.

Στο τέλος, ο Σάντσεθ απέτυχε. Οι Σοσιαλιστές και οι Podemos έχασαν έδρες. Οι δύο τους, μαζί με ένα μικρό αριστερό κόμμα, το Más País έχουν 158 έδρες, ενώ τα τρία δεξιά κόμματα κέρδισαν τρεις έδρες, φτάνοντας τις 151. Από απόσταση, η ισορροπία δεν άλλαξε πολύ, αλλά ένα κεντροδεξιό κόμμα ουσιαστικά αντικαταστάθηκε από την άκρα δεξιά. Η δεξιά εξακολουθεί να μην έχει πλειοψηφία και η αριστερά θα χρειαστεί την υποστήριξη τουλάχιστον ενός καταλανικού κόμματος υπέρ της ανεξαρτησίας.

Και εκεί που πολλοί πίστευαν ότι η χώρα θα πάει σε ακόμη μία εκλογική αναμέτρηση, Σάντσεθ  και Ιγκλέσιας συναντήθηκαν μυστικά για να ολοκληρώσουν μια συμφωνία κυβέρνησης συνασπισμού. Λίγα λεπτά αργότερα, το σχέδιο της συμφωνίας τους δημοσιεύθηκε και αποκαλύφθηκε ότι ο Ιγκλέσιας θα ήταν αναπληρωτής πρωθυπουργός. Αυτή θα είναι η πρώτη κυβέρνηση συνασπισμού της Ισπανίας από τότε που πέθανε ο Φράνκο και η πρώτη φορά μετά την ισπανική δημοκρατία της δεκαετίας του ’30 που η ριζοσπαστική αριστερά θα μπει στην κυβέρνηση.

Ισως, η ακροδεξιά απειλή να έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην παραπάνω εξέλιξη. Όντως, ο συνασπισμός που δεν μπορούσε να υπάρξει εδώ και μήνες συμφωνήθηκε σε λιγότερο από 48 ώρες αυτή τη φορά. Το ζητούμενο τώρα είναι, εάν η πολιτική αυτής της κυβέρνησης θα είναι τέτοια, που θα στείλει οριστικά τους φρανκιστές στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.