Ο μανιχαϊσμός που κυριαρχεί στις μετα-Brexit αναλύσεις – σχηματικά: «την πάτησε η Βρετανία», «την πάτησε η ΕΕ» – ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν αντανακλά την πραγματικότητα, η οποία είναι πιο σύνθετη και «πολύχρωμη».

Ads

Όλα τα «σφυριά» και από τις δύο πλευρές της Μάγχης «χτυπούν», αυτήν την στιγμή, για την επίτευξη μιας εμπορικής συμφωνίας μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών, στο πλαίσιο του επανακαθορισμού των σχέσεών τους, μέσα σε ένα χρονικό πλαίσιο 11 μηνών. Οι όροι της Βρετανίας σε αυτήν την διαπραγμάτευση, όπως παρουσιάστηκαν από τον πρωθυπουργό της χώρας, Μπόρις Τζόνσον, την περασμένη Δευτέρα, ήταν αναμενόμενα «σκληροί», με την γενική εκτίμηση να είναι πως πρόκειται για «μπλόφα». Κατά τον Τζόνσον, «δεν υπάρχει ανάγκη για μία συμφωνία ελευθέρου εμπορίου που θα προϋποθέτει την υιοθέτηση των κανόνων της ΕΕ σε ό,τι αφορά τον ανταγωνισμό, τις επιδοτήσεις, την κοινωνική προστασία, το περιβάλλον ή κάτι άλλο».

Η Βρετανία προειδοποιεί την ΕΕ, ότι αν δεν επιτευχθεί συμφωνία ελευθέρου εμπορίου, η άλλη λύση θα είναι μία συμφωνία σαν εκείνη που συνδέει την Ευρωπαϊκή Ένωση με την Αυστραλία, η οποία είναι περιορισμένη σε ορισμένους τομείς, με τον υπολοίπους να τελούν υπό τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Αλλά αυτό θα σήμαινε την επιβολή υψηλών δασμών επί πολλών προϊόντων.

Οι «λεονταριμοί»…

Σύμφωνα με τον βρετανικό Τύπο, η πρόθεση της Ντάουνινγκ Στριτ είναι να σκληρύνει τον τόνο απέναντι στους Ευρωπαίους που επιμένουν να επαναλαμβάνουν το ίδιο μήνυμα: Εάν οι Βρετανοί θέλουν προνομιακή τελωνειακή συμφωνία που θα ανοίγει τις πόρτες της ενιαίας αγοράς στα βρετανικά προϊόντα, δεν μπορούν να αφίστανται των κοινοτικών κανόνων, εγκαθιστώντας έτσι έναν ανεξέλεγκτο και αθέμιτο ανταγωνιστή στις πόρτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ads

Το βρετανικό κεφάλαιο δεν συμμερίζεται τους «λεονταρισμούς» του Τζόνσον. Οι επιχειρηματικές ενώσεις ζήτησαν περισσότερες λεπτομέρειες για τους στόχους που θέτει η κυβέρνηση, ενώ το Ινστιτούτο των Διευθυντικών στελεχών ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση «δεν μπορεί να παραμένει εγκλωβισμένη σε κόκκινες γραμμές».

Σχολιάζοντας την ομιλία του Βρετανού πρωθυπουργού, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Βιομηχανιών Βρετανίας, Τζον ‘Αλαν, κάλεσε την κυβέρνηση να μην επιτρέψει οι βιομηχανίες της χώρας να βρεθούν στο επίκεντρο των πυρών, κατά τη διάρκεια των εμπορικών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ.

«Η αισιοδοξία στις επιχειρήσεις επιστρέφει. Τα σωστά σήματα για την μελλοντική σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ θα φέρουν εμπιστοσύνη στις επενδύσεις. Η σαφής και ξεκάθαρη δέσμευση του πρωθυπουργού για παγκόσμιο ελεύθερο εμπόριο και διατήρηση των υψηλών επιπέδων μέσω μίας ευημερούσας σχέσης με την ΕΕ θα βοηθήσει. Η πρόκληση είναι να διασφαλιστεί ότι η επιχειρηματική εμπιστοσύνη δεν θα βρεθεί ανάμεσα στα πυρά μίας σκληρής, δημόσιας διαπραγμάτευσης» είπε.

Αλλά ο σκιώδης υπουργός για το Brexit, Πολ Μπλόμφιλντ, εκτίμησε ότι πολλά από τα θέματα που απασχόλησαν τη χώρα στην προ του Brexit περίοδο, θα επανέλθουν στην επιφάνεια και στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. «Η νέα σχέση θα καθοριστεί από τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας μας ή από τις ιδεολογικές δεσμεύσεις αποχωρισμού από το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο που ώθησε τόσο πολλούς υποστηρικτές του Brexit;» αναρωτήθηκε και πρόσθεσε: «Λυπάμαι που θα πω ότι οι σημερινές τοποθετήσεις υποδεικνύουν ότι η ιδεολογία επισκίασε την κοινή λογική».

Από την άλλη, ο βρετανικός Τύπος αποδίδει τη σκλήρυνση της στάσης του Λονδίνου «στις απόπειρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την μεταβολή των όρων» της συμφωνίας που διαπραγματεύθηκε στο τέλος του Οκτωβρίου η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον, πράγμα που «εξόργισε» τον Βρετανό πρωθυπουργό. «Οι Βρυξέλλες ζήτησαν από το Ηνωμένο Βασίλειο να παραχωρήσει πρόσβαση στις βρετανικές ζώνες αλιείας, να ευθυγραμμισθεί με τους ευρωπαϊκούς κανόνες και να αφήσει τα σύνορα ανοικτά στην ελεύθερη κυκλοφορία», αναφέρει η Sunday Express.

…και η πραγματικότητα

Η αλήθεια βρίσκεται, όμως, μακριά από τις συγκυριακές θέσεις «μάχης» που παίρνουν οι δύο πλευρές. Και αυτό που προκύπτει ως γενικό συμπέρασμα ακόμη και από αντικρουόμενες, μεταξύ τους, αναλύσεις, είναι ότι, ΕΕ και Βρετανία δεν μπορούν δίχως την μεταξύ τους συνεργασία. Αυτή είναι η προσέγγιση, για παράδειγμα, της ανάλυσης του Spiegel. Η οποία τονίζει τις πολιτικές ευθύνες της ΕΕ για το Brexit, σημειώνοντας, πως με την «σκληρή» και «προκλητική» στάση της, η ΕΕ είναι εν μέρη υπεύθυνη για την αποχώρηση της Βρετανίας. Συμπληρώνοντας πως, στην μετά-Brexit εποχή, η ΕΕ «δεν έχει την πολυτέλεια να κρατήσει τη Βρετανία σε απόσταση.».

Χαρακτηρίζοντας τον Τζόνσον περισσότερο «τζογαδόρο» παρά ιδεαλιστή, το Spiegel γράφει ότι κέρδισε το στοίχημα του Brexit με την υπόσχεση ότι η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα δώσει τον έλεγχο στον λαό της Βρετανίας. «Πούλησε την ψευδαίσθηση ότι ένα υπερήφανο έθνος κράτος εξακολουθεί να είναι η πιο ισχυρή δύναμη όλων, ακόμα και σε αυτή την εποχή της παγκοσμιοποίησης, απελευθερωμένο από τα δεσμά μιας θλιβερής και κουραστικής συμμαχίας», σημειώνει το περιοδικό.

Από την άλλη, η ΕΕ εγκλωβίστηκε στην δική της ψευδαίσθηση, ότι το Brexit ήταν «αδύνατο». έτσι, δεν έκαναν τίποτα για να βοηθήσουν τον Κάμερον να κερδίσει το δημοψήφισμα. Και όταν τελικά θριάμβευσε το «όχι» στην ΕΕ, αυτή, μην παίρνοντας κανένα μάθημα, θεώρησε ότι έπρεπε να είναι άκαμπτη στις διαπραγματεύσεις με την διάδοχο του Κάμερον, την Τερέζα Μέι, με τη θέση «αυτή η συμφωνία ή καμία συμφωνία», σε μια ανόητη και κοντόφθαλμη, όπως αποδείχθηκε, προσπάθεια, να αποτρέψει και άλλα κράτη – μέλη από το να επιχειρήσουν έξοδο.

Φυσικά, η ΕΕ πέτυχε ακριβώς το αντίθετο: Οι Βρετανοί απλώς ένιωσαν να επιβεβαιώνεται η ορθότητα της επιλογής τους το 2016 και να φεύγουν από την ΕΕ ακόμη πιο αηδιασμένοι.

Αυτή τη φορά, προειδοποιεί το Spiegel, η ΕΕ πρέπει να προσπαθήσει να αποφύγει να επαναλάβει αυτά τα λάθη μετατρέποντας ξανά τις διαπραγματεύσεις για τις μελλοντικές σχέσεις με την Βρετανία, σε ατέρμονη πορεία εμποδίων.

Μάλλον δύσκολο. Διότι ο πειρασμός να υποκύψει στη δυσαρέσκεια από το Brexit και να λάβει μέτρα για την επιβολή κυρώσεων στη Βρετανία παραμένει ισχυρή στις Βρυξέλλες. Αυτός ο πειρασμός εκκινείται από το ότι, το ευρω-ενωσιακό σχέδιο βασίζεται στην πεποίθηση πως δεν υπάρχει άλλη επιλογή για τα ευρωπαϊκά κράτη από το να θυσιάσουν ένα μέρος της ανεξαρτησίας τους για να βρουν την «ευτυχία» σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο.

Δεν υπάρχουν «ειδικές πορείες»

Μάλιστα, η παραπάνω οπτική προβάλει το επιχείρημα της μεταπολεμικής πορείας της Γερμανίας. Αλλά η Γερμανία, γράφει το Spiegel, δεν είχε κανένα πρόβλημα να το πράξει. Αντίθετα, η χώρα είχε χάσει έτσι κι αλλιώς την κυριαρχία της στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την έφερε πίσω μόνο μετά από την επανένωση το 1990. Μέχρι τότε ήταν ήδη σταθερά «αγκυροβολημένη» στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Μάλιστα, για να μετριάσει τις ανησυχίες, ιδιαίτερα του Παρισιού, από μια «νεοσυσταθείσα Γερμανία», το Βερολίνο συμφώνησε να παραιτηθεί από το μάρκο, το πιο ισχυρό σύμβολο της κυριαρχίας της χώρας, και να προσχωρήσει στη νομισματική ένωση. Από την αρχή, δηλαδή, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν ένας δρόμος για τη Γερμανία να απελευθερωθεί από τους δαίμονες του ναζιστικού παρελθόντος και να εγκαταλείψει τα καταστροφικά όνειρά της για μια «ειδική πορεία».

Αλλά η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική στη Βρετανία. Αν και στην ιστορία της ακολουθούσε το δικό της, ιδιαίτερο «μονοπάτι», ο συνολικός προσανατολισμός της δεν ήταν σε ρήξη με την ηπειρωτική Ευρώπη. Έτσι, οι Βρυξέλλες δεν θα πρέπει να βρίσκονται σε αντιπαράθεση με το Λονδίνο. Το Spiegel μάλιστα τονίζει με έμφαση, ότι θα ήταν η «δεύτερη πράξη της τραγωδίας» του Brexit εάν ο Τζόνσον ήταν σε θέση να επιτύχει μια εμπορική συμφωνία με Ντόναλντ Τραμπ γρηγορότερα από ό,τι με την ΕΕ. Πολύ περισσότερο που, όταν πρόκειται για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας – για παράδειγμα, στις σχέσεις με το Ιράν – ο Τζόνσον είναι πιο κοντά στην Ευρώπη απ ‘ ό,τι με τις ΗΠΑ. Το βρετανικό πολιτικό σύστημα δεν ξεχνά ότι η πτώση του Μπλερ ξεκίνησε όταν ακολούθησε τον Τζορτζ Μπους στον πόλεμο στο Ιράκ το 2003, ενώ το Παρίσι και το Βερολίνο υποχώρησαν.

Ο τρόπος που η Ευρώπη αντιμετώπισε την Βρετανία ήταν στερεοτυπικός. Θεωρούσε ότι το Λονδίνο εκκινείται από ένα είδος «μελαγχολίας» από την απώλεια του status της αυτοκρατορίας. Μεγάλο μέρος της Ευρώπης ενήργησε σαν να ήταν το Brexit κάτι που απαντά στις – ή, ειδικότερα, τις αγγλικές – ευαισθησίες, σαν να μην έχει υπαρξιακές συνέπειες για όλη την Ευρώπη. Μερικοί από τους πιο φανατικούς ευρω-ενωσιακούς μάλιστα φαίνεται να ελπίζουν ότι η ΕΕ έχει τώρα απελευθερωθεί από ένα σημαντικό εμπόδιο και ότι πλέον η πορεία είναι ανοιχτή σε μια πολιτική ένωση, όπως συμφωνήθηκε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ πριν από σχεδόν 30 χρόνια.

Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα στο παραπάνω αφήγημα. Οι σχέσεις της ΕΕ και της Βρετανίας χαρακτηρίζονταν ανέκαθεν από μια διαδικασία εξαιρέσεων. Η νομισματική ένωση, η Συμφωνία Σένγκεν, ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης, είναι μερικές από αυτές. Αυτή ήταν η διαπραγμάτευση από την αρχή: Η Βρετανία δεν θα ήταν ποτέ μέρος μιας πλήρους πολιτικής ένωσης, προτιμώντας αντίθετα το ρόλο του απλού μέλους μιας χαλαρής συνομοσπονδίας κρατών με μια κοινή αγορά. Η ηπειρωτική Ευρώπη χρησιμοποιούσε αυτή την πραγματικότητα για να κρύψει τη δική της εσωτερική και άλυτη σύγκρουση, για το αν ήθελε η ΕΕ να είναι μια ένωση κρατών ή μια πραγματική ένωση. Η ένταξη της Βρετανίας στην ΕΕ, λοιπόν, ήταν μια «παρανόηση» στο βαθμό που στηριζόταν στην ίδια τη διαφορά της ΕΕ, μεταξύ των στόχων που διακήρυξε και της πραγματικότητας που ζούσε.

Η κρίση του ευρώ, η κρίση χρέους, η προσφυγική κρίση,  ήρθαν να επιβεβαιώσουν το οικονομικό χάσμα βορρά -νότου οδηγώντας σε έναν συλλογικό θυμό απέναντι στον γερμανικό «γεωοικονομικό εθνικισμό» και στον «ηθικό ιμπεριαλισμό».

Το Brexit, λοιπόν, κατέστησε σαφές σε όλους ότι ο στόχος μιας ενωμένης Ευρώπης δεν είναι καθόλου βέβαιος. Οι Βρετανοί εγκαταλείπουν την ΕΕ επειδή μπορούν. Αν η Βρετανία στρέψει πραγματικά την πλάτη της στην Ευρώπη, αν οδηγηθεί σε πολιτική και οικονομική απομόνωση από τις Βρυξέλλες, τότε η ευρωπαϊκή γεωπολιτική θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί εντελώς. Η Ευρώπη δεν θα είναι πλέον σε θέση να υπολογίζει σε μια δυσαρεστημένη Βρετανία – η οποία παραμένει η δεύτερη μεγαλύτερη στρατιωτική και οικονομική δύναμη στην ήπειρο – να παραμείνει ενεργή στην υπεράσπιση της ανατολικής πλευράς της Ευρώπης, στην Πολωνία και τη Βαλτική. Θα χάσει έναν σύμμαχο με πυρηνικές αποτρεπτικές ικανότητες και με μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Προφανώς, όλα αυτά είναι κάτι που οι Βρυξέλλες πρέπει να συνυπολογίσουν.

Χαμένοι όλοι… εκτός αν

Για τους Βρετανούς αναλυτές κατά του Brexit, όπως ο Μάρτιν Γουλφ, η εξέλιξη αυτή είναι «η νίκη της στενοκεφαλιάς». Διότι «το Brexit είναι μια απόφαση να χωριστεί η Βρετανία από τους θεσμούς που κυβερνούν την ήπειρο της οποίας αναγκαστικά αποτελεί μέρος. Ένα αποτέλεσμα είναι βέβαιο: Οι Βρετανοί θα χάσουν το δικαίωμα να μετακινούνται και να εργάζονται στην ΕΕ και το ίδιο θα συμβεί και για τους πολίτες των κρατών – μελών στη Βρετανία. Είναι το αποτέλεσμα της εμμονής ότι η βρετανική και ευρωπαϊκή ταυτότητα δεν μπορούν να επικαλύπτονται.».

Αντίθετα με την ανάλυση του Spiegel, ο Γουλφ θεωρεί ότι οι Βρετανοί πολιτικοί «στο εξής θα πιέζουν τις μύτες τους στα παράθυρα της Ε.Ε. την ώρα που θα λαμβάνονται οι αποφάσεις που θα τους αφορούν. Αποφάσεις που θα καθορίσουν την εξέλιξη της ενιαίας αγοράς, των εμπορικών συναλλαγών με τρίτους και της πολιτικής για το κλίμα».

Για τον ίδιο, ο μόνος χαμένος θα είναι η Βρετανία, αφού, «χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο, η ΕΕ. θα έχει ακόμα 450 εκατομμύρια άτομα και θα παράγει το 18% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Θα παραμείνει επίσης ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Βρετανίας. Η αυτοαπομόνωση της Βρετανίας θα έχει όμως τις επιπτώσεις της».

Ετσι, «η ανάλυση της ίδιας της κυβέρνησης, όπως δημοσιοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2018, κατέληγε στο συμπέρασμα πως, με βάση τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου που επιδιώκει, το βρετανικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα είναι 5% χαμηλότερο από ό,τι θα ήταν διαφορετικά σε βάθος χρόνου».

Επιπλέον «τα βασικά προβλήματα της Βρετανίας – το εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό επενδύσεων, η αδύναμη ανάπτυξη της παραγωγικότητας, οι κακές υποδομές και η μεγάλη ανισότητα εισοδήματος – δεν έχουν καμία σχέση με τη συμμετοχή στην Ε.Ε. Και το Brexit μπορεί να εξαλείψει πολλές δικαιολογίες, αλλά δεν θα λύσει αυτά τα προβλήματα».

Επίσης, η αποχώρησή της Βρετνίας «αναμένεται να αδυνατίσει την επιρροή των οικονομικά πιο φιλελεύθερων χωρών του Βορρά έναντι των υπολοίπων. Η Ε.Ε είναι πιθανόν τότε να γίνει περισσότερο εσωστρεφής. Είναι όμως επίσης πιθανό ότι το Brexit θα ενισχύσει την αλληλεγγύη μεταξύ των εναπομεινασών χωρών. Οποιοδήποτε αποτέλεσμα θα επηρεάσει σημαντικά τη Βρετανία.».

Για τον Γουλφ η Βρετανία θα συναντήσει δυσκολίες στο να ασκεί ανεξάρτητη επιρροή στις διεθνείς υποθέσεις την ώρα που ο κόσμος μπαίνει σε μια περίοδο ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. «Σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, την Κίνα ή τη μελλοντική ΕΕ έχει ελάχιστο μέγεθος. Σε έναν τέτοιο κόσμο θα είναι μάταιο να αναζητεί κανείς στήριγμα στους πολυμερείς θεσμούς. Ξανά και ξανά η Βρετανία θα αναγκαστεί να επιλέξει με ποια πλευρά να ταχθεί σε αντιπαραθέσεις που δεν θα την αφορούν άμεσα. Θα είναι μια εξαιρετικά άβολη κατάσταση».

Τέλος «η Βρετανία θα βρεθεί συχνά στη θέση του ικέτη όταν διαπραγματεύεται με δυνάμεις μεγαλύτερες από την ίδια. Θα πρέπει να δείχνει ταπεινότητα. Ίσως αυτό να αποφέρει αποτελέσματα. Όμως θα δείξει ότι ο έλεγχος που υποτίθεται ότι ανακτά θα είναι πλασματικός».

Συμπέρασμα: Από κάθε δρόμο, η κατάληξη είναι η αναγκαιότητα της συνεργασίας. Ακόμη και μία πλευρά να μην το αντιληφθεί, είναι χαμένοι όλοι.