Η αμερικανική εταιρεία Palantir, που ειδικεύεται στην ανάλυση τεράστιων ποσοτήτων δεδομένων και θεωρείται ως μια από τις πιο «μυστικοπαθείς» εταιρείες στον χώρο της, προσπάθησε να αξιοποιήσει την πανδημία για να συνεργαστεί με κράτη αλλά και Αρχές, της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο τρόπος που το έκανε, σε συνδυασμό με τη γενικότερη εικόνα της εταιρείας, έχει προκαλέσει έντονη ανησυχία.

Ads

Η «σκοτεινή» περίπτωση της Ελλάδας

Μια από τις χώρες φυσικά που συνεργάστηκε η Palantir, ήταν η Ελλάδα. Ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κυριάκος Πιερρακάκης, υπέγραφε τον Μάρτη, συμφωνία με την αμερικανική εταιρεία, η οποία θα γινόταν γνωστή, εννιά μήνες μετά. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν είχε αναρτήσει στη «Διαύγεια» τη συμφωνία και δεν είχε προχωρήσει σε λεπτομερή εκτίμηση των επιπτώσεων που θα είχε, στα προσωπικά δεδομένα των Ελλήνων, όπως κανονικά θα έπρεπε να κάνει, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Νόμο για τα Προσωπικά Δεδομένα (GDPR). 

Τον Δεκέμβρη του 2020, η κυβέρνηση, μετά την αποκάλυψη της συμφωνίας, ανακοίνωσε το τέλος της συνεργασίας με τον αμφιλεγόμενο γίγαντα της εξόρυξης και επεξεργασίας «μεγάλων δεδομένων».  Το γεγονός μάλιστα πως ακόμη δεν έχουν δοθεί σαφείς απαντήσεις σε σημαντικά ζητήματα που είχαν προκύψει, έπειτα από τη δημοσιοποίηση του εγγράφου της συμφωνίας αλλά και η άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να απαντήσει ουσιαστικά στο πως προέκυψε η συγκεκριμένη συνεργασία, «συσκοτίζουν» ακόμα περισσότερο το πεδίο. Ειδικά, εάν ληφθεί υπόψιν πως, σύμφωνα με τον Guardian, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, είχε τηλεφωνική συνομιλία τον ίδιο μήνα με τον Γενικό Διευθυντή της αμερικανικής εταιρείας, Alex Karp, ο οποίος αναφέρθηκε σε «ακόμα στενότερη συνεργασία», ανάμεσα στην Ελλάδα και την Palantir.

Ads

Όπως σημειώνει βέβαια ο Guardian, υπήρχαν αρκετές διασυνδέσεις ανάμεσα σε στελέχη της εταιρείας, της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ και του Κυριάκου Μητσοτάκη, με τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Τ. Πάιατ, να έχει αναφερθεί δημόσια στις επαφές ανάμεσα στον κ. Πιερρακάκη και τον Michael Kratsios, τον ελληνοαμερικάνο σύμβουλο του Τραμπ. Ο Kratsios, με τη σειρά του, πριν βρεθεί στη θέση του συμβούλου του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, συνεργαζόταν στενά με τον Peter Thiel, τον δισεκατομμυριούχο ιδρυτή της Palantir.

Πέρα όμως από το πως αυτές οι διασυνδέσεις, οδήγησαν στη συνεργασία ανάμεσα σε Palantir και Ελλάδα, το μείζον ζήτημα της υπόθεσης, δεν είναι άλλο από τα όσα προέβλεπε η συμφωνία, η οποία, παρείχε στην εταιρεία τη δυνατότητα εκτεταμένης πρόσβασης στα προσωπικά δεδομένα των πολιτών της Ελλάδας, σε βαθμό τέτοιο, που ενδεχομένως να αποτελεί παράβαση του GDPR.

Το πιο προβληματικό σημείο της συμφωνίας έχει να κάνει με την τροποποίηση της που έγινε δύο μόλις ημέρες μετά την υπογραφή της. Το περιεχόμενό της τροποποίησης, αφορούσε ακριβώς το ευαίσθητο ζήτημα των προσωπικών δεδομένων. Η ελληνική κυβέρνηση υπέγραψε τη συμφωνία με την Palantir χωρίς να έχει ξεκαθαρίσει τί είδους προσωπικά δεδομένα σκοπεύει να της δώσει προς επεξεργασία, με αποτέλεσμα, να μην υπάρχει καμία αναφορά στην ανάγκη τα δεδομένα να παραμείνουν «Ψευδωνυμοποιημένα» (ψευδωνυμοποιημένα δεδομένα είναι αυτά που τα αναγνωριστικά της ταυτότητας στοιχεία αντικαθίστανται από ένα ψευδώνυμο).

Θα μπορούσε κάποιος λοιπόν να υποθέσει ότι τα δεδομένα των Ελλήνων πολιτών που διαχειριζόταν η Palantir δεν ήταν ούτε καν «ψευδωνυμοποιημένα», αν όχι ανωνυμοποιημένα. Στην περίπτωση αυτή, προκύπτει σοβαρό ζήτημα ασφάλειας των προσωπικών δεδομένων, το οποίο μάλιστα, αποτελεί σοβαρή παράβαση του GDPR. Από την πλευρά της, η αμερικανική εταιρεία, υποστηρίζει πως, η πρόσβαση που είχε σε προσωπικά δεδομένα, αφορούσε μόνο «ανοικτές πηγές δεδομένων και δημογραφικά δεδομένα ύψιστης σημασίας, που σχετίζονταν με τη διαχείριση της πανδημίας».

Η ελληνική κυβέρνηση, παράλληλα, αρνήθηκε οποιαδήποτε πρόσβαση της Palantir σε δεδομένα ασθενών με κορονοϊό, και υποστήριξε ότι το λογισμικό της εταιρείας χρησιμοποιήθηκε απλώς, για να δώσει στον Κ. Μητσοτάκη, την πρόσβαση σε σημαντικά δεδομένα για τη διαχείριση της πανδημίας. Παρ’ όλα αυτά όμως, στο συμβόλαιο,  γίνεται αναφορά σε διαφορετικές κατηγορίες δεδομένων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την Palantir, συμπεριλαμβανομένων των προσωπικών δεδομένων.

Επίσης, στο συμβόλαιο γίνεται αναφορά και σε μια ρήτρα που έχει γίνει γνωστή ως «ρήτρα βελτίωσης». Αυτές οι «ρήτρες», που εντοπίζονται στις (λίγες) συμβάσεις της Palantir που έχουν δημοσιευθεί, μελετήθηκαν από την Privacy International, μια οργάνωση του Ηνωμένου Βασιλείου. «Οι ρήτρες βελτίωσης στις συμβάσεις της Palantir, καθώς και η έλλειψη διαφάνειας, είναι ανησυχητικές, διότι δίνουν στην εταιρεία τη δυνατότητα να βελτιώσει τα προϊόντα της με βάση τη χρήση των προϊόντων από τους πελάτες της και αυτό αποτελεί μείζον ζήτημα για τα προσωπικά δεδομένα», δήλωνει η Caitlin Bishop της Privacy International.

«Η Palantir δε δημιουργεί αλγόριθμους βασισμένους σε δεδομένα πελατών προς όφελος της, και δεν συλλέγει ή πωλεί προσωπικά δεδομένα των πελατών της. Ούτε τα χρησιμοποιεί για τους πελάτες της», ήταν η απάντηση της εταιρείας, με την αρχή προστασίας δεδομένων της Ελλάδας να έχει ξεκινήσει έκτοτε σχετική έρευνα.

Σημειωτέον πως, τα ερωτήματα σχετικά με την δραστηριότητα αλλά και τους σκοπούς της αμερικανικής εταιρείας στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, προσπάθησε να απαντήσει η έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τον Guardian, το  Lighthouse Reports και το Der Spiegel. Τα ευρήματα της έρευνας, όμως, έθεσαν ακόμα πιο σοβαρά ερωτήματα στο κατά πόσο τα λογισμικά της Palantir, μπορούν πράγματι να χρησιμοποιηθούν εντός των ευρωπαϊκών νομικών πλαισίων, καθώς έθεταν σε σοβαρό κίνδυνο τα προσωπικά δεδομένα.

Η δραστηριότητα της Palantir στην Ευρώπη και οι «μυστικές συναντήσεις»  

Κάτι τέτοιο έγινε ορατό και από την περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας, όπου, η Palantir, είχε συνάψει συμφωνία με την κυβέρνηση, σχετικά με τη διαχείριση των δεδομένων του Εθνικού Συστήματος Υγείας της χώρας. Αποδείχθηκε λοιπόν, ότι εκατομμύρια προσωπικά δεδομένα ασθενών συλλέγονταν από την ιδιωτική εταιρεία, ανάμεσά τους το ονοματεπώνυμο, η ηλικία, η κατοικία, οι αριθμοί των τηλεφώνων τους, τα επαγγέλματά τους και ειδικότερα οι θέσεις εργασίας τους αλλά και η καταγωγή τους, η φυλή τους, οι θρησκευτικές και πολιτικές τους πεποιθήσεις, τα ποινικά μητρώα τους, η κατάσταση της ψυχικής και πνευματικής τους υγείας. Αφότου βέβαια υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από οργανώσεις, οι οποίες εξέφρασαν την επιθυμία τους να πάνε την κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον στα δικαστήρια, η κυβέρνηση της Μ. Βρετανίας, έδωσε στη δημοσιότητα το συμβόλαιο, το οποίο είχε αξία 1 ευρώ για μια «δοκιμαστική περίοδο». 

Παράλληλα, η εταιρεία είχε συνεργαστεί και με την Ολλανδία. Είχε προσεγγίσει επίσης και τέσσερις ακόμα χώρες αλλά και αρκετές από τις υγειονομικές Αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως για παράδειγμα το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων. Μάλιστα, το υπουργείο Υγείας της Γερμανίας, εξέδωσε έγγραφο, στο οποίο αναφερόταν πως «το επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Palantir βρίσκεται πλέον στην Ευρώπη».

Η Sophia in’t Veld, μια ευρωβουλευτής από την Ολλανδία, παρακολούθησε στενά, για καιρό, τις προσπάθειες της Palantir να ασκήσει επιρροή στην Ευρώπη. Τονίζει πως η εταιρεία απολαμβάνει μια «ασυνήθιστη εγγύτητα στις πολιτικές δυνάμεις» της Γηραιάς Ηπείρου.  Αναρωτιέται παράλληλα, με αναρτήσεις στο προσωπικό της blogspot, τι συζητήθηκε όταν ο Γενικός Διευθυντής της εταιρείας, Alex Karp, συναντήθηκε με την Πρόεδρο της Κομισιόν τον Ιούνιο του 2020 στο Νταβός, αλλά και όταν η Επίτροπος, Margrethe Verstager, επίσης συναντήθηκε με τον Karp.

Η Κομισιόν, έκανε οκτώ μήνες να δώσει απαντήσεις στα συγκεκριμένα ερωτήματα, όμως η εταιρεία δεν άργησε καθόλου. Τρεις μέρες αφότου η ευρωβουλευτής προχώρησε στις συγκεκριμένες αναρτήσεις, η Palantir, την προσκάλεσε σε μια συνάντηση. Αν και πράγματι, η ‘t Veld, συναντήθηκε μαζί τους, αναρωτιέται: «Γιατί η εταιρεία ένιωσε τόσο γρήγορα την ανάγκη να καθησυχάσει μια “μισητή” ευρωβουλευτή;».

«Κάτι δεν κολλάει εδώ. Συναντήσεις σε υψηλό επίπεδο, χωρίς να κρατούνται πρακτικά. Υπάρχουν αρκετά ακόμα που δεν έχουμε αποκαλύψει. Δεν είναι μια απλή εταιρεία πώλησης λογισμικού», δήλωνε η Ευρωβουλευτής.

Από την πλευρά της βέβαια, η Palantir ήταν και πάλι κατηγορηματική: «Όλα τα δεδομένα με τα οποία αλληλεπιδρούμε έχουν ήδη συλλεχθεί, και ελέγχονται από τους πελάτες, όχι από εμάς. Πρέπει και είναι επιτακτική ανάγκη, να διατηρούμε τις θεμελιώδεις αρχές της ιδιωτικότητας και των προσωπικών ελευθεριών όταν διαχειριζόμαστε δεδομένα, για αυτό και δεν δημιουργούμε αλγόριθμους χρησιμοποιώντας τα δεδομένα των πελατών μας. Αντίθετα, μόνο παρέχουμε λογισμικά, τα οποία χρησιμοποιούνται στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Βέβαια, οι εργαζόμενοι μας, ενδέχεται να χρειαστεί να αλληλεπιδράσουν με ορισμένα δεδομένα των πελατών μας, όμως, αυτό συμβαίνει μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Δεν πουλάμε, δεν συγκεντρώνουμε, δεν διατηρούμε δεδομένα».

Η «ηθική» της Palantir και ο «καπιταλισμός της παρακολούθησης»

Κάποιος ο οποίος γνωρίζει αρκετά καλά βέβαια τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η Palantir, είναι ο Nico van Eijk, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, ο οποίος έχει εργαστεί για την Palantir στο παρελθόν. Αυτήν την στιγμή ο van Eijk, εργάζεται σε μια Επιτροπή, η οποία επιβλέπει τις Ολλανδικές υπηρεσίες πληροφοριών. Η Επιτροπή αυτή, παράλληλα, έχει πρόσβαση σε πραγματικό χρόνο, σε όλες τις έρευνες και τα δεδομένα του στρατού της Ολλανδίας.

Σε μια συνάντηση που είχαν μαζί του, τον Ιανουάριο του 2021, οι δημοσιογράφοι του Guardian, ο van Eijk αρνήθηκε να πει οτιδήποτε για την εργασία του στην Palantir. Τόνισε όμως, ότι, η εταιρεία, δίνει μεγάλη βαρύτητα στο ηθικό κομμάτι της λειτουργίας της. Από την πλευρά της, η Palantir, δήλωσε πως ο van Eijk, ήταν σύμβουλος, σε ζητήματα ελευθεριών των πολιτών. «Οι σύμβουλοι, ποτέ δεν ρωτούνται εάν συμφωνούν ή διαφωνούν με τις αποφάσεις της Palantir. Απλά, αποζημιώνονται για τον χρόνο που μας βοηθούν», τόνιζε η εταιρεία.

Σημειώνεται βέβαια ότι, όσον αφορά την «ηθική» που διακατέχει την Palantir, αρκετοί συνάδελφοι του van Eijk, διαφωνούν μαζί του. Εν’ όψει του Συνεδρίου του Άμστερνταμ για τα προσωπικά δεδομένα, του 2018, στο οποίο, η Palantir ήταν μεγάλος χορηγός, περισσότεροι από 100 γνωστοί πανεπιστημιακοί του χώρου, εξέδωσαν ανακοίνωση, στην οποία ανέφεραν τα εξής: «Η παρουσία της Palantir ως χορηγός, νομιμοποιεί τις πρακτικές της εταιρείας και της δίνει τη δυνατότητα να τοποθετήσει και αυτή τον εαυτό της μέσα σε όσα θα συζητηθούν στο Συνέδριο. Η Palantir, είναι μια εταιρεία που βασίζεται συγκεκριμένα στο δόγμα του “καπιταλισμού της παρακολούθησης”, και αυτό που κάνει, είναι να στοχεύει ορισμένες, περιθωριοποιημένες κοινότητες. Χρησιμοποιεί παράλληλα τεχνολογίες, οι οποίες λειτουργούν, με βάση ορισμένες κοινωνικές διακρίσεις. Μια εξ’ αυτών είναι το predictive policing, με το οποίο η εταιρεία προσπαθεί να προβλέψει ποια μέλη της κοινωνίας είναι πιθανότερο να κάνουν παράνομες πράξεις».

Παρ’ όλα αυτά, η Palantir αρνείται πως χρησιμοποιεί τις συγκεκριμένες πρακτικές: «Κινούμαστε πάντα με βάση τον ευρωπαϊκό νόμο προστασίας των δεδομένων. Αυτό που κάνουμε είναι να βοηθάμε τις κυβερνήσεις την Ευρώπη, τηρώντας κανονικά όλες τις προϋποθέσεις για τα προσωπικά δεδομένα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο».

Η Palantir στις ΗΠΑ

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η δραστηριότητα της Palantir, η οποία μάλιστα φέρεται να εμπλέκεται και στο σκάνδαλο της Cambridge Analytica, δεν έχει επικριθεί μόνο εντός των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα, τόσο εξαιτίας της στήριξης της εταιρείας προς τον Ντόναλντ Τραμπ, όσο και λόγω του ρόλου που διαδραμάτισε στο να διευκολύνει την κυβέρνηση του Τραμπ, να απελάσει μαζικά πολλούς πρόσφυγες που βρίσκονταν στις ΗΠΑ χωρίς έγγραφα, έχει επικριθεί έντονα και στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Παράλληλα, η εταιρεία φέρεται να έχει προχωρήσει σε αρκετές κυβερνοεπιθέσεις και σε εκτεταμένες καμπάνιες παραπληροφόρησης απέναντι στα WikiLeaks και σε δημοσιογράφους όπως ο Glenn Greenwald.  Σημειωτέον πως, στις ΗΠΑ, έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές διαδηλώσεις απέναντι στις πρακτικές της εταιρείας.

Με πληροφορίες από Guardian