Ως το «κύριο εμπόδιο για την επίλυση του χάους που Brexit» παρουσιάζει τη Βρετανίδα πρωθυπουργό, Τερέζα Μέι, το γερμανικού περιοδικό Spiegel, σε άρθρο με τίτλο: «η πρωθυπουργός της ταπείνωσης».

Ads

Τον Ιούνιο του 2017, περίπου ένα χρόνο μετά το δημοψήφισμα του Brexit, το BBC αφιέρωσε μια εκπομπή στη Βρετανίδα πρωθυπουργό. Εκείνη τη στιγμή, η Μέι ήταν σε αυτή τη θέση για 11 μήνες, ενώ προηγουμένως είχε διατελέσει υπουργός Εσωτερικών επί έξι χρόνια. Παρόλ’ αυτά, σημειώνει το περιοδικό, παρέμενε «παράξενα ξένη», τόσο για τους συναδέλφους της, όσο και για το βρετανικό λαό. Δεν υπήρχε κανένα ανέκδοτο γι ‘αυτήν. Κανείς δεν ήξερε πραγματικά ποια ήταν.

Ο δημοσιογράφος του BBC θέλησε να λύσει το αίνιγμα και αναγκάστηκε να παραδεχτεί τελικά ότι δεν έγινε πιο σοφός από όσο είχε ξεκινήσει την έρευνα. Κανένας από τους παλιούς συμμαθητές της και συνεργάτες που μίλησαν δεν φαινόταν να την έχει πλησιάσει πραγματικά. Όμως όλοι συμφώνησαν για ένα πράγμα: Αν επρόκειτο ποτέ να σκοντάψει, θα ήταν λόγω της αδυναμίας της να χτίσει γέφυρες. Έκτοτε έγινε ολοφάνερο, ότι αυτή η αδυναμία της έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην πολιτική πορεία της, αλλά και στο αδιέξοδο της χώρας.

Στις πρόσφατες, απανωτές ψηφοφορίες στο βρετανικό κοινοβούλιο για τον τρόπο του Brexit, η Μέι βγαίνει συνεχώς ταπεινωμένη από το ίδιο της το κόμμα. Και κανείς δεν φαίνεται πρόθυμος να σταθεί πλάι της. Η χαριστική βολή δόθηκε την περασμένη εβδομάδα, 17 μέρες πριν την ημερομηνία κατά την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο πρόκειται να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το βρετανικό κοινοβούλιο απέρριψε τη συμφωνία διαζυγίου για δεύτερη φορά. Και για άλλη μια φορά το έκανε με μια τόσο μεγάλη πλειοψηφία που εξατμίστηκαν και τα τελευταία απομεινάρια δυνατότητας της Μέι να ελέγξει τις εξελίξεις, αν υποτεθεί πως την είχε εξαρχής. Ο πρόεδρος του Βρετανικού κοινοβουλίου διέλυσε και την τελευταία της ελπίδα. «Τρίτη ψηφοφορία για την ίδια συμφωνία δεν πρόκειται να υπάρξει», διεμήνυσε και η Μέι ψάχνει, απελπισμένα, να βρει τρόπο να ξεπεράσει το μπλόκο

Ads

Παρά τις τεράστιες πιέσεις που άσκησε πάνω στους δικούς της, τους Συντηρητικούς, παρά τις καταφανείς προσπάθειες να δελεάσει την αντιπολίτευση με οικονομικά κίνητρα, παρά τις διστακτικές παραχωρήσεις από τις Βρυξέλλες και παρά τις εφιαλτικές προβλέψεις για το τι θα συνέβαινε αν αποτύχει η συμφωνία, η Μέι δεν τα κατάφερε. Οι Brexiteers, οι οπαδοί ενός δεύτερου δημοψηφίσματος, οι υποστηρικτές μιας μαλακής συμφωνίας, τάχθηκαν όλοι μαζί, ώμο με ώμο, λέγοντας στη Μέι ένα αδιαμφισβήτητο «Όχι». Το Spiegel εκτιμά ότι αντί η Μέι να χτίσει γέφυρες, τις έκαψε. Και παρόλο που οι βουλευτές έχουν τώρα καταψηφίσει την αποχώρηση από την ΕΕ χωρίς συμφωνία και υπέρ της παράτασης της προθεσμίας, δεν είναι σαφές για ποιο λόγο πρέπει να χρησιμοποιηθεί αυτός ο επιπλέον χρόνος. Και κυρίως από ποιον.

Γίνεται όλο και πιο σαφές ότι η Μέι οδήγησε τη χώρα της, το κόμμα της και τον εαυτό της σε έναν λαβύρινθο και ότι προφανώς δεν έχει ούτε τη δύναμη ούτε τις ιδέες που θα τις επιτρέψει να βρει διέξοδο. Το Brexit θα αποτελούσε σημαντική πρόκληση για οποιονδήποτε πρωθυπουργό, αλλά το πείσμα και η αναποτελεσματικότητα της Μέι το κατέστησαν ακόμη πιο δύσκολο. ‘Ετσι, το Brexit εκλαμβάνεται πλέον από πολλούς, ως δημοψήφισμα για την ίδια τη Μέι.

«Είναι αγενής και σκληρή»

Ο βαθμός στον οποίο είχαν σχέση τα γεγονότα αυτής της εβδομάδας με την ίδια την Μέι κατέστη σαφής από την παραδοχή ενός βουλευτή, ο οποίος δήλωσε ότι περιφρονούσε πάρα πολύ την πρωθυπουργό για να ψηφίσει ποτέ μία, έστω, από τις συμφωνίες που παρουσίασε. Και δεν είναι ο μόνος. Πρόκειται για μια δραματική κατρακύλα: Όταν για πρώτη φορά μετακόμισε στην Ντάουνινγκ Στριτ πριν από σχεδόν τρία χρόνια, η Μέι ήταν πιο δημοφιλής από κάθε επικεφαλής της κυβέρνησης επί χρόνια. «Έκανα λάθος γι’ αυτήν», λέει ο Μάθιου Πάρις, ο 69χρονος δημοσιογράφος του BBC και των Times, βαθύς γνώστης των Συντηρητικών και επί επτά χρόνια κοινοβουλευτικός ως μέλος του κόμματος.

Μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος τον Ιούνιο του 2016, ο Πάρις, όπως και πολλοί άλλοι, πίστευε ότι η Μέι ήταν το σωστό πρόσωπο για να σταθεροποιήσει το όλο και πιο ασταθές Ηνωμένο Βασίλειο. «Νόμιζα ότι ήταν ήρεμη, σοφή και με καλή κρίση, αν και όχι ιδιαίτερα συναρπαστική». Την είχε συναντήσει πολλές φορές και δεν είχε τίποτα αρνητικό να πει γι’ αυτήν, εκτός ίσως ότι θα μπορούσε να γίνει εξαιρετικά δυσάρεστη όταν μιλούσε για συναδέλφους της. Κατά τα άλλα, δεν έβρισκε τίποτα το ανησυχητικό πάνω της.

Οι πρώτες αμφιβολίες προέκυψαν όταν η πρωθυπουργός τον κάλεσε για τσάι περίπου έξι μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της. Ήδη τότε είχε καταστεί σαφές, ότι η Μέι φλέρταρε με την δεξιά πτέρυγα των υποστηρικτών του Brexit στο κόμμα της, παρόλο που η ίδια ήταν υπέρ της παραμονής στην ΕΕ. Ο Πάρις την προειδοποίησε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να τους προσφέρει κάτι που να τους ικανοποιήσει. Η απάντηση της Μέι ήταν χιλιοειπωμένες γενικότητες. «Δεν προσπάθησε καν να μου εξηγήσει τη θέση της ή με κερδίσει. Ήταν τα πιο ατελείωτα 30 λεπτά της ζωής μου».

Στην πορεία, αν και εξακολουθούσε να την υπερασπίζεται μέσα από την αρθρογραφία του, γινόταν όλο και περισσότερο δέκτης αρνητικών σχολίων και απογοήτευσης από το περιβάλλον της. «Είναι μικροπρεπής, αγενής, σκληρή, ηλίθια. Τα έχω ακούσει αυτά σχεδόν από οποίον είχε κάποια επαφή μαζί της», λέει ο Πάρις.

Το χειρότερο όμως, προσθέτει, είναι η αδυναμία της να κερδίζει τους ανθρώπους με τη θέση της, να συμβιβάζει και να ηγείται. «Είναι τρελό», λέει ο Πάρις. «Ότι κάποιος σαν αυτήν θα καταλήξει σε μια δουλειά όπου το πιο σημαντικό είναι να επικοινωνείς, να απαντάς σε ερωτήσεις, να παίρνεις αποφάσεις. Πιστεύω ότι είναι περισσότερο ψυχολογικό παρά πολιτικό πρόβλημα».

Η λίστα των αποτυχιών της Μέι είναι μεγάλη: Όταν η χώρα χρειάστηκε τη συμφιλίωση μετά το δημοψήφισμα του Brexit, σιώπησε. Καθυστέρησε επί μήνες να πάρει τις πρώτες αποφάσεις της για το Brexit και σχεδόν όλες τους ήταν λάθος. Χάραξε κόκκινες γραμμές από τις οποίες αργότερα έπρεπε να υπαναχωρήσει. Εκφώνησε φράσεις που αποδείχτηκαν τόσο κενές, όσο ακούστηκαν («καμία συμφωνία δεν είναι καλύτερη από μια κακή συμφωνία»).

Πάνω απ ‘όλα, όμως, σημειώνει το Spiegel, «διάβασε» λανθασμένα τι θα ήταν έτοιμο να ψηφίσει το βρετανικό κοινοβούλιο σε σχέση με το Brexit. Η Μέι θα μπορούσε και θα έπρεπε να γνωρίζει από την αρχή ότι η πλειοψηφία θα ψήφιζε μόνο για μια έξυπνη έξοδο και ότι θα πρέπει να δημιουργήσει μια στενή μελλοντική σχέση με την ΕΕ. Για να γίνει αυτό, θα έπρεπε να συμβιβαστεί με την αντιπολίτευση. ‘Εκανε το αντίθετο.

Αν και φαινομενικά αυτή η στάση παραπέμπει στη σημασία που έχει για εκείνη η «βούληση του λαού», στην πραγματικότητα σκέφτηκε κυρίως το κόμμα της. Ένα πιο «μαλακό μονοπάτι» εξόδου θα είχε τρομάξει τους εχθρούς της ΕΕ μεταξύ των Συντηρητικών και αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει στη διάσπασή τους. Για έναν «στρατιώτη» του κόμματος όπως η Μέι ούτε σκέψη δεν υπάρχει για τέτοια πιθανότητα.

Για την Μέι, γράφει το γερμανικό περιοδικό, οι Συντηρητικοί ήταν πάντα κάτι περισσότερο από μια ομάδα ανθρώπων με παρόμοιες πολιτικές πεποιθήσεις. Έχασε τους γονείς της όταν ήταν νέα, δεν είχε αδέλφια, είχε λίγους φίλους και γνώρισε τον σύζυγό της, Φίλιπ, σε μια δεξίωση του Συντηρητικού Κόμματος στην Οξφόρδη. Οι σύντροφοι της ισχυρίζονται ότι είναι «δίγαμη»: Παντρεύτηκε μία φορά με τον Φίλιπ και μία φορά με τους Συντηρητικούς. Ακόμη και σήμερα, παρά τον φόρτο εργασίας ως πρωθυπουργός, η Μέι εξακολουθεί να παρακολουθεί τις κομματικές εκδηλώσεις στην περιοχή της. Η ζωή της Μέι είναι το κόμμα.

Αλλά ούτε καν όλο το κόμμα, αλλά το πιο δεξιό κομμάτι του, το οποίο, όσο προσπαθούσε να ικανοποιήσει, τόσο πιο πολύ απομακρυνόταν από τις πιο μετριοπαθείς φωνές στο εσωτερικό των Συντηρητικών, αλλά και από τα κέντρα λήψης αποφάσεων στις Βρυξέλλες.

‘Οταν λοιπόν η Μέι αποχώρησε από τη συμφωνία απόσυρσης που διαπραγματεύτηκε η ίδια με την ΕΕ, στην Ευρώπη έπαψαν να την εκλαμβάνουν ως «σκληρόπετση» στους εξευτελισμούς και τις πιέσεις. «Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων παρατηρούν κάτι τέτοια», λέει ένας διπλωμάτης της ΕΕ. «Είναι δύσκολο να δώσεις χέρι βοήθειας σε έναν άνθρωπο που έχει και τα δύο χέρια στις τσέπες του» σχολίασε χαρακτηριστικά ο Δανός πρωθυπουργός, Λαρς Λόκε Ράσμουσεν.

Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει ακόμη αποχωρήσει από την ΕΕ. Αλλά η χώρα έχει ήδη δραματικά χάσει τη σημασία της στην παγκόσμια σκηνή. Μετά τον μαραθώνιο της ψηφοφορίας  της περασμένης εβδομάδας, η τύχη της Τερέζας Μέι και της κυβέρνησής της εξαρτάται ακόμη περισσότερο από την καλή θέληση των Βρυξελλών. Δεδομένης της σημερινής κατάστασης, η ΕΕ δεν θα διευκολύνει τους Βρετανούς.

Σπάνια, αν όχι ποτέ, ένας Βρετανός πρωθυπουργός έχει γίνει δημόσιος περίγελως τόσο συχνά, όσο η Μέι, αναφέρει το δημοσίευμα: Είναι η πρώτη πρωθυπουργός που περιφρονήθηκε από το κοινοβούλιο. Η πρώτη που έχασε περίπου δύο δεκάδες υπουργούς και γραμματείς του κράτους μέσα σε δύο χρόνια. Η πρώτη που είδε το κεντρικό πολιτικό της σχέδιο να καταψηφίζεται δύο φορές από συντριπτικές πλειοψηφίες. Αλλά και η πρώτη που, παρ’ όλα αυτά, παραμένει στην εξουσία μέχρι σήμερα.

Για το Spiegel, η Βρετανίδα πρωθυπουργός έχει ακόμη και αυτή τη στιγμή μια ευκαιρία διεξόδου. Αρκεί να ακούσει και κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό της και την ακροδεξιά πτέρυγα των Τόρις.