Το σχέδιο Μέρκελ – Μακρόν για το Ταμείο Ανάκαμψης (Recovery Fund) είναι ό,τι πιο κοντινό στο ευρωομόλογο έχει επιχειρήσει μέχρι σήμερα η Ευρώπη. Eίναι επίσης το πιο προωθημένο βήμα που έχει κάνει η Ανγκελα Μέρκελ υπέρ της ευρωπαϊκής συνοχής και κόντρα στον γερμανικό δημοσιονομικό καλβινισμό – είτε αυτό συνδέεται με την, όψιμη έστω, συνειδητοποίηση των διαλυτικών κινδύνων στην ΕΕ, είτε αποτελεί το αντάλλαγμα για την γιγάντωση, με κρατικό χρήμα, των γερμανικών επιχειρηματικών κολοσσών σε βάρος των ανταγωνιστών τους στον Νότο.
 
Για πρώτη φορά, σύμφωνα με το σχέδιο η Ευρώπη αναλαμβάνει την ευθύνη και τον κίνδυνο του «συλλογικού» χρέους δημιουργώντας, ουσιαστικά, ένα νέο «ταμείο συνοχής»: Η Κομισιόν θα βγει στις αγορές και θα δανειστεί εξ ονόματος της Ε.Ε., τα κεφάλαια – έως και 500 δις ευρώ – δεν θα μεταβιβαστούν στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αλλά θα διατίθενται απ’ ευθείας από την Επιτροπή σε περιοχές, επιχειρήσεις και τομείς που πλήττονται περισσότερο από την οικονομική κρίση, και η χρηματοδότηση δεν θα γίνει με την μορφή δανείων αλλά με την μορφή επιδοτήσεων για συγκεκριμένα προγράμματα ανάκαμψης στο πλαίσιο του διευρυμένου κοινοτικού προϋπολογισμού.
 
Θα πληρώσει η Γερμανία
 
Εν ολίγοις, το «κλειδί» του σχεδίου είναι πως η αποπληρωμή των ομολόγων που θα εκδίδει η Κομισιόν δεν θα αποπληρώνονται από τα κράτη-μέλη με βάση τα ποσά που άντλησαν, αλλά από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης με βάση το ποσό συνεισφοράς κάθε χώρας σ’ αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι το μεγαλύτερο βάρος αποπληρωμής πέφτει στην Γερμανία η οποία έχει και το υψηλότερο ποσοστό συνεισφοράς στον κοινοτικό προϋπολογισμό, της τάξης του 27% – δηλαδή, η Γερμανία θα είναι εκείνη που θα πληρώσει το μεγαλύτερο μέρος των δανείων από τα οποία θα επωφεληθούν περισσότερο χώρες του Νότου, όπως η Ιταλία και η Ισπανία.
 
Ακριβώς γι αυτόν τον λόγο παραμένει ζητούμενο το εάν το σχέδιο Μέρκελ-Μακρόν θα περάσει από τις λεγόμενες «σκληρές» χώρες του βόρειου άξονα με τις πρώτες αρνήσεις να καταγράφονται ήδη από την Αυστρία, την Σουηδία, την Ολλανδία και την Αυστρία. Ερώτημα αποτελούν και οι πιθανές αντιδράσεις στο γερμανικό κοινοβούλιο, ενώ στην κριτική που ασκείται επί της πρότασης συμπεριλαμβάνονται δύο ακόμη παράμετροι: Το γεγονός ότι το Ταμείο, ακόμη κι εάν προχωρήσει, δεν θα λειτουργήσει πριν από το 2021, καθώς και η σχετικά συγκρατημένη δύναμη πυρός του σε σχέση με τα 3+3 τρις που ρίχνουν στην μάχη οι Ηνωμένες Πολιτείες.
 
Παρά ταύτα, το εγχείρημα παραμένει το πιο μεγάλο βήμα που έχει κάνει μέχρι στιγμής η Ευρώπη προς την «ομοσπονδοποίηση» του χρέους, ενώ ισχυροί είναι και οι πολιτικοί του συμβολισμοί.

Ads

«Οι ηγέτες έχουν πλέον αναγνωρίσει ότι, ελλείψει κοινής απάντησης μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής, τα οικονομικά χάσματα στην ΕΕ θα μπορούσαν να θέσουν την ενιαία αγορά σε κίνδυνο», γράφει στην ανάλυσή της η Cιtigroup, ενώ η Eurasia Group κάνει λόγο για «ευρωπαϊκή επανάσταση, εάν περάσει το σχέδιο».
 
Οι κρατικές επιδοτήσεις – μαμούθ
 
Η άλλη μισή αλήθεια ωστόσο, ίσως είναι πως αυτή η «επανάσταση» δεν γίνεται άνευ ανταλλάγματος, και πως η Γερμανία δεν θα βγει χαμένη ούτε από αυτή την ευρωπαϊκή κρίση. Εν προκειμένω, το αντάλλαγμα και το κέρδος συνίστανται στην ευρωπαϊκή ανοχή απέναντι στον πακτωλό κρατικών ενισχύσεων που μοιράζει η κυβέρνηση του Βερολίνου στις γερμανικές επιχειρήσεις – ενισχύσεων που οδηγούν ντε φάκτο σε αθέμιτο ανταγωνισμό έναντι των φτωχότερων ευρωπαϊκών χωρών και κάνουν τις επιχειρήσεις του Νότου άκρως ευάλωτες σε αναγκαστικές, έως και επιθετικές, εξαγορές από τα γερμανικά μεγαθήρια.

Τα στοιχεία της Κομισιόν που ανακοινώθηκαν χθες είναι περισσότερο από εύγλωττα: Από το σύνολο των 1,95 τρις που έχει εγκρίνει σε κρατικές ενισχύσεις η Κομισιόν μετά την πανδημία, το 51% αφορά γερμανικές επιχειρήσεις, δεύτερη έρχεται η Γαλλία με 17% και έπεται, μακράν, το Βέλγιο , με 3%. Για όλους τους υπόλοιπους τα αντίστοιχα ποσοστά κινούνται ανάμεσα στο 2,5% και το 0,5%.
 
Είναι προφανές πως η Γερμανία δίνει τα θηριώδη αυτά ποσά στις επιχειρήσεις της – από την Lufthansa και την TUI έως την Adidas – διότι τα κρατικά της ταμεία είναι γεμάτα από τα πλεονάσματα μαμούθ της τελευταίας δεκαετίας. Οι νότιοι δίνουν πολύ λιγότερα, έως ελάχιστα, διότι πολύ απλά δεν έχουν –  αντί για πλεονάσματα, έχουν μόνον υψηλά χρέη και βαριά ελλείμματα. Και είναι επίσης προφανές πως το Ταμείο Ανάκαμψης μπορεί να αποτελέσει το νομικό, ηθικό και πολιτικό άλλοθι του Βερολίνου για να υποστηρίξει ότι μέσω αυτού διοχετεύονται κεφάλαια και στις πληττόμενες επιχειρήσεις του ασθενούς Νότου. Ήτοι, πως δημιουργείται ένας σταθεροποιητής σε ό,τι αφορά τον ανταγωνισμό στην ενιαία αγορά και πως η Γερμανία δεν χρησιμοποιεί την υγειονομική κρίση για να δημιουργήσει έναν ακόμη μηχανισμό ανισοτήτων και ενίσχυσης της οικονομικής της ηγεμονίας…